Το οικολογικό πρόβλημα υπό το πρίσμα των σχέσεων της χριστιανικής ηθικής και της σύγχρονης οικολογικής φιλοσοφίας

Διδακτορική Διατριβή
uoadl:1328128

Συγγραφέας

Γεωργιάδης Μάριος

Ακαδημαϊκή μονάδα

Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.)

Βιβλιοθήκη κατάθεσης

Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής

Στοιχεία επταμελούς επιτροπής

Πανταζάκος Παναγιώτης, Καθηγητής ΦΠΨ ΕΚΠΑ(Επιβλέπων) Νικολαΐδου-Κυριανίδου Βάνα, Επικ.καθηγήτρια ΦΠΨ ΕΚΠΑ(Συμβουλευτική επιτροπή) Αραμπατζής Γεώργιος, Επικ.καθηγητής ΦΠΨ ΕΚΠΑ(Εξεταστική επιτροπή) Πρωτοπαπαδάκης Ευάγγελος,...

Περισσότερα

Ημερομηνία κατάθεσης

16/2/2017

Έτος εκπόνησης

2017

Πρωτότυπος Τίτλος

Το οικολογικό πρόβλημα υπό το πρίσμα των σχέσεων της χριστιανικής ηθικής και της σύγχρονης οικολογικής φιλοσοφίας

Γλώσσες διατριβής

Ελληνικά

Μεταφρασμένος τίτλος

Το οικολογικό πρόβλημα υπό το πρίσμα των σχέσεων της χριστιανικής ηθικής και της σύγχρονης οικολογικής φιλοσοφίας

