«Από την Αιδώ των σπηλαίων στα σύγχρονα φιλελεύθερα συντάγματα»

Διπλωματική Εργασία uoadl:2183549 741 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Πολιτική Επιστήμη
Βιβλιοθήκη Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης - Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης - Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών - Κοινωνιολογίας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2017-11-10
Έτος εκπόνησης:
2017
Συγγραφέας:
Σωτηρόπουλος Χρήστος
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Περικλής Βαλλιάνος, Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκηση, ΕΚΠΑ.
Γρηγόρης Μολύβας, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ.
Σπύρος Ράγκος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών.
Πρωτότυπος Τίτλος:
«Από την Αιδώ των σπηλαίων στα σύγχρονα φιλελεύθερα συντάγματα»
Γλώσσες εργασίας:
Αγγλικά
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
«Από την Αιδώ των σπηλαίων στα σύγχρονα φιλελεύθερα συντάγματα».
Περίληψη:
Η σύγκρουση του πολιτικού και του ηθικού αποτελεί βασικό γνώρισμα της πολιτικής τέχνης, ένα γνώρισμα που ως τέτοιο δεν επιτρέπει συχνά στον πολίτη αλλά και την πόλη να φτάσουν στην ολοκλήρωσή τους, σε εκείνη την τέλεια μορφή, που θα επιφέρει την «ευδαιμονία». Η πολιτική σκέψη αντιμετωπίζει σε ύψιστο βαθμό τέτοιου τύπου προβληματισμούς. Και όσο σύγχρονη κι αν φαίνεται η περίπτωση αυτή, τόσο διαχρονική είναι η σημασία της. Για τον λόγο αυτόν γίνεται σαφής η αναγκαιότητα ύπαρξης πολιτεύματος με νόμους, κανόνες και θεσμούς παράλληλους αλλά και προερχόμενους από τη λαϊκή θέληση, δηλαδή δημοκρατικούς. Το δίκαιο στη σημερινή κοινωνία επιτυγχάνει αυτή τη λειτουργία του με κανόνες, οι οποίοι ανάλογα με τον τρόπο που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά διαχωρίζονται σε οργανωτικούς, που μπορούν να θεωρηθούν πιο πολύ ως καθοριστικοί της κοινωνικής πραγματικότητας και όχι τόσο ως ρυθμιστικοί της ανθρώπινης συμπεριφορά, επιτακτικούς και απαγορευτικούς. Οι κανόνες αυτοί πολλές φορές όμως παραβιάζονται παρά τη βεβαιότητα ότι εξυπηρετούν την κοινωνική συμβίωση κάνοντας πιο ομαλές τις ανθρώπινες σχέσεις των πολιτών. Επομένως, μιλάμε για μια σύγκρουση δυνάμεων, και πιο συγκεκριμένα, για σύγκρουση ισχύος σε δύο πεδία, την ηθική και την πολιτική, τα οποία όμως δεν πρέπει να εξεταστούν αποκομμένα μεταξύ τους. Κοινό τους στοιχείο είναι ο άνθρωπος, είτε νοείται ως άτομο είτε ως πολίτης, αλλά και η ευδαιμονία, είτε ως ευδαιμονία του ατόμου είτε ως ευδαιμονία της πόλεως.
Με στόχο την κατάκτηση της πολιτικής αρετής ο άνθρωπος κινείατι ως εξής: αφενός γνωρίζει ο,τι οφείλει να πράξει, αφετέρου στη γνώση ενυπάρχει η πίστη ότι δύναται να πραγματώσει το χρέος. Οι γενικοί κανόνες συμπεριφοράς συνιστούν αντίσταση στην πίεση που επιφέρουν οι αντικειμενικοί όροι της ζωής, και παράλληλα, κάνουν εφικτή τη συμβίωση. Έτσι, οι άνθρωποι χάρη στη συνεχή προσπάθεια καταφέρνουν να εκπληρώσουν τον ηθικό προορισμό, ο οποίος αποτελεί παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Η ηθική συμπεριφορά αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα. Κάτω από αυτό πλαίσιο, το δίκαιο ρυθμίζει την κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων, δηλαδή το σύνολο των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους, τόσο διαπροσωπικής όσο και περιουσιακής φύσεως. Σε κάθε σύγχρονη κοινωνία, λοιπόν, οι σχέσεις των ανθρώπων καθορίζονται και ρυθμίζονται τόσο από τους γραπτούς κανόνες, που η πολιτεία θεσπίζει για την αντικειμενική αντιμετώπιση κάθε πράξης που παραβαίνει τους γραπτούς νόμους, όσο και από τους άγραφους, που οι ίδιοι άνθρωποι αποδέχονται συνολικά και τους εφαρμόζουν στη ζωή τους. Το δίκαιο εμφανίζεται ως συνάρτηση της κυρίαρχης σε κάθε συγκεκριμένη κοινωνία και σε κάθε περίοδο ανθρωπολογίας, δηλαδή της κοινής αντίληψης για το τι είναι ο άνθρωπος, ποια η ιδιαιτερότητα και το νόημα της ύπαρξής του, ποιος ο στόχος της καθημερινής του πράξης. Αυτόν τον κοινωνικό ρεαλισμό εκφράζει καταρχήν και η διαφοροποίηση των συστημάτων δικαίου. Άλλη αντίληψη ή σύστημα δικαίου προκύπτει από τις κοινωνικές παραδοχές του Αριστοτέλη, άλλο από αυτές του Ρουσσώ, του Χομπς και του Λοκ.
Ο νόμος είναι ανθρώπινη επινόηση, που διευκολύνει την κοινωνική συμβίωση και ο άνθρωπος νομοθετεί έχοντας πλήρη συναίσθηση αυτής του της εξέλιξης. Οι νόμοι δε διαχωρίζονται σε θεϊκούς και ανθρώπινους, αλλά η πειθαρχία σε αυτούς δεν είναι άσχετη με την συμμόρφωση στη θεία βούληση (Αντ. 368-75). Άλλωστε οι θρησκευτικές πρακτικές είναι απόλυτα συνυφασμένες και ενσωματωμενες στην πολιτική ζωή . Η πόλη είναι εκείνη που θεσμοθετεί τις τελετουργίες και οριοθετεί τη θρησκευτική δραστηριότητα. Για τον λόγο αυτόν η Αντιγόνη του Σοφοκλή, πριν από κάθε πολιτική πράξη, επικαλείται τους προστάτες θεούς με μία θεσμική εθιμοτυπία δεήσεων, προσευχών και θυσιών, προκειμένου να διασφαλίσει την εύνοια και την έγκρισή τους. Η «Αντιγόνη» ως χαρακτηριστική ταραγωδία αντιπαράθεσης ηθικού και πολιτικού στοιχείου και κατ’ επέκταση της σύγκρουσης των θεϊκών και των ανθρώπινων νόμων, αντίστοιχα επιδεικνύει και παράλληλα τονίζει με έμφαση την πιθανή σύγκρουση ανάμεσα στα δύο αυτά είδη του νόμου. Από τη μοιραία σύγκρουση Αντιγόνης και Κρέοντα φαίνεται πως, όταν οι ανθρώπινοι νόμοι δεν συμμορφώνονται με τους νόμους των θεών, επέρχεται η καταστροφή δημιουργώντας αναρχία αντί για την κατακτηση της πολιτικής αρετης μέσα από την ομαλή κοινωνικής συνύπαρξη των ανθρώπων στις πόλεις με νόμους και θεσμούς.
Το εγχείρημα, όμως, του ανθρώπου να συγκροτήσει πόλεις γινόταν τυχαία, χωρίς δηλαδή να πληρούνται εκείνες οι προϋποθέσεις, ύπαρξη κανόνων δικαίου, που θα διασφάλιζαν την επιβίωσή τους, προέκυπταν πρόσθετοι κίνδυνοι αφανισμού των ανθρώπων. Λόγω δηλαδή της έλλειψης πολιτικής οργάνωσης, οι άνθρωποι αφενός άρχισαν να αδικούν ο ένας τον άλλον και να αλληλοσκοτώνονται, με αποτέλεσμα να βρεθούν και πάλι στην ίδια χαοτική κατάσταση, αφετέρου να βρίσκονται πάλι αντιμέτωποι με το θανάσιμο κίνδυνο των άγριων θηρίων. Ο αφανισμός του ανθρωπίνου γένους από τα θηρία οδηγεί στην θεϊκή παρέμβαση του Δία, ο οποίος δίνει εντολή στον Ερμή να χορηγήσει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους την «αἰδὼ» και τη «δίκη», τα συστατικά στοιχεία της πολιτικής αρετής, ώστε να είναι εφικτός ο συλλογικός βίος. Η έννοια της «αἰδοῦς» αποτελεί για τους αρχαίους μια έννοια σύνθετη, που περιλαμβάνει τη σεμνότητα και τον σεβασμό προς τους άλλους. Δεν μπορεί να αποδοθεί στα νέα ελληνικά με μία μόνο λέξη: είναι η ηθική, η ηθική συνείδηση, ο σεβασμός στους άγραφους νόμους, το φιλότιμο, ο αυτοσεβασμός, ο αυτοέλεγχος, η σωφροσύνη, η κοσμιότητα, η σεμνότητα. Γενικά εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής, την οποία νιώθει ο άνθρωπος για κάθε πράξη του που αντιβαίνει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Αυτή η ντροπή πλησιάζει περισσότερο προς την έννοια του σεβασμού και της σεμνότητας και δεν έχει σχέση με τις ενοχές και τις τύψεις. Το υψηλότερο, εξάλλου, αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο δεν είναι η απαλλαγή από συναισθήματα ενοχής, που δε φαίνεται καν να τα γνωρίζει, αλλά η απόλαυση της τιμής, του επαίνου και της δημόσιας εκτίμησης, την «αἰδώ». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αιδώς αποτελεί θεμελιώδη αρχή συμπεριφοράς στα δύο ομηρικά έπη αλλά και στα υπόλοιπα κλασικά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Γι᾽ αυτό και μερικοί μελετητές των επών υποστηρίζουν ότι η κοινωνία που περιγράφεται στον Όμηρο διαθέτει κατεξοχήν τα χαρακτηριστικά του «πολιτισμού της ντροπής».
Η ηθική συνείδηση αναπτύσσεται από την ανάγκη να ανταποκριθεί ο άνθρωπος στις απαιτήσεις μιας κοινωνίας με προηγμένο πολιτισμό. Κάθε πολιτιστικά προηγμένη κοινωνία θεμελιώνεται πάνω στις αξίες της αιδούς και της δίκης. Οι αξίες αυτές είναι καθολικές και για τις πολιτιστικά προηγμένες κοινωνίες διαδραματίζοντας καίριο ρόλο στην εξέλιξη του πολιτισμού, ο οποίος τις εκφράζει και τις κατευθύνει. Η έλλειψη, όμως, της αιδούς οδηγεί κάποιο πρόσωπο στην ύβρη που, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, προσβάλλει την τιμή των άλλων. Για τον λόγο αυτόν η αιδώς αποτελούσε έναν εσωτερικό μηχανισμός, που συγκρατούσε τον άνθρωπο και τον ήρωα με τους κατά καιρούς δαιμόνες του, ώστε να μην κάνει το κακό, προκαλώντας του συναισθήματα φόβου και ντροπής μπροστά στην προοπτική να κάνει κάτι σε βάρος των άλλων. Το άτομο, ετσι, συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και τον σεβασμό για τους συνανθρώπους του. Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή ενόχλησης του άλλου χωρίς να καταπατήσει παράλληλα τα ανθρώπινα δικαιωματα.
Τα δικαιώματα ως ηθικές αξίες και ιδιαίτερα τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου αποτελούν επίκεντρο μεγάλου μέρους της σύγχρονης ηθικής φιλοσοφίας, της φιλοσοφίας του δικαίου, της πολιτικής φιλοσοφίας, της ιστορίας των ιδεών και της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Το φάσμα των προβλημάτων που αγκαλιάζει η σύγχρονη προβληματική των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι πολύ ευρύ και, με δεδομένη τη φιλοσοφική πολυφωνία, η διαφωνία είναι αναπόφευκτη. Τα εννοιολογικά και τα επιστημολογικά προβλήματα ιδιαίτερα είναι πολύ δυσχερή. Τα δικαιώματα θεωρούνται άλλοτε αρνητικές και άλλοτε θετικές έννοιες. Ταυτίζονται με ενέργειες, με αγαθά ή προνόμια. Άλλοτε, εκλαμβάνονται ως αφηρημένες δομές και άλλοτε ως πολιτικές και ηθικές οντότητες, καθολικά και απόλυτα στοιχεία σ’ ένα πλέγμα δικαιοσύνης, ηθικές αξιώσεις, που υπαγορεύονται από ανάγκες, συμφέροντα και ιδεώδη, ως διαδικασίες διεκδίκησης, επιταγές για την ανάληψη ευθύνης σε ένα πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων, και οπωσδήποτε ως φραγμοί απέναντι στην κρατική εξουσία. Πιο σοβαρά είναι τα επιστημολογικά προβλήματα κι αυτό γίνεται φανερό στα προοίμια όχι μόνο των κλασικών Διακηρύξεων των φυσικών δικαιωμάτων αλλά και στο προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώ¬που.
Ενώ το κράτος αποτελεί «το αναγκαίο πλαίσιο του δικαιώματος», αποτελεί επίσης «σπουδαία πηγή διακινδύνευσης των αγαθών που αυτά προστατεύουν». Το κράτος, ως έννοια είναι ταγμένο στην υπηρεσία των ανθρώπων, οι οποίοι είτε ως άτομα, είτε ως μέλη μιας κοινότητας είναι κατά πολύ ασθενέστεροι από αυτό. Το κράτος ως πραγματικότητα ελέγχεται από συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές ομάδες, οι οποίες μπορούν να στρέψουν την εξουσία ενάντια στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου, και να τη χρησιμοποιήσουν ακόμα και για την κατάλυση της αξιοπρέπειάς του. Το δικαίωμα, λοιπόν, είναι δικαίωμα έναντι της εξουσίας, κυρίως της κρατικής εξουσίας. Η λογική που εισάγει η έννοια των (ατομικών) δικαιωμάτων υποβάλλει μια νέα κατανόηση της πολιτικής, κατά την οποία «η αντιπαλότητα πολίτη και κράτους, ατόμου και κοινωνίας» ορίζεται «ως το καθολικής ισχύος νόημα της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού». Από τη στιγμή που το δικαίωμα αποτελεί εξουσία-απαίτηση έναντι του κράτους, το δε κράτος ασκεί εξ ορισμού εξουσία επί του φέροντος το δικαίωμα πολίτη, είναι αναπόφευκτη η σύγκρουση μεταξύ τους, εκτός εάν η εξουσία του κράτους αποτελεί τη συνισταμένη της εξουσίας των πολιτών. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα, που γεννήθηκαν από αστικές επαναστάσεις και τη λογική του φιλελευθερισμού, μπορούν να μεταμορφωθούν σε δικαιώματα αυτών που πραγματικά αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους με την αντίστοιχη αξιοπρέπεια.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Κοινωνικές, Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες
Λέξεις-κλειδιά:
Δικαιοσύνη, γραπτοί και άγραφοι νόμοι, Σύνταγμα, αιδώς, πόλις-κράτος, αρχαία τραγωδία, ελευθερία.
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
190
Αριθμός σελίδων:
166
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ.pdf (2 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο