Μελέτη της στοματικής και περιοδοντικής υγείας σε παιδιά και εφήβους με ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ΙΦΝΕ)

Διδακτορική Διατριβή uoadl:1506383 617 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τομέας Υγείας - Μητέρας - Παιδιού
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2016-12-14
Έτος εκπόνησης:
2017
Συγγραφέας:
Κουτσοχρήστου Βασιλική
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Ελευθερία Ρώμα-Γιαννίκου, Ομότιμη Καθηγήτρια Παιδιατρικής, ΕΚΠΑ
Σουλτάνα Σιαχανίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Παιδιατρικής ΕΚΠΑ
Αλεξάνδρα Τσάμη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οδοντιατρικής, ΕΚΠΑ
Βασιλική Συριοπούλου, Ομότιμη Καθηγήτρια Παιδιατρικής, ΕΚΠΑ
Ευδοξία Πεπελάση, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οδοντιατρικής, ΕΚΠΑ
Αικατερίνη Καββαδία, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οδοντιατρικής, ΕΚΠΑ
Ιωάννης Καρούσης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οδοντιατρική, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη της στοματικής και περιοδοντικής υγείας σε παιδιά και εφήβους με ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ΙΦΝΕ)
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη της στοματικής και περιοδοντικής υγείας σε παιδιά και εφήβους με ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (ΙΦΝΕ)
Περίληψη:
Εισαγωγή: Από τα ευρήματα προηγουμένων κλινικών μελετών αναδεικνύεται ο υψηλότερος επιπολασμός των οδοντικών τερηδόνων και της περιοδοντικής νόσου σε ενηλίκες ασθενείς με ιδιοπαθή φλεγμονώδη εντερική νόσο (ΙΦΝΕ), ενώ δεν υπάρχουν παρόμοια ερευνητικά δεδομένα για παιδιά και έφηβους με ΙΦΝΕ.
Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσης κλινικής μελέτης ήταν η αξιολόγηση της συχνότητας των οδοντικών τερηδόνων και της περιοδοντικής νόσου, ουλίτιδας ή περιοδοντίτιδας, καθώς και των αναγκών για περιοδοντική θεραπεία σε παιδιά και εφήβους με ΙΦΝΕ, όπως αυτά κατεγράφησαν μετά από μία ενδελεχή συνολικά οδοντιατρική εξέταση και η σύγκριση αυτών των ευρημάτων με εκείνα που υπήρχαν σε άτομα αντίστοιχης ηλικίας, φύλου και κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου με ελεύθερο ιατρικό ιστορικό, που ήταν ασθενείς της καθημερινής οδοντιατρικής πράξης σε ιδιωτικό ιατρείο.
Υλικό και μέθοδοι: Σε αυτή τη μελέτη ασθενών-μαρτύρων συμμετείχαν 55 παιδιά και έφηβοι με ΙΦΝΕ που ήταν σε στάδιο ύφεσης της νόσου (25 αγόρια και 30 κορίτσια), ηλικίας 4-18 ετών (μέση τιμή: 12,32±3,41), και ήταν εξωτερικοί ασθενείς του Γαστρεντερολογικού Τμήματος της Α΄ Παιδιατρικής Πανεπιστημιακής Κλινικής στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία». Η διάγνωση της νόσου Crohn ή της ελκώδους κολίτιδας έγινε σύμφωνα με τα Porto κριτήρια. Επίσης, συμμετείχαν και 55 συστηματικά υγιή παιδιά και έφηβοι (25 αγόρια και 30 κορίτσια), ηλικίας 4-18 ετών (μέση τιμή: 12,21±3,96), που αποτέλεσαν την ομάδα των μαρτύρων. Οι ασθενείς με ΙΦΝΕ και οι μάρτυρες συγκεντρώθηκαν με «ατομικό ταίριασμα» (individual matching), σε αναλογία 1:1 με κριτήρια την ηλικία, το φύλο και το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδό, ενώ προέρχονταν από την ίδια γεωγραφική περιοχή.
Ασθενείς με ΙΦΝΕ και μάρτυρες αποκλείσθηκαν από τη μελέτη όταν είχαν: συστηματική νόσο ή κατάσταση που επηρέαζε τους περιοδοντικούς ιστούς ή προκαλούσε διόγκωση των ούλων και προηγηθείσα ορθοδοντική ή περιοδοντική θεραπεία στο διάστημα του τελευταίου έτους καθώς και καπνιστικές συνήθειες, αν επρόκειτο για έφηβους.
Στα παιδιά και τους έφηβους με ΙΦΝΕ αρχικά έγινε λεπτομερής λήψη του ιατρικού ιστορικού τους και μελέτη των αποτελεσμάτων ενός τυποποιημένου εργαστηριακού ελέγχου, που προηγείται πάντοτε κάθε επανεξέτασης, της προηγηθείσας και της τρέχουσας φαρμακευτικής αγωγής και ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο πρότυπο λήψης προφορικά ενός ενδελεχούς ιατρικού ιστορικού με τη μορφή ερωτηματολογίου είτε από τον ίδιο τον ασθενή είτε από τον συνοδό αυτού. Ακολούθως, μετά από κλινική φυσική εξέταση του ασθενούς, προσδιορίσθηκε η δραστηριότητα της νόσου Crohn και της ελκώδους κολίτιδας με τους αντίστοιχους δείκτες, τους Pediatric Crohn’s Disease Activity (PCDAI) και Pediatric Ulcerative Colitis Activity Index (PUCAI). Αμέσως μετά από αυτή την αξιολόγηση, που έγινε από παιδογαστρεντερολόγο, ακολούθησε στον ίδιο χώρο η κλινική οδοντιατρική εξέταση. Στην ομάδα των μαρτύρων έγινε λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού χωρίς όμως να γίνει ιατρική εξέταση.
Ένα τυποποιημένο οδοντιατρικό ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκε από τους ασθενείς με ΙΦΝΕ και τους μάρτυρες, με σκοπό να συγκεντρωθούν τα δημογραφικά τους δεδομένα (ηλικία, φύλο και επάγγελμα του πατέρα) καθώς και ένα ιστορικό πιθανών στοματικών βλαβών που εμφανίστηκαν πριν την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της ΙΦΝΕ. Όλοι οι συμμετέχοντες, ασθενείς με ΙΦΝΕ και μάρτυρες, απάντησαν σε κλειστού τύπου ερωτήσεις με προεπιλεγμένες απαντήσεις σχετικά με τη συχνότητα (<2 φορές την εβδομάδα, μία φορά την ημέρα, δύο και πλέον φορές την ημέρα), τη μέθοδο (οριζόντια, κάθετη, κυκλική ή άλλη) και τη διάρκεια (<1 λεπτό, 1-2 λεπτά, >2 λεπτά) του βουρτσίσματος, τη συχνότητα και την αιτία επίσκεψης στον οδοντίατρο (επί υπάρχοντος οδοντιατρικού προβλήματος όπως επί πόνου, αποστήματος, κ.α. ή τακτές προληπτικές εξετάσεις (ανά 6μηνο ή ανά 12μηνο) και τέλος, το σύμπτωμα της περιοδοντικής νόσου σχετικά με την αιμορραγία των ούλων κατά το βούρτσισμα (ναι-όχι).
Έγινε ενδελεχής κλινική οδοντιατρική εξέταση, έτσι ώστε να προσδιορισθεί ο δείκτης τερηδόνας στα νεογιλά (dmf-t) και στα μόνιμα (DMF-T) δόντια, που αφορά την αναλυτική καταγραφή των τερηδονισμένων (decated-d ή Decated–D), απολεσθέντων (missing-m ή Missing-M) και εμφραχθέντων (filled-f ή Filled-F) δοντιών (teeth-t ή Teeth-T). Επίσης, καταγράφηκαν κατά σειρά ο απλουστευμένος ουλικός δείκτης (GI-S) για να αξιολογηθεί η φλεγμονή των ούλων, ο δείκτης ελέγχου και καταγραφής της οδοντικής πλάκας (PCR) για να αξιολογηθεί η καθαρότητα του στόματος και τέλος, ο δείκτης ανάγκης για περιοδοντική θεραπεία της κοινότητας (CPITN) για να αξιολογηθούν οι θεραπευτικές περιοδοντικές ανάγκες των ασθενών με ΙΦΝΕ και των μαρτύρων. Οι δείκτες αυτοί κατεγράφησαν σε όλα τα υπάρχοντα, νεογιλά ή μόνιμα, δόντια που είχαν πλήρως ανατείλει.

Όλες οι κλινικές εξετάσεις και μετρήσεις κατά τη διάρκεια αυτής της κλινικής μελέτης έγιναν από την ίδια εξετάστρια (ΒΚ), με τη χρήση ενός συμβατικού περιοδοντικού ανιχνευτήρα (PCP-11, Hu-Friedy, Chicago, IL, USA), η οποία πριν την έναρξη της παρούσης κλινικής μελέτης είχε τυποποιηθεί (Kappa scores > 0,80), προκειμένου έτσι να περιορισθεί η παρατηρητική μεταβλητότητα (intra-observer variation) και να εξασφαλισθεί η αξιοπιστία και η ακρίβεια των δεδομένων.
Για τη σύγκριση της κατανομής των κατηγορικών μεταβλητών, όπως είναι οι συνήθειες της στοματικής υγιεινής, η αιμορραγία των ούλων κατά το βούρτσισμα, η συχνότητα και η αιτία επίσκεψης στον οδοντίατρο καθώς και ο δείκτης ανάγκης για περιοδοντική θεραπεία της κοινότητας (CPITN), μεταξύ ασθενών ΙΦΝΕ και μαρτύρων χρησιμοποιήθηκε η δοκιμασία Χ2 σε συνδυασμό με διόρθωση Yates ή εναλλακτικά του Fischer’s exact test, όταν υπήρχαν αντίστοιχα μικρά νούμερα. Επίσης, εφαρμόσθηκε η παραμετρική δοκιμασία Student’s t-test για τη σύγκριση των μέσων τιμών του απλουστευμένου ουλικού δείκτη (GI-S) και του δείκτη ελέγχου και καταγραφής οδοντικής πλάκας (PCR), ενώ χρησιμοποιήθηκε το κριτήριο Ζ για τη σύγκριση του αριθμού των δοντιών συνολικά ή χωριστά για τα νεογιλά και μόνιμα δόντια ή των εκατοστιαίων αναλογιών των κωδικών του CPITN. Η ανάλυση μεταβλητότητας εφαρμόσθηκε προκειμένου έτσι να αξιολογηθεί η συσχέτιση μεταξύ ατομικών συνηθειών στοματικής υγιεινής, της αιμορραγίας των ούλων κατά το βούρτσισμα καθώς και της συχνότητας και αιτίας επίσκεψης στον οδοντίατρο (ως ανεξάρτητες μεταβλητές), του απλουστευμένου ουλικού δείκτη και του δείκτη ανάγκης περιοδοντικής θεραπείας της κοινότητας, χωριστά για τις ασθενείς με ΙΦΝΕ και τις μάρτυρες.
Η στατιστική ανάλυση έγινε με το στατιστικό πακέτο STATA 9.0 και για όλες τις συγκρίσεις των αποτελεσμάτων η στατιστική σημαντικότητα προσδιορίσθηκε με όριο πιθανότητας λάθους 1% (p≤0,01).
Αποτελέσματα: Στο ιστορικό των ασθενών με ΙΦΝΕ, αναφέρεται σε ποσοστό 23,63% η παρουσία διαφόρων στοματικών βλαβών, που ήταν κυρίως άφθες (8 ασθενείς) ή άφθες σε συνδυασμό με στοματίτιδα ή μη ειδική σκληρία των χειλέων και του βλεννογόνου (5 ασθενείς).
Ο δείκτης τερηδόνας των ασθενών με ΙΦΝΕ ήταν υψηλότερος κατά 3,2 φορές στα νεογιλά δόντια (dmf-t=2,95) και κατά 2,8 φορές στα μόνιμα δόντια (DMF-T=5,81) του αντιστοίχου των μαρτύρων.
Ο απλουστευμένος ουλικός δείκτης των ασθενών με ΙΦΝΕ (GI-S=40,24%) ήταν μεγαλύτερος του αντίστοιχου των μαρτύρων (GI-S=24,95%) και η διαφορά αυτή ήταν στατιστικά λίαν σημαντική (p<0,001), παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε αντίστοιχα σημαντική διαφορά στο δείκτη ελέγχου και καταγραφής πλάκας μεταξύ ασθενών με ΙΦΝΕ (PCR=42,29%) και μαρτύρων (PCR=41,96%). Στους ασθενείς με νόσο Crohn διαπιστώθηκε μεγαλύτερη μέση τιμή στον απλουστευμένο ουλικό δείκτη (GI-S=40,%) από εκείνη των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα (GI-S=39,09%), η διαφορά όμως αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική.
Η σύγχρονη λήψη ανοσοκατασταλτικής αγωγής οδήγησε σε μεγαλύτερη μέση τιμή του ουλικού δείκτη (GI-S=47,23%), η οποία όμως συνδυάζεται και με μεγαλύτερη μέση τιμή του δείκτη ελέγχου και καταγραφής της οδοντικής πλάκας (PCR=49,36%) και οι διαφορές αυτές συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες μέσες τιμές των ασθενών που δεν ελάμβαναν παρόμοια αγωγή ήταν στατιστικά σημαντικές (p<0,001).
Η αιμορραγία των ούλων κατά το βούρτσισμα, ως σύμπτωμα της περιοδοντικής νόσου αναφέρεται συχνότερα από τους ασθενείς με ΙΦΝΕ (54,55%) συγκριτικά με τους μάρτυρες (29,09%) και κυρίως από τους ασθενείς που ελάμβαναν συγχρόνως ανοσοκατασταλτική αγωγή (38,18%).
Από τους ασθενείς με ΙΦΝΕ 54,55% είχαν ουλίτιδα (κωδικός 2 του δείκτη CPITN), 36,36% είχαν μόνο αιμορραγία κατά την ανίχνευση των ούλων (κωδικός 1 του δείκτη CPITN), 9,09% είχαν τουλάχιστον μια περιοχή με θύλακο και βάθος ανίχνευσης 4 χιλ. και 5 χιλ. (κωδικός 3 του δείκτη CPITN), ενώ δεν υπήρξε ασθενής με απόλυτα υγιές περιοδόντιο (κωδικός 0 του δείκτη CPITN). Η ανάγκη για περιοδοντική θεραπεία ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στους ασθενείς με ΙΦΝΕ που ελάμβαναν ανοσοκατασταλτική αγωγή και αφορούσε κυρίως την ανάγκη για θεραπεία ουλίτιδας απλά (34,54%) ή σε συνδυασμό με ριζική απόξεση (9,09%).
Ο μεγαλύτερος ουλικός δείκτης των ασθενών με ΙΦΝΕ (GI-S) ήταν στατιστικά σημαντικά θετικά συσχετιζόμενος με τη μέση τιμή του δείκτη ελέγχου και καταγραφής οδοντικής πλάκας (PCR), της αιμορραγίας των ούλων κατά το βούρτσισμα και του τρόπου βουρτσίσματος, ενώ ήταν αρνητικά συσχετιζόμενος με τη διάρκεια και τη συχνότητα βουρτσίσματος καθώς και με τη συχνότητα και την αιτία επίσκεψης στον οδοντίατρο.
Η αυξημένη ανάγκη για περιοδοντική θεραπεία στους ασθενείς με ΙΦΝΕ ήταν στατιστικά σημαντικά θετικά συσχετιζόμενη με τη μέση τιμή του ουλικού δείκτη (GI-S) και του δείκτη ελέγχου και καταγραφής οδοντικής πλάκας (PCR) καθώς και με τη λαμβανόμενη ή όχι ανοσοκατασταλτική αγωγή, την αιμορραγία των ούλων κατά το βούρτσισμα και τον τρόπο βουρτσίσματος, ενώ ήταν αρνητικά συσχετιζόμενος με τη χρονική διάρκεια βουρτσίσματος.
Συμπέρασμα: Τα παιδιά και οι έφηβοι με ΙΦΝΕ είχαν επιβαρυμένη στοματική υγεία σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες και συνεπώς, χρήζουν ιδιαίτερης οδοντιατρικής φροντίδας τόσο για την αντιμετώπιση όσο και προληπτικά για τη διατήρηση της στοματικής τους υγείας.
Λέξεις-κλειδιά:
Ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος εντέρου, Παιδιά, 'Εφηβοι, Οδοντικές τερηδόνες, Ουλική φλεγμονή, Ανάγκες περιοδοντικής θεραπείας
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
381
Αριθμός σελίδων:
203
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.

Koutsochristou Vasiliki MSc.pdf
2 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.