Περίληψη

Η φιλοσοφική σκέψη υπήρξε ανθρωποκεντρική με ιδιάζοντα τρόπο και επιπλέον η φιλοσοφία υπήρξε το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο πνευματικός και ειδικός τεχνικός πολιτισμός, ο γνωστός ως ορθολογιστικός, που εφαρμόζεται στην επιστήμη και που προϋποθέτει την ανεπανάληπτη και κυρίαρχη θέση του ανθρώπου απέναντι στις ζωικές και υλικές υποστάσεις και στα φυσικά φαινόμενα. Στα έργα του Πλάτωνα υπάρχει μια αξιολογική προτεραιότητα του πνεύματος απέναντι στην ύλη, που όμως δεν ενέπνεε την χωρίς όρια απαξίωση ή απομύζηση της υλικής δημιουργίας. Στον Αριστοτέλη η ύλη δεν είναι κάτι το απλώς υπάρχον αλλά το καθ’ ύλην υπάρχον, δηλαδή η δυνατότητα υπάρξεως από της ουσίας στη μορφή μέσω της κίνησης που αποτελεί την ουσία των όντων. Η μεσαιωνική και νεότερη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία λόγω της παρεμβολής μιας σφαλερής πνευματοκρατικής χριστιανικής κοσμοθεωρίας ξεστράτισε μονομερώς στον άκρατο ανθρωποκεντρικό ορθολογιστικό μονισμό. Ούτε ο ρομαντισμός ούτε ο επιστημονικός υλισμός μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την ορθή σχέση πνεύματος και ύλης. Μια από τις αιτίες που οδήγησαν στην οικολογική κρίση είναι ο ρόλος της θρησκείας και ιδιαίτερα του χριστιανισμού. Οι παρερμηνείες και οι διαφορετικές αντιλήψεις δημιούργησαν μια σύγχυση στην όλη άποψη περί χριστιανισμού και φύσης κυρίως στον τρόπο που η δυτική σκέψη την αντιλήφθηκε. Ο LynnWhite καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας αναφέρει στο πόρισμα της έρευνάς του ότι η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία κατέστρεψε τον πλανήτη, επειδή τοποθέτησε τον άνθρωπο στο κέντρο όλων των πραγμάτων. Ο John Passmore, περίπου δέκα χρόνια μετά τον White, κατέληξε στο συμπέρασμα πως υπάρχει μια κυρίαρχη γραμμή σκέψης στην Αγία Γραφή, η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως Δεσπότη, που υποτάσσει τη φύση και τη μεταχειρίζεται, όπως του αρέσει. Δίπλα σε αυτήν υπάρχουν και δύο μειοψηφικές γραμμές σκέψης: η μία αναδεικνύει τον άνθρωπο ως συνεργάτη της φύσης, που προσπαθεί να την τελειοποιήσει και η άλλη διατείνεται πως ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο με σκοπό να γίνει καλός διαχειριστής της θεϊκής παρουσίας, ένα είδος οικονόμου. Τέλος η Palmer ισχυρίζεται πως ο όρος «εποπτεία» πουθενά στη Βίβλο δεν χρησιμοποιείται σε σχέση με τη φύση. Επιμένει η Ρalmer ότι, η χρησιμοποίηση του όρου διαχείριση, στον καθημερινό πολιτικό λόγο μπορεί να εκπέσει σ΄ έναν ηθικό όρο που να σημαίνει οτιδήποτε για τον οποιονδήποτε, που να δίνει συγχωροχάρτι σε οποιονδήποτε επικαλείται αυτή τη "σώφρονα" διαχείριση και να νομιμοποιεί τη συνηθισμένη επιθετική στάση απέναντι στη φύση. Για τη χριστιανική θεολογία αποτελεί προϋπόθεση ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ του μηδενός» με την απόλυτη έννοια της λέξεως, ένα δόγμα που ξεχωρίζει το Χριστιανισμό από τις ειδωλολατρικές θρησκείες και φιλοσοφίες. Το γεγονός ότι στην εποχή μας η επιστήμη της φυσικής δεν το βρίσκει αδιανόητο ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το απόλυτο μηδέν, μπορεί να είναι ένας θετικός παράγοντας για τη θεολογία, ώστε να αρχίσει οικοδομητική συζήτηση με τους φυσικούς επιστήμονες. Αλλά ακόμα και αν διαφωνούν οι επιστήμονες με το δόγμα αυτό, οι χριστιανοί θεολόγοι αποδεχόμενοι αυτό από την αρχή, θα πρέπει να είναι κατά πάντα συνεπείς σ' αυτό. Αυτή η συνέπεια είναι ανάγκη να είναι επίσης εμφανής στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα: πώς έβλεπε ο Θεός τη δυνατότητα της σωτηρίας του κόσμου, όταν τον δημιουργούσε από το μηδέν; Θα ήταν αντιφατικό να υποθέσει κανείς ότι ο Θεός προίκισε τον κόσμο με φυσική δυνατότητα σωτηρίας, γιατί μια τέτοια προϋπόθεση θα υπονοούσε ότι ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο υπάρχει μια φυσική «συγγένεια» (όπως θα την έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες). Κάθε φυσική ομοιότητα ανάμεσα στο Θεό και τη δημιουργία θα έκανε με ένα ουσιαστικό τρόπο, τις δύο πραγματικότητες μία. Γι' αυτό ακριβώς οι Πατέρες απέρριψαν την νεοπλατωνική θεωρία των απορροών και την πλατωνική και ωριγενική θεωρία της αιωνιότητας των ψυχών, καθώς και την αριστοτελική ιδέα της αιωνιότητας της ύλης. Είναι θέμα λογικής συνέπειας για τους Χριστιανούς να αναζητηθεί η σωτηρία της δημιουργίας σε τρόπους άλλους από αυτούς. Αλλά, αν αποκλειστεί η προϋπόθεση ότι ο κόσμος έχει στη φύση του κάποιους παράγοντες που του εξασφαλίζουν τη σωτηρία και την αιωνιότητα, και, παρ' όλα αυτά, επιμείνουμε στην αιώνια σωτηρία του κόσμου, δεν υπάρχει παρά μόνο μια λύση: να βρεθεί ένας τρόπος να συνδεθεί ο κόσμος με το Θεό, το μόνο αιώνιο και αθάνατο Ον, χωρίς να παρεμβάλουμε καμμιά «φυσική συγγένεια». Πρέπει να βρεθεί ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο, το Θεό και τον κόσμο, που θα μπορούσε να διασφαλίσει την επικοινωνία της ζωής ανάμεσα τους, χωρίς να καταστρέψει τη φυσική ετερότητα του Θεού και της δημιουργίας. Μπορεί να βρεθεί ένας τέτοιος κρίκος; Μπορεί να έχει κάποιο νόημα ένας τέτοιος σύνδεσμος;Το χριστιανικό δόγμα προσφέρει ως λύση στο πρόβλημα αυτό τη θέση του ανθρώπου στη δημιουργία. Ο άνθρωπος είναι εκείνος, στον οποίο πρέπει να αναζητηθεί ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο, και είναι αυτό ακριβώς που κάνει τον άνθρωπο υπεύθυνο, μάλιστα τον μόνο μέσα στην κτίση υπεύθυνο για την τύχη της δημιουργίας. Η Χριστιανική πίστη θεωρεί πως η οικολογική κρίση είναι κρίση πολιτισμού. Είναι μια κρίση, η οποία έχει να κάνει με την απώλεια της ιερότητας της φύσεως στον πολιτισμό μας. Μόνο δύο δρόμους μπορεί να δει κανείς για το ξεπέρασμα αυτής της κρίσεως. Ο ένας είναι ο δρόμος της ειδωλολατρίας. Ο ειδωλολάτρης θεωρεί τον κόσμο ιερό, γιατί τον βλέπει διαποτισμένο από τη θεία παρουσία. Επομένως, τον σέβεται και δεν τον καταστρέφει. Αλλά κατά τον ίδιο τρόπο, δεν ανησυχεί ποτέ και για την τύχη του, γιατί πιστεύει στην αιωνιότητά του. Δεν βλέπει επίσης καμμιά ανάγκη για μετασχηματισμό της φύσεως ή για υπέρβαση των ορίων της: ο κόσμος είναι καλός, όπως είναι, και κατέχει εκ φύσεως ό,τι χρειάζεται, για να επιζήσει. Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που έχει περιγραφεί εδώ ως τη χριστιανική τοποθέτηση. Ο Χριστιανός σέβεται τον κόσμο ως ιερό, όχι γιατί ενέχει στη φύση του την παρουσία του Θεού, αλλά γιατί βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με το Θεό. Έτσι σέβεται τον κόσμο αλλά θεωρεί τον άνθρωπο το μόνο δυνατό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο Θεό και στη δημιουργία. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι ένας σύνδεσμος, που μπορεί ή να φέρει την υλική φύση σε κοινωνία με το Θεό και με τον τρόπο αυτό να την αγιάσει ή να την στρέψει τελικά προς τον άνθρωπο -ή προς την ίδια τη φύση- και να την καταδικάσει να γίνει «κάτι», ένα «αντικείμενο», του οποίου το νόημα και ο σκοπός εξαντλούνται στην ικανοποίηση του ανθρώπου. Από τους δύο αυτούς τρόπους ο δεύτερος, ο χριστιανικός, είναι εκείνος που προσδίδει στον άνθρωπο βαριά ευθύνη για την τύχη της δημιουργίας. Ο πρώτος, ο ειδωλολατρικός, βλέπει τον άνθρωπο σαν μέρος του κόσμου• ο δεύτερος, με το να βλέπει τον άνθρωπο ως κρίκο ανάμεσα στον κόσμο και το Θεό, τον βλέπει ως το μοναδικό πρόσωπο στη δημιουργία, δηλαδή ως τον μόνο που σέβεται βαθιά τον απρόσωπο κόσμο, όχι μόνο για να τον «διατηρήσει», αλλά για να τον καλλιεργεί και να τον ενσωματώνει σε μορφές πολιτισμού, οι οποίες θα τον ανυψώσουν στο δικό του επίπεδο, σε αιώνια επιβίωση και σωτηρία. Είναι αλήθεια ότι διαπιστώνονται επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στη διαμόρφωση των ηθικών θεωριών περί φύσεως στη βυζαντινή φιλοσοφία και την πατερική γραμματεία. Ο Γαληνός, χαρακτηρίζει τους ιατρούς ως υπηρέτες της φύσης. Αυτό συνδέεται με τη βυζαντινή θεώρηση ότι ο άνθρωπος είναι επόπτης και επιστάτης της φύσης. Οι ιδέες επιπλέον πως η φύση διδάσκει στα έμβια όντα και ειδικά στον έλλογο άνθρωπο τις ενέργειες που συνιστούν τους μηχανισμούς επιβίωσής του και πως ο άνθρωπος οφείλει να χρησιμοποιεί τα πλεονεκτήματα και τις παροχές της φύσης κατάλληλα με συμβούλους του την εμπειρία και το λογικό του, αποτυπώνουν σχεδόν πανομοιότυπα το χαρακτήρα της επιστασίας, που υποτίθεται πως οδηγεί στη μελέτη και τη σπουδή της γνώσης των αρχών και των νόμων που διέπουν την κτιστή δημιουργία. Στον Τίμαιο, ο Πλάτων έδειξε πως είναι δυνατόν να έχει ο άνθρωπος μια ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση για το περιβάλλον, να αποδέχεται τη μεταφυσική αρχή του αγαθού, αλλά παράλληλα να πιστεύει και στην ενύπαρξη της ωραιότητας στη φύση και να ενδιαφέρεται για αυτήν. Το κατεξοχήν ηθικό πρόβλημα της οικολογικής κρίσης συνάπτεται με το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει ανατρέψει την ιεραρχία των δυνάμεων της ψυχής του και των συστοίχων προς αυτή αξιών, τρόπων και μορφών ζωής κι έχει ξεφύγει από το δρόμο που οδηγεί στην πραγματική ψυχική ευδαιμονία, που είναι να ζει σύμφωνα με την αρετή. Η προτεραιότητα του ηθικού βίου μέσα στην πολιτική κοινωνία πρέπει να είναι απόλυτη, για να υπάρξει δυνατότητα υπέρβασης της οικολογικής κρίσης. Η ιδέα αυτή συνάπτεται με την αντίστοιχη της βυζαντινής φιλοσοφίας, πως υπεύθυνη για την οικολογική κρίση είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Μια ακόμη διδασκαλία που έχει αφήσει το αποτύπωμά της στη χριστιανική θεολογία είναι η Παύλειος διδασκαλία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, ολόκληρη η κτίση, πνευματική και υλική, δημιουργήθηκε από το Λόγο του Θεού και έχει ως συγκεκριμένο σκοπό να μετάσχει στη δόξα Του: «Τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται». Όλα τα όντα συνδέονται αρμονικά μεταξύ τους, γιατί έχουν το λόγο της υπάρξεως και της παρουσίας τους στον προαιώνιο δημιουργικό Λόγο του Θεού. Από Αυτόν προέρχονται, προς Αυτόν κατευθύνονται και από Αυτόν λογοποιούνται τα πάντα. Η έννοια και ο σκοπός της δημιουργίας δεν μπορούν να προσδιορισθούν χωρίς τον Θεό Λόγο. Γι’ αυτό λογικός δεν είναι μόνο ο άνθρωπος αλλά και η υπόλοιπη δημιουργία του Θεού. Άλλωστε και η υπεροχή του ανθρώπου σε σχέση με τη συνήθως αποκαλούμενη «άλογη» κτίση δεν δικαιολογείται τόσο από τη λογικότητα της κατασκευής του ανθρώπου ούτε βέβαια από την κτιστή λογική του, όσο από την ιδιαίτερη σχέση του με τον άκτιστο Λόγο του Θεού, που υπάρχει ως αρχέτυπο του και τον Οποίο εικονίζει. Η σχέση του ανθρώπου με την υπόλοιπη κτίση πιστοποιείται από την ίδια τη φυσιολογία του. Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη διμερής, ταυτόχρονα βιολογική και πνευματική. Ο Θεός, σύμφωνα με την περιγραφή της Γενέσεως, έπλασε τον άνθρωπο παίρνοντας χώμα από τη γη και εμφυσώντας το πρόσωπό του μετέδωσε σ’ αυτόν το πνεύμα, για να γίνει έτσι ζωντανή, υλικοπνευματική ύπαρξη. Στην υλικότητα και χοϊκότητα του ανθρώπου αναφέρεται και ο απόστολος Παύλος. Βασικό δομικό υλικό του είναι το χώμα, δηλαδή τα φυσικά και βιολογικά του στοιχεία. Από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φυσικής δημιουργίας και βιολογική ύπαρξη, που ως προς τη δομή και τη λειτουργία της δεν διαφέρει πολύ από τις υπόλοιπες φυσικές υπάρξεις. Η υλικότητά του, παρότι διαθέτει ανώτερη μορφή και ποιότητα από την υλικότητα των φυτών και των ζώων, είναι βασικό και αναφαίρετο στοιχείο της υπάρξεως του, έτσι ώστε να μη νοείται ο άνθρωπος χωρίς τη φυσική και βιολογική του υπόσταση. Στον άνθρωπο βρίσκονται όλα τα επίπεδα της υπάρξεως από τις διάφορες μορφές του κτιστού κόσμου• γι’ αυτό και η φυσιολογία του έχει άμεση σχέση και ενδιαφέρει την ορθόδοξη κοσμολογία.Μετά από τη χριστιανική τοποθέτηση το οικολογικό πρόβλημα τίθεται υπο το πρίσμα της σύγχρονης οικολογικής φιλοσοφίας. Πρωταρχικός σκοπός της οικολογικής ηθικής πρέπει και μπορεί να είναι η επιβίωση και η άνθιση της ζωής στον πλανήτη μας. Θα ήταν άσκοπο, ατελέσφορο, όσο και επιζήμιο να επιφορτιστεί η οικολογική ηθική με καθήκοντα και υποχρεώσεις που ανήκουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στοχασμού. Εάν ο σκοπός είναι ο προαναφερθείς, το μόνο που απαιτείται είναι ο τρόπος επίτευξής του. Και ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τη διαμόρφωση μιας επαρκούς ηθικής δομής, ικανής να υποστηρίξει τη διάσωση ή τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Για να είναι επαρκής μια τέτοια δομή, πρέπει να είναι συμπαγής και να έχει ευρεία εφαρμογή. Τέλος αν ένα ηθικό σύστημα επιθυμεί να είναι συμπαγές και ευρύ-περιεκτικό, πρέπει να είναι επαγωγικό, σταθερό, καθοδηγητικό και σε καμία περίπτωση αντιφατικό. Επαγωγική η ηθική πρέπει να είναι όχι τόσο στην κατεύθυνση της στόχευσής της, όσο στη μεθοδολογία της. Το κάθε βήμα πρέπει ν’ ακολουθείται από το επόμενο κατά λογική αλληλουχία και όχι με άλματα αλλά με βηματισμό αργό από τα απλά προς τα πιο σύνθετα ζητήματα, ώστε ο βασικός στόχος και οι αρχές να μένουν πάντα ευκρινείς. Στην ουσία της ηθικής βρίσκεται η δυνατότητα και το καθήκον της καθοδήγησης. Αν επιθυμεί να επιτύχει κάτι τέτοιο η οικολογική Ηθική, είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει απόλυτη αξία στον περιβάλλοντα κόσμο και σε ότι τον αποτελεί, άψυχη ύλη, ασυνείδητη και ενσυνείδητη μη ανθρώπινη ζωή και τελικώς στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Κύρια θεματική κατηγορία

Αριθμός σελίδων

208

Ευρετήριο

Ναι

Αρ. σελίδων ευρετηρίου

5

Εικονογραφημένη

Όχι

Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών

84

Τελευταία τροποποίηση

πριν από 6 έτη

Άδεια χρήσης

Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 4.0 (CC-BY-NC)

Εξαγωγή Citation

Ο ιστοχώρος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει πιο πλούσια εμπειρία χρήσης. Εφόσον συνεχίσετε να τον χρησιμοποιείτε, αποδέχεστε και τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες: https://www.uoa.gr/to_panepistimio/prostasia_prosopikon_dedomenon/