Οι έννοιες του πολιτικού «θεμελίου» και του πολιτικού «υποκειμένου» στον Martin Heidegger

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2865411 290 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.)
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2019-03-09
Έτος εκπόνησης:
2019
Συγγραφέας:
Ευθυμίου Χριστόφορος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Γρηγόριος Φιλ. Κωσταράς, Ομ. Καθηγητής Φιλοσοφίας Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, Τμήματος Φ.Π.Ψ, Τομέας Φιλοσοφίας.
Νικόλαος Γ. Πολίτης, Ομ. Καθηγητής Φιλοσοφίας Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, Τμήματος Φ.Π.Ψ, Τομέας Φιλοσοφίας.
Παναγιώτης Πανταζάκος, Καθηγητής Φιλοσοφίας Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, Τμήματος Φ.Π.Ψ, Τομέας Φιλοσοφίας.
Ελση Μπακονικόλα-Γιαμά, Αναπλ. Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, Τμήματος Φ.Π.Ψ, Τομέας Φιλοσοφίας.
Μιχαήλ Μαντζανάς, Αναπλ. Καθηγητής Φιλοσοφίας Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών
Ευ'αγγελος Δ. Πρωτοπαπαδάκης, Επικ. Καθηγητής Φιλοσοφίας Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, Τμήματος Φ.Π.Ψ, Τομέας Φιλοσοφίας.
Άννα Λάζου, Επικ. Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, Τμήματος Φ.Π.Ψ, Τομέας Φιλοσοφίας.
Πρωτότυπος Τίτλος:
Οι έννοιες του πολιτικού «θεμελίου» και του πολιτικού «υποκειμένου» στον Martin Heidegger
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Οι έννοιες του πολιτικού «θεμελίου» και του πολιτικού «υποκειμένου» στον Martin Heidegger
Περίληψη:
Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή διαιρείται σε δύο μέρη, τα οποία βρίσκονται σε στενή συνάφεια μεταξύ τους. Το θέμα του πρώτου μέρους σχετίζεται αφενός μεν με τη διερεύνηση της έννοιας του μεταφυσικού θεμελίου αφετέρου δε με τον τρόπο κατά τον οποίο ο Heidegger επιχειρεί να την αποδομήσει, δηλαδή να φέρει στο φως τις άρρητες μεταφυσικές προϋποθέσεις και τις διαδοχικές ιστορικές μετατοπίσεις και επικαλύψεις οι οποίες προσδιόρισαν τη δυνατότητά της. Οδηγητικό νήμα της αποδόμησης για τον Heidegger αποτελεί η σκέψη του είναι. Η λεγομένη αποδόμηση της έννοιας του θεμελίου συσχετίζεται με τη σύγχρονη έννοια της πολιτικής διαφοράς, δηλαδή της διάκρισης μεταξύ πολιτικής και πολιτικού. Αναζητούνται ίχνη αυτής της διαφοράς στα ίδια τα κείμενα του Heidegger. Σύμφωνα με τις θέσεις του συγγραφέα η αποδόμηση του μεταφυσικού θεμελίου είναι ταυτόχρονα και αποδόμηση του πολιτικού θεμελίου. Όμως, η απόπειρα του Heidegger να αποδομήσει την έννοια του θεμελίου έχει τα δικά της όρια, διότι μετατρέπει το ίδιο το είναι σε ιδιότυπο οντολογικό και πολιτικό θεμέλιο.
Στο δεύτερο μέρος της διατριβής εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο ο Heidegger αποδομεί τη νεωτερική έννοια του υποκειμένου. Το υποκείμενο, το εγώ σκέπτομαι του Descartes, είναι το μεταφυσικό και πολιτικό θεμέλιο της νεωτερικότητας. Σε όλες τις περιόδους του έργου του ο Heidegger προσπαθεί να υπερβεί τη φιλοσοφία της υποκειμενικότητας και να ανοίξει το δρόμο για τη σκέψη του είναι ως είναι. Κατά τον συγγραφέα, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας υπέρβασης ο Heidegger εντοπίζει και περιγράφει, όχι με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο, διαφόρους τύπους νεωτερικών πολιτικών υποκειμένων. Η θέση της παρούσης διατριβής συνίσταται εις το ότι ο Heidegger, όσο και αν προσπαθεί να υπερβεί τη φιλοσοφία της υποκειμενικότητας, τελικά παραμένει με υπόγειο και άρρητο τρόπο πάντοτε προσδεμένος στις προσταγές και στις προϋποθέσεις της νεωτερικής σκέψης περί του υποκειμένου.

Κατά τον συγγραφέα της διατριβής, το είναι στον Heidegger, ερμηνευόμενο ως δυναμικό παρουσιάζεσθαι, περιγράφει την αποκαλυπτική και κατανοητική σχέση ανθρώπου και όντων. Η σχέση αυτή αποκτά κατά τη νεωτερικότητα τη μορφή του καθαρού και πρωταρχικού δυνάμει, της καθαρής εξουσίας. Κατά τη νεωτερικότητα ανατρέπεται η σχέση οντικού, ενεργεία θεμελίου και εξουσίας (δύναμης). Μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα ένα υπέρτατο ον-θεμέλιο θεμελιώνει τα όντα, δηλαδή τα εξουσιάζει, αποτελεί τη μεταφυσική αρχή τους με τη διπλή αριστοτελική σημασία που επισημαίνει ο Heidegger: 1, αρχή ως έναρξη, παραγωγή, κατασκευή, δημιουργία και 2. αρχή ως διακυβέρνηση και ρύθμιση με την έννοια της διαρκούς κατασκευής ή της αέναης συντήρησης της κατασκευής. Μετά το Μεσαίωνα και κυρίως με την έναρξη της νεωτερικότητας η ιεραρχία θεμελίου-εξουσίας (δύναμης) αρχίζει βαθμηδόν να αντιστρέφεται. Η δύναμη, το δυνάμει στοιχείο σταδιακά παύει να εξαρτάται από ένα οντικό θεμέλιο. Παύει να υποτάσσεται και να εκπορεύεται από ένα απόλυτο ενεργεία ον. Τώρα πια λαμβάνει τον χαρακτήρα του καθαρού και πρωταρχικού δυνάμει και καθιστά δυνατά τα πολλαπλά και σχετικά θεμέλια που κατά καιρούς εξηγούν το παρουσιάζεσθαι των όντων. Ταυτόχρονα, το ίδιο το καθαρό δυνάμει σταδιακά κατά την ανάπτυξη της νεωτερικότητας παύει να αποτελεί ένα ακόμα απόλυτο θεμέλιο. Η προτεραιότητά του απέναντι στα πολλαπλά και σχετικά θεμέλια τα οποία καθιστά δυνατά είναι επίσης σχετική, διότι το καθαρό δυνάμει έχει ανάγκη αυτά τα σχετικά θεμέλια ώστε να συγκεκριμενοποιηθεί και να καταστεί φανερό, ώστε να μπορεί δηλαδή να αποτελεί ένα δυνάμει. Φτάνουμε, επομένως, σταδιακά σε μια κατάσταση μη αποφασισιμότητας αναφορικά με το ποιο είναι το θεμέλιο και ποιο το θεμελιούμενο.

Κατά τον συγγραφέα, το καθαρό δυνάμει με τον Heidegger παίρνει τη μορφή του παρουσιάζεσθαι των όντων ενώπιον του ανθρώπου. Στον Heidegger, όμως, η ουσία του παρουσιάζεσθαι, το Ereignis, αποκτά προτεραιότητα και καθίσταται το θεμέλιο τόσο του παρουσιάζεσθαι των όντων όσο και του ανθρώπου. Έτσι, το Ereignis αποκτά έναν άρρητο και υπόγειο θεμελιωτικό και κατασκευαστικό χαρακτήρα, ο οποίος δε συνάδει πλήρως με τη νεωτερική τάση για ένα καθαρό δυνάμει στοιχείο το οποίο υπό-κειται χωρίς να θεμελιώνει. Ενώ και ο Heidegger κινείται στο πλαίσιο του κεντρικού νεωτερικού ερωτήματος για το ποια είναι η φύση της κατανοητικής σχέσης ανθρώπου και όντων και ενώ αμφισβητεί τη μονόπλευρη θεμελίωση αυτής της σχέσης από την πλευρά του ανθρώπινου εγώ, θεμελίωση που εγκαινιάζει ο Descartes, παρά ταύτα ο ίδιος ο Γερμανός φιλόσοφος εξακολουθεί να υιοθετεί τη θεμελιοκρατική στάση. Μόνο που για τον Heidegger το ρόλο του θεμελίου εντός της κατανοητικής σχέσης τον παίζει όχι πια ο άνθρωπος αλλά το ίδιο το παρουσιάζεσθαι και πιο συγκεκριμένα η διαρκώς αποσυρόμενη στην αφάνεια «ουσία» αυτού του παρουσιάζεσθαι, το Ereignis.
Στο έβδομο, όγδοο και ένατο κεφάλαιο της διατριβής ο συγγραφέας εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο Heidegger ασκεί κριτική και επιχειρεί, χωρίς επιτυχία, να υπερβεί τη θεμελιώδη νεωτερική έννοια του υποκειμένου. Κατά τον συγγραφέα, ο Heidegger στο Είναι και χρόνος όχι μόνο δεν διαφεύγει από τη νεωτερική φιλοσοφία του υποκειμένου που εγκαινίασε ο Descartes αλλά, αντιθέτως, επιχειρεί να δώσει μια τελεσίδικη λύση στο κεντρικό πρόβλημα της συγκρότησης της υποκειμενικότητας μέσω του προσδιορισμού του είναι του Ώδε είναι ως αρχέγονης χρονικότητας.
Γενικότερα, η έννοια του νεωτερικού υποκειμένου κατά τον Heidegger αποτελεί παραλλαγή και έκφανση της μεταφυσικής ερμηνείας του είναι ως οντικού θεμελίου. Η ιστορία της έννοιας του υποκειμένου προσδιορίζεται κατά τον Heidegger από τις διαδοχικές μεταμορφώσεις και ταυτόχρονα επικαλύψεις της αυθεντικής έννοιας της αλήθειας του είναι. Αναφορικά με την ύστερη σκέψη του Heidegger, ο συγγραφέας του πονήματος υποστηρίζει πως το γεγονός ότι το Ereignis δίδει το παρουσιάζεσθαι των όντων, χρησιμοποιώντας τον άνθρωπο ως φορέα αυτής της αποκάλυψης, επαναφέρει όλα τα μειονεκτήματα και τους κινδύνους της παραγωγικής-κατασκευαστικής μεταφυσικής, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθεί να παραχωρεί στον άνθρωπο έναν ιδιαίτερο ρόλο που τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα και τον καθιστά προνομιούχο ον. Αυτό σημαίνει ότι ο Heidegger όχι μόνο δεν υπερβαίνει αλλά και δεν επιθυμεί να υπερβεί τον βαθύτερο πυρήνα της φιλοσοφίας της υποκειμενικότητας. Το βασικό χαρακτηριστικό της νεωτερικής φιλοσοφίας του υποκειμένου από τον Descartes και μετά, κατά την άποψη του συγγραφέα, δεν είναι τόσο ότι ο άνθρωπος ως ον καθίσταται το ύστατο θεμέλιο-υποκείμενο της γνωστικής διαδικασίας με την οποία αποκαλύπτονται τα όντα. Αυτός ο ρόλος για τον άνθρωπο αποτελεί μια δευτερεύουσα παράμετρο της φιλοσοφίας του υποκειμένου. Το βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του υποκειμένου συνίσταται στο ότι το κεντρικό και πρωταρχικό ερώτημα της νεωτερικής σκέψης που πρέπει να απαντηθεί πριν από όλα τα άλλα ερωτήματα είναι το ποια ακριβώς είναι η φύση και τα όρια της κατανοητικής σχέσης του ανθρώπου με τα όντα. Αυτή η σχέση είναι το πραγματικό υποκείμενο της νεωτερικότητας. Η ιδιοτυπία αυτού του είδους υποκειμένου είναι ότι σταδιακά από-υποστασιοποιείται, χάνει τον οντικό και ουσιακό χαρακτήρα του και εντέλει τείνει να θεωρηθεί ένα καθαρό υπο-κείσθαι. Η λέξη «καθαρό» σημαίνει ότι το νεωτερικό υποκείμενο τείνει να καταστεί όχι μόνο μη ον και μη ουσία αλλά και μη θεμέλιο. Ενώ με τον Descartes ένα ον, το εγώ, η res cogitans, αποτελεί το θεμέλιο της κατανοητικής σχέσης ανθρώπου και όντων, με τον ύστερο Heidegger η ίδια η αποσυρόμενη στην αφάνεια και μη υποστασιακή-μη οντική ουσία αυτής της σχέσης με τη μορφή της πηγής του παρουσιάζεσθαι των όντων ενώπιον του ανθρώπου γίνεται το θεμέλιο που χορηγεί την παρουσία των όντων και που ταυτόχρονα φέρει τον άνθρωπο, όχι πλέον ως εγώ αλλά ως Ώδε είναι στην ουσία του. Αυτή η ιδιότυπη πηγή είναι το Ereignis. Όμως, ακόμα και με αυτό τον τρόπο η έννοια του θεμελίου και η σχέση θεμελίωσης παραμένουν.
Η βαθύτερη τάση, όμως, της νεωτερικής υποκειμενικότητας, κατά την άποψη του συγγραφέα, είναι να φτάσει η σκέψη σε ένα καθαρό υποκείσθαι το οποίο να μην είναι ούτε ον ούτε θεμέλιο. Να φτάσει δηλαδή σε ένα μη θεμελιώδες και μη υποστασιακό, σε ένα πλήρως από-υποστασιοποιημένο και με ιδιότυπο τρόπο μη θεμελιώδες «υποκείμενο». Αυτό το μη θεμελιώδες υποκείσθαι είναι η κατανοητική σχέση ανθρώπου και όντων. Θα πρέπει, κατά τον συγγραφέα, να σκεφτούμε αυτή τη σχέση ως κεντρική αλλά όχι ως θεμελιώδη. Τούτο επιτάσσει ή ίδια η εσωτερική λογική της νεωτερικότητας. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν η παραπάνω σχέση αποτελεί το βασικό ζήτημα που πρέπει να απαντηθεί στη νεωτερικότητα αλλά και ότι ταυτόχρονα θα πρέπει να απαντηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε κανένα από τα μέλη αυτής της σχέσης, δηλαδή ούτε ο άνθρωπος ούτε τα όντα ούτε και η ίδια η σχέση δε θα πρέπει να καθίσταται θεμέλιο των υπολοίπων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω η κατανοητική σχέση ανθρώπου και όντων αποκτά τη μορφή του καθαρού και πρωταρχικού δυνάμει, της καθαρής εξουσίας. Για τούτο τον λόγο ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι κατά τη νεωτερικότητα ανατρέπεται η σχέση θεμελίου και εξουσίας (δύναμης). Δεν είναι πλέον το ένα και απόλυτο θεμέλιο αυτό που «θεμελιώνει» την εκάστοτε εξουσία, είναι η εκάστοτε σχετική εξουσία, η εκάστοτε μη δυνάμενη οριστικής νομιμοποίησης διακυβέρνηση του παρουσιάζεσθαι των όντων, αυτή που καθιστά δυνατά τα ποικίλα, σχετικά και προσωρινά οντικά θεμέλια.
Στο δέκατο κεφάλαιο της παρούσης διατριβής εξετάζονται οι μορφές των νεωτερικών πολιτικών υποκειμένων-θεμελίων, έτσι όπως διαφαίνονται εντός των κειμένων του Heidegger. Ο συγγραφέας της διατριβής υποστηρίζει ότι ο Heidegger σε όλη την πορεία της σκέψης του κινήθηκε μεταξύ δύο πολιτικών μορφών του Ώδε είναι. Η μία μορφή είναι το ατομικό Ώδε είναι. Η άλλη μορφή είναι ο λαός (Volk) ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Habermas, αποτελεί ένα είδος συλλογικού Ώδε είναι. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο Derrida στο έργο του De l' esprit (Off Spirit) διερευνά τη χρήση του όρου Volk από τον Heidegger σε σχέση με την έννοια του πνεύματος (Geist). Ο μη συνήθης για τον Heidegger όρος πνεύμα δηλώνει την αποφασιστικότητα για την ουσία του είναι. Το πνεύμα ταυτίζεται με την τοποθέτηση του ερωτήματος για το είναι. Ο Derrida υποστηρίζει ότι κάθε φορά που ο Heidegger ομιλεί για το πνεύμα υπολανθάνουν στο λόγο του ταυτόχρονα δύο αποκλίνοντα νοήματα, ένα μεταφυσικό σύμφωνα με το οποίο το πνεύμα «υποστασιοποιείται» και γίνεται μια επιβεβαιωμένη αλήθεια αλλά και ένα μη μεταφυσικό κατά το οποίο το πνεύμα δηλώνει μια ριζική απουσία. Τα δύο αποκλίνοντα νοήματα συνυπάρχουν στο κείμενο του Heidegger χωρίς να μπορούν να συνενωθούν σε μια ανώτερη σύνθεση. Κατά τον Derrida, η ταύτιση του πνεύματος από τον Heidegger με την αλήθεια του είναι οδηγεί σε μια επιστροφή στην έννοια του υποκειμένου ως θεμελίου της παρουσίας των όντων. Παράλληλα, η συσχέτιση του πνεύματος με την έννοια του λαού και με μια βολονταριστική ρητορική, στα πλαίσια του πολυσυζητημένου κειμένου της Πρυτανικής ομιλίας, οδηγεί στην κατανόηση του λαού ως ενός συλλογικού υποκειμένου και έτσι φέρει τον Heidegger κοντά στον εθνικοσοσιαλισμό.
Ο συγγραφέας του πονήματος υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο Heidegger θεωρεί πως ο όρος «λαός» (Volk) μπορεί να λάβει δύο σημασίες, μια μεταφυσική «υποκειμενικο-κεντρική» και μια υπαρκτική και μη μεταφυσική. Η μη μεταφυσική έννοια του λαού συγκροτείται ως Ώδε του εί-ναι, δηλαδή ως ανοικτότητα προς το Seyn. Κατά τον Heidegger δε θα πρέπει να κατανοούμε τον λαό ως ένα συλλογικό εγώ καρτεσιανού τύπου ούτε, όμως, ως ένα εμείς με την έννοια της συλλογής πολλών ατομικών εγώ. Ο λαός προσδιορίζεται ως συλλογική εαυτότητα-και όχι ως συλλογικό εγώ-ανοικτή προς το είναι, δηλαδή προσδιορίζεται ως Ώδε του είναι. Από την άλλη πλευρά, όμως, η Machenschaft (μηχανοποίηση) οδηγεί τους ανθρώπους στην ομογενοποίηση και έτσι συμβάλλει στη συγκρότηση ενός μεταφυσικού συλλογικού υποκειμένου το οποίο επίσης ονομάζεται Volk, λαός. Η συμπεριφορά αυτής της μεταφυσικής εκδοχής του λαού μπορεί να εξηγηθεί και επομένως να προβλεφθεί και να ελεγχθεί βάσει των συμπερασμάτων της εμπειρικής κοινωνιολογίας.
Κατά τον συγγραφέα, το γενικό σχήμα της δυνατότητας μιας αυθεντικής και σύγχρονης πολιτικο-οντολογικής ύπαρξης για τον Heidegger, σε ιεραρχική σειρά, έχει ως εξής: 1. Ώδε είναι (Dasein) ως ανοικτότητα προς το είναι. - 2. Λαός (Volk) όχι ως άθροισμα ατομικών εγώ αλλά ως ανοικτότητα και ως συλλογικό Ώδε είναι. - 3. ατομικό Ώδε είναι ως αυθεντική ύπαρξη που ανήκει στον λαό.
Ως μεταφυσική παραχάραξη αυτού του αυθεντικού υπαρξιακού σχήματος προκύπτει στα πλαίσια της νεωτερικότητας και της κυριαρχίας της μηχανοποίησης (Machenschaft) το εξής σχήμα, το οποίο περιγράφει τα νεωτερικά πολιτικά υποκείμενα και το μεταφυσικό θεμέλιό τους: 1. Καρτεσιανό υποκείμενο-εγώ με τη σημασία μιας αναπαραστατικής συνείδησης εν γένει .- 2. Άτομο.- 3. Έθνος.- 4. Λαός ως εργατική τάξη.
Τα τρία τελευταία μεταφυσικά πολιτικά υποκείμενα της νεωτερικότητας συνιστούν εκδηλώσεις του καρτεσιανού Εγώ, το οποίο κατά τον Heidegger οφείλουμε να μην το ταυτίζουμε με το εγωιστικό ατομικό υποκείμενο. Και τα τρία συνδέονται με αντίστοