Η επίδραση του διατροφικού λίπους στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου II

Διπλωματική Εργασία uoadl:2849548 440 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Σακχαρώδης Διαβήτης και Παχυσαρκία
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2019-01-31
Έτος εκπόνησης:
2019
Συγγραφέας:
Τζούμα Μαγδαλινή
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Καλιώρα Ανδριάνα, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας - Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Τεντολούρης Νικόλαος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κόκκινος Αλέξανδρος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Η επίδραση του διατροφικού λίπους στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου II
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Η επίδραση του διατροφικού λίπους στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου II
Περίληψη:
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης είναι η διερεύνηση της επίδρασης του διατροφικού λίπους στον Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2. Για την πληρέστερη προσέγγιση του, το διατροφικό λίπος διαχωρίστηκε α) με βάση το είδος των λιπαρών οξέων (μονοακόρεστα, πολυακόρεστα, κορεσμένα και trans) και την επίδραση καθενός από αυτά στον ΣΔ2 β) με βάση το ποσοστό της ενέργειας που καλύπτει το λίπος (τόσο το συνολικό όσο και τα επιμέρους λιπαρά οξέα) στο σύνολο της ενεργειακής πρόσληψης, διαμορφώνοντας τα επικρατέστερα διατροφικά πρότυπα (Μεσογειακό μοντέλο διατροφής, δίαιτες χαμηλού λίπους) και κατ’ επέκταση την επίδραση αυτών στον ΣΔ2.
Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε εκτενής αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων Medline (μέσω PubMed), Scopus, Embase και Cochrane Library για δημοσιευμένες κλινικές δοκιμές, ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις τόσο επιδημιολογικών μελετών όσο και κλινικών δοκιμών. Η χρονολογία δημοσίευσης των αναζητούμενων δημοσιεύσεων περιορίστηκε μεταξύ 2000 - 2018. Επιλέχθησαν δημοσιεύσεις που ήταν γραμμένες στην αγγλική γλώσσα, ενώ αποκλείστηκαν δημοσιεύσεις που ήταν γραμμένες σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα.
Αποτελέσματα: Φαίνεται πως η επίδραση των λιπαρών οξέων στον ΣΔ2 ποικίλει ανάλογα με το είδος του. Όσον αφορά τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και κυρίως τα ω3, φαίνεται στο σύνολο τους να ασκούν ωφέλιμη επίδραση στον σακχαρώδη διαβήτη και τις επιπλοκές αυτού. Ωστόσο, υπάρχει βιβλιογραφία που δεν επιβεβαιώνει την ωφέλιμη δράση μέσω συμπληρωματικής πρόσληψης ιχθυελαίων όσον αφορά την βελτίωση της ινσουλινοευαισθησίας και της έκκρισης ινσουλίνης, ενώ μετα-αναλύσεις αναδεικνύουν την ωφέλιμη επίδραση του λιπαρού ψαριού ως τρόφιμο. Μάλιστα, προσλήψεις >10g ιχθυελαίων/ημέρα ασκούν αρνητική επίδραση στην ανοχή γλυκόζης και ινσουλινοαντίσταση των διαβητικών ασθενών. Συμπληρωματική πρόσληψη εικοσαπενταενοϊκού οξέος (EPA) φαίνεται πως βελτιώνει την έκφραση και ενεργότητα του ενζύμου παραοξονάσης 1 (PON1), ενισχύοντας τις ήδη καλά τεκμηριωμένες αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές επιδράσεις του πολυακόρεστου λιπαρού αυτού οξέος στη μείωση του οξειδωτικού στρες και συνεπώς στην αναστροφή χρόνιων επιπλοκών των διαβητικών ασθενών. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελετών μεγάλης κλίμακας, φαίνεται πως η υψηλότερη διατροφική πρόσληψη ολικού λίπους, μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, συσχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, καρδιαγγειακού θανάτου και θανάτου από κάθε αιτία, ενώ η πρόσληψη κορεσμένων συσχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο. Και ενώ για πολλά χρόνια το κορεσμένο λίπος ανήκε στα λεγόμενα “κακά λιπαρά”, με αρνητικές επιδράσεις στην καρδιαγγειακή υγεία, την ινσουλινοαντίσταση και το σακχαρώδη διαβήτη, σήμερα η βιβλιογραφία πλέον φαίνεται να το διαχωρίζει και να εξετάζει τις διαφορετικές επιδράσεις μεμονωμένων κορεσμένων λιπαρών οξέων. Ανάλογα με τον αριθμό ατόμων άνθρακα φαίνεται να αλλάζει και η επίδραση του κορεσμένου λιπαρού οξέος στον οργανισμό. Κορεσμένα λιπαρά οξέα με άρτιο αριθμό ατόμων άνθρακα (το σύνολο των: 14:0 μυριστικό, 16:0 παλμιτικό , 18:0 στεαρικό), συσχετίζονται θετικά με τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ενώ κορεσμένα λιπαρά οξέα με περιττό αριθμό ατόμων (το σύνολο των 15:0 πενταδεκανοικό οξύ και 17:0 επταδεκανοϊκό οξύ ή μαργαρικό οξύ) συσχετίζονται αρνητικά με τον ΣΔ2. Τα μακράς και πολύ μακράς αλύσου (20:0 αραχιδικό οξύ, 22:0 βεχενικό οξύ, 23:0 και 24:0, λιγνοκηρικό οξύ ) επίσης συσχετίζονται αρνητικά με τον ΣΔ2. Ωστόσο, οι μετρήσεις τους στο αίμα δεν πρέπει ευθύς να μεταφράζονται ως διατροφικά κορεσμένα λιπαρά οξέα, καθώς σε κάποια από αυτά υπάρχουν και ενδογενείς πηγές προέλευσης. Αντίστοιχα, διαφορετική επίδραση στον ΣΔ φαίνεται να ασκούν τα τρανς λιπαρά οξέα ανάλογα με την πηγή προέλευσης (βιομηχανικά επιβαρυντική, ενώ μηρυκαστικών προστατευτική) χωρίς τα ευρήματα αυτά να είναι καταληκτικά. Όσον αφορά την βιβλιογραφία που εξετάζει την αντικατάσταση θρεπτικών συστατικών μεταξύ τους φαίνεται πως η αντικατάσταση κορεσμένων με πολυακόρεστα, μονοακόρεστα ή υδατάνθρακες ολικής άλεσης συσχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, ολικής θνησιμότητας και άλλων καταληκτικών σημείων, καθώς και η αντικατάσταση επεξεργασμένων υδατανθράκων/σακχάρων με μονοακόρεστα, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα ή υδατάνθρακες υψηλής ποιότητας συσχετίζονται με χαμηλότερο κίνδυνο. Έντονη κριτική δέχθηκε πρόσφατα η πλήρης απενοχοποίηση του λίπους και ενοχοποίηση των υδατανθράκων στο σύνολο τους, εστιάζοντας σε μεθοδολογικούς περιορισμούς που ενέχουν τέτοιες τοποθετήσεις.
Όσον αφορά τη μελέτη των διατροφικών προτύπων, το σύνολο των προοπτικών μελετών υποστηρίζουν τον προστατικό ρόλο της Μεσογειακής διατροφής έναντι του ΣΔ2, με συνολική μείωση του κινδύνου να κυμαίνεται από 12-83% για τα άτομα υψηλής προσκόλλησης, λαμβάνοντας υπόψιν πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες. Μάλιστα, η κλινική μελέτη PREDIMED έδειξε 52% μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 για την ομάδα της Μεσογειακής διατροφής έναντι της ομάδας μειωμένου λίπους. Η πλειοψηφία των κλινικών δοκιμών που εξετάζουν την επίδραση του Μεσογειακού μοντέλου διατροφής στους διαβητικούς ασθενείς, δείχνουν τον προστατευτικό ρόλο της στον γλυκαιμικό έλεγχο και την ινσουλινοευαισθησία, καθώς και την υπεροχή της έναντι της δίαιτας ελέγχου. Αποτελέσματα μετα-αναλύσεων δείχνουν πως οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων, χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, υψηλής πρωτείνης, δίαιτα DASH και Μεσογειακού τύπου, όλες οδηγούν σε μεγαλύτερη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου συγκρινόμενες με αντίστοιχες δίαιτες ελέγχου. Το μεγαλύτερο όφελος ωστόσο φαίνεται για τη Μεσογειακή διατροφή, όταν συγκρίνεται με την συνήθη φροντίδα ή με δίαιτα χαμηλού λίπους. Έχουν περιγραφεί αρκετοί μηχανισμοί μέσω των οποίων η Μεσογειακή διατροφή ασκεί αυτές τις ωφέλιμες επιδράσεις στον ΣΔ2. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τόσο οι έμμεσες, μέσω της απώλειας βάρους, όσο και οι άμεσες, μέσω της κατανάλωσης τροφίμων πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά, φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικά και υψηλό λόγο μονοακόρεστων/κορεσμένα λιπαρά οξέα. Απόρροια αυτών, είναι η βελτίωση δεικτών φλεγμονής, η αύξηση της αντιοξειδωτικής ικανότητας καθώς και αύξηση αντιφλεγμονωδών κυτταροκινών, όπως επιπέδων αδιπονεκτίνης. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την βελτίωση της ινσουλινοευαισθησίας, έναν από τους δύο κύριους μηχανισμούς που εμπλέκονται στην ανάπτυξη και εξέλιξη της νόσου. Ο δεύτερος μηχανισμός είναι η δυσλειτουργία του β-κυττάρου, ωστόσο έως σήμερα δεν υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένες ενδείξεις που να οδηγούν σε κατευθυντήριες οδηγίες διατροφής για τη βελτίωση της λειτουργίας του.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Διατροφικό λίπος, Σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ, Κορεσμένο λίπος, Τρανς λιπαρά οξέα, Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, Μεσογειακή διατροφή, Δίαιτα χαμηλού λίπους
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
202
Αριθμός σελίδων:
137
ΤΖΟΥΜΑ ΜΑΓΔΑΛΙΝΗ_ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ_2019.pdf (7 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο