Μελέτη των προβλημάτων ψυχικής υγείας σε παιδιά και εφήβους με εντεροπάθεια λόγω υπερευαισθησίας στη γλουτένη-συσχέτιση με βιοχημικούς και ενδοκρινολογικούς δείκτες.

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2778473 254 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τομέας Υγείας - Μητέρας - Παιδιού
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2018-07-13
Έτος εκπόνησης:
2018
Συγγραφέας:
Μαργώνη Δάφνη
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Χριστίνα Κανακά-Gantenbein, Καθηγήτρια, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Γεώργιος Χρούσος. Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Παναγιώτα Περβανίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Μαρία Τσολιά, Καθηγήτρια, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Σουλτάνα Σιαχανίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική, ΕΚΠΑ
Γεώργιος Μπάμιας, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη των προβλημάτων ψυχικής υγείας σε παιδιά και εφήβους με εντεροπάθεια λόγω υπερευαισθησίας στη γλουτένη-συσχέτιση με βιοχημικούς και ενδοκρινολογικούς δείκτες.
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη των προβλημάτων ψυχικής υγείας σε παιδιά και εφήβους με εντεροπάθεια λόγω υπερευαισθησίας στη γλουτένη-συσχέτιση με βιοχημικούς και ενδοκρινολογικούς δείκτες.
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η κοιλιοκάκη είναι ένα συχνό νόσημα στον πληθυσμό, με ποικίλες κλινικές εκδηλώσεις. Έχει συνδεθεί με πολλές νευροψυχιατρικές διαταραχές, στην παθογένεια των οποίων έχουν ενοχοποιηθεί διάφοροι μηχανισμοί. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εκτιμηθούν η συχνότητα των προβλημάτων ψυχικής υγείας και το προφίλ του stress σε παιδιά κι εφήβους με κοιλιοκάκη στην Ελλάδα και να διερευνηθεί ο πιθανός ρόλος του άξονα εντέρου-εγκεφάλου στην παθογένεια των νευρολογικών και ψυχιατρικών επιπλοκών της κοιλιοκάκης.
Μέθοδοι: Στη μελέτη συμμετείχαν 50 ασθενείς με κοιλιοκάκη κατά τη στιγμή της διάγνωσης τους, πριν από την έναρξη δίαιτας ελεύθερης γλουτένης (ομάδα Α, μέση ηλικία 8.6±3.7 έτη, 32 θήλεα), 39 ασθενείς με κοιλιοκάκη υπό δίαιτα για τουλάχιστον 12 μήνες (ομάδα Β, μέση ηλικία 10.4±3.4 έτη, 28 θήλεα) και 77 υγιείς μάρτυρες (ομάδα Γ, μέση ηλικία 8.25±2.19 έτη, 40 θήλεα). Στους συμμετέχοντες μετρήθηκαν τα επίπεδα του BDNF στον ορό και τα επίπεδα της κορτιζόλης στον ορό και το σίελο. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες και οι γονείς τους, συμπλήρωσαν ειδικά ερωτηματολόγια εκτίμησης της ψυχικής υγείας αυτών. Συγκεκριμένα, συμπληρώθηκε το SCL-90-R για την εκτίμηση της ψυχοπαθολογίας των γονέων και τα CDI και CBCL για την εκτίμηση των συμπτωμάτων κατάθλιψης και ψυχικής υγείας των παιδιών, αντίστοιχα. Επιπλέον, οι γονείς των ασθενών υπό δίαιτα συμπλήρωσαν ειδικό ερωτηματολόγιο συμμόρφωσης των παιδιών τους στη δίαιτα ελεύθερη γλουτένης. Είκοσι από τους ασθενείς της ομάδας Α μελετήθηκαν προοπτικά τουλάχιστον 12 μήνες μετά από την έναρξη δίαιτας ελεύθερης γλουτένης, με συλλογή εκ νέου σιέλου και με συμπλήρωση ειδικών ερωτηματολογίων (ομάδα Δ). Σε 8 από τους ασθενείς της ομάδας Δ, έγινε επιπλέον συλλογή αίματος κατά την επαναληπτική τους συμμετοχή στη μελέτη.
Αποτελέσματα: Οι ασθενείς τόσο κατά τη διάγνωση, όσο και υπό δίαιτα είχαν υψηλότερα επίπεδα BDNF (26,110 ± 8,204 και 28,860 ± 7,992 pg/ml αντιστοίχως) συγκριτικά με τους μάρτυρες (19,630 ± 8,093 pg/ml, p<0.001 και για τις 2 ομάδες). Επιπλέον, οι ασθενείς υπό δίαιτα είχαν υψηλότερες τιμές BDNF σε σχέση με τους ασθενείς που συμμετείχαν κατά τη διάγνωση τους, πριν δηλαδή την έναρξη της δίαιτας (28,860 ± 7,992 pg/ml έναντι 26,110 ± 8,204 αντίστοιχα, p<0.001). Οι ασθενείς, τόσο κατά τη διάγνωση, όσο και υπό δίαιτα, παρουσίασαν χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης σιέλου (AUC: 100.89±41.96 μg/dl και 106.413±46.036μg/dl αντίστοιχα), συγκριτικά με τους μάρτυρες (AUC: 247.10±133.25 μg/dl, p<0.001 και για τις 2 ομάδες). Οι νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς είχαν παρόμοιες τιμές κορτιζόλης ορού και σιέλου με τους ασθενείς υπό δίαιτα. Οι γονείς των ασθενών κατά τη διάγνωση της νόσου εμφάνιζαν μεγαλύτερη ψυχοπαθολογία από τους γονείς των μαρτύρων (βαθμολογία SCL-90R: 0.72 ± 0.49 έναντι 0.54 ± 0.58, p=0.016). Οι νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς και οι μάρτυρες είχαν υψηλότερη βαθμολογία για το CDI συγκριτικά με τους ασθενείς υπό δίαιτα (8.2 ± 4.7 έναντι 5.5 ± 4.3, p=0.006 και 9.1 ± 6.1 έναντι 5.5 ± 4.3, p=0.012 αντίστοιχα). Οι ασθενείς κατά τη διάγνωση παρουσίασαν υψηλότερη βαθμολογία για τα εσωτερικευόμενα συμπτώματα του CBCL συγκριτικά με τους μάρτυρες (55.7 ± 10.3 έναντι 47.9 ± 15.4, p=0.007). Η παρουσία θετικού ορολογικού ελέγχου στους ασθενείς υπό δίαιτα συσχετίσθηκε με χαμηλότερη βαθμολογία στο CDI (θετικά έναντι αρνητικών αντισωμάτων: β=0.71, 95%ci: -1.37, -0.07, p-value=0.032).
Συμπεράσματα: Παρατηρήθηκαν υψηλότερα επίπεδα BDNF στον ορό των ασθενών με κοιλιοκάκη συγκριτικά με τους μάρτυρες, εύρημα που πιθανόν αντικατοπτρίζει την προστατευτική δράση που ασκεί το BDNF έναντι της χρόνιας φλεγμονής του εντέρου ή του χρονίου stress από την ανάγκη συμμόρφωσης στη δίαιτα, ενώ αντίθετα, τα χαμηλά επίπεδα κορτιζόλης του σιέλου σε όλους τους ασθενείς με κοιλιοκάκη, ανεξαρτήτως δίαιτας, συγκριτικά με τους μάρτυρες ίσως υποδηλώνουν καταστολή του άξονα εγκεφάλου εντέρου.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Κοιλιοκάκη, Ψυχική υγεία, Κορτιζόλη, Παιδιά, Έφηβοι
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
314
Αριθμός σελίδων:
187
MARGONI DAPHNE-Phd Thesis.pdf (11 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο