Τα έγγραφα στην πολιτική δίκη

Διπλωματική Εργασία uoadl:2687432 768 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Πολιτική Δικονομία
Βιβλιοθήκη Νομικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2018-03-08
Έτος εκπόνησης:
2018
Συγγραφέας:
Τσουράκη Βασιλική
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Δημήτριος Τσικρικάς, Αναπληρωτής Καθηγητής, Νομική Σχολή, Τμήμα Νομικής, ΕΚΠΑ.
Πρωτότυπος Τίτλος:
Τα έγγραφα στην πολιτική δίκη
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Τα έγγραφα στην πολιτική δίκη
Περίληψη:
Το δίκαιο της απόδειξης έχει διαχρονικά ως σκοπό την ανεύρεση της αλήθειας. Στην πολιτική δίκη ο δικαστής ερευνά την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών που επικαλούνται οι διάδικοι μέσω του μηχανισμού της δικονομικής αποδείξεως, που συνιστά το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τον τρόπο, τα μέσα, τη μορφή και την εν γένει διαδικασία με βάση την οποία συντελείται η ανασύσταση των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, ώστε να διαμορφώσει γνώμη ως προς αυτά ο επιλαμβανόμενος της υπόθεσης δικαστής.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σ’ έναν μεγάλο αριθμό υποθέσεων που άγονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, η αντιδικία επικεντρώνεται περισσότερο στα ζητήματα αποδείξεως της αλήθειας ή αναλήθειας των επικαλούμενων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών παρά σε δυσεπίλυτα νομικά ζητήματα. Για το λόγο αυτό, η αποδεικτική διαδικασία θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα τμήματα της διαγνωστικής δίκης και παράλληλα ένα από τα δυσκολότερα έργα του δικαστηρίου.
Το άρθρο 339 του ΚΠολΔ απαριθμεί περιοριστικά τα μέσα που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στην πολιτική δίκη προς απόδειξη των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων (άρθρο 335 ΚΠολΔ) και τα οποία ειδικότερα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις. Τα έγγραφα αποτελούν επώνυμο και τυπικό αποδεικτικό μέσο των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων και ρυθμίζονται ως προς τις προϋποθέσεις του κύρους τους και την αποδεικτική τους δύναμη αναλυτικά στα άρθρα 432 έως 465 του ΚΠολΔ.
Δέον να τονισθεί ότι στη σύγχρονη εποχή η ραγδαία εξέλιξη των συμβατικών σχέσεων και η πολυπλοκότητα των όρων των συναλλαγών έχουν εν τοις πράγμασι σε σημαντικό βαθμό περιορίσει τη βασική αρχή του αστικού δικαίου, την αρχή του ατύπου των δικαιοπραξιών, όπως αυτή υπαγορεύεται από το άρθρο 158 του ΑΚ. Ιστορικά, οι φιλελεύθερες κωδικοποιήσεις του 19ου αιώνα, με τις οποίες έγινε απόπειρα απαγκίστρωσης των συναλλακτικών σχέσεων από την αυστηρή τυπικότητα που προβλεπόταν στο ρωμαϊκό δίκαιο, έχουν δώσει σήμερα τη θέση τους σ’ ένα ενδιάμεσο μοντέλο απόδειξης που θέτει το έγγραφο ως θεμέλιο λίθο της αποδεικτικής διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη τύπου ευνοούσε τον κίνδυνο κατάρτισης βεβιασμένων συμβάσεων με αβέβαιο περιεχόμενο, ενώ καθιστούσε δυσχερή τη δυνατότητα απόδειξης των συμπεφωνημένων. Κατά συνέπεια, η ασφάλεια που παρέχει η τήρηση του εγγράφου στις συναλλαγές, καθώς και η εδραίωση της πίστης των συμβαλλομένων ότι οι αξιώσεις τους θα μπορέσουν να αποδειχθούν ενώπιον των δικαστηρίων οδήγησε στην αναβίωση της τυπικότητας στις σύγχρονες δικαιικές σχέσεις με τη μορφή του έγγραφου τύπου.
Τα έγγραφα παρέχουν, ενείδει prima facie απόδειξης, το πλέον αξιόπιστο και ως εκ τούτου το πιο σημαντικό αποδεικτικό μέσο των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Και τούτο διότι τα έγγραφα θεωρούνται διαχρονικά φύσει και θέσει ότι παρέχουν την πλέον ασφαλή απόδοση των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της διαγνωστικής δίκης. Φύσει διότι η αμετάβλητη γραπτή αποτύπωση των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών ή των εν γένει νομικών γεγονότων εξασφαλίζει στο διηνεκές την πληρέστερη από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο ακρίβεια του περιεχομένου τους. Θέσει λόγω της υπερέχουσας αποδεικτικής μεταχείρισης που επιφυλάσσει στο αποδεικτικό μέσο των εγγράφων ο νόμος.
Ως εκ τούτου, ο δικονομικός νομοθέτης, προς σκοπό έστω και έμμεσου εξαναγκασμού των συμβαλλομένων να συντάσσουν έγγραφα, θέτει όρια και περιορισμούς στη χρήση του επισφαλούς αποδεικτικού μέσου των μαρτύρων και συνακόλουθα αυτού των δικαστικών τεκμηρίων, ιδίως στην απόδειξη συμβάσεων και συλλογικών πράξεων (άρθρα 393 και 395 ΚΠολΔ). Πρόκειται για δικονομικές διατάξεις με οιονεί ουσιαστικό περιεχόμενο, που στην περίπτωση μη τήρησης του έγγραφου τύπου επιβάλλουν ως κύρωση τη δυσχέρεια απόδειξης των συμπεφωνημένων.
Εντούτοις, η εξελικτική πορεία του εγγράφου αποδυνάμωσε προοδευτικά τον εξέχοντα ρόλο της γραφής ως αναγκαίου όρου της έννοιας του εγγράφου, γεγονός που οδήγησε και στη μεταστροφή της αντίληψης της νομολογίας περί της φύσεως του εγγράφου. Η κάθε είδους μηχανική απεικόνιση αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη ότι η παραδοσιακή έννοια του εγγράφου έχει χάσει βαθμιαία το ρόλο της.
Για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της σύγχρονης τεχνολογίας, το δίκαιο της απόδειξης οφείλει να προσαρµόζεται στις ραγδαίες εξελίξεις της επιστήμης και στα μέσα επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στις σύγχρονες συναλλαγές. Κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης οφείλει να μεριμνά για την ενίσχυση της συναλλαγής μέσω ηλεκτρονικών και τεχνολογικών μέσων με τη νομοθετική διεύρυνση της έννοιας του εγγράφου. Ακολούθως, η νομολογία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα σύγχρονα επιστημονικά επιτεύγματα, προκειμένου να ερμηνεύονται οι σχετικές διατάξεις κατά τρόπο φιλικό προς τις εξελίξεις της τεχνολογίας, χαράσσοντας όμως τα όρια ανάμεσα στη μεθοδολογικά επιτρεπτή ερμηνευτική παρέμβαση και την επιβεβλημένη νομοθετική επέμβαση.
Το έργο του δικαστή καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο, καθώς έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με νέες μορφές εγγράφων που προσάγονται ενώπιόν του ως αποδεικτικά μέσα της δίκης. Η ισορροπία μεταξύ της παροχής δικαστικής προστασίας χωρίς άγονη τυπολατρία βάσει των νέων μέσων της τεχνολογίας και της ασφάλειας των συναλλαγών, που απαιτεί την εφαρμογή του γράμματος του νόμου, είναι ιδιαιτέρως λεπτή. Ως προς τα νέα επιτεύγματα της επιστήμης, που θα προκύψουν στο μέλλον, θα εναπόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου η υποχρέωση να κρίνει κατά πόσον αυτά θα υπάγονται ή όχι στο εννοιολογικό εύρος των ισχυουσών διατάξεων για τα έγγραφα.
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η διεξοδική παρουσίαση του διαδικαστικού πλαισίου του αποδεικτικού μέσου των εγγράφων κατά τον ΚΠολΔ, καθώς και η καταγραφή των δικονομικών ζητημάτων που έχουν απασχολήσει την επιστήμη και τη νομολογία τόσο στο πλαίσιο των παραδοσιακών εγγράφων όσο και στο πλαίσιο των σύγχρονων μορφών ηλεκτρονικής συναλλαγής.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Δίκαιο – Νομοθεσία
Λέξεις-κλειδιά:
έγγραφα, δίκαιο απόδειξης, αποδεικτικό μέσο, πολιτική δικονομία, έννοια εγγράφου, διακρίσεις εγγράφων, προϋποθέσεις κύρους εγγράφων, άτυπα και ατελή έγγραφα, δικαστικά τεκμήρια, μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αποδεικτική δύναμη εγγράφων, απόδειξη με τεχνικά και ηλεκτρονικά μέσα, μηχανικές απεικονίσεις, ηλεκτρονικά έγγραφα, γνησιότητα εγγράφων, πλαστότητα εγγράφων, το έγγραφο ως λόγος αναψηλάφησης
Ευρετήριο:
Ναι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
3
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
124
Αριθμός σελίδων:
148
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.

vtsouraki-dissertation.pdf
1 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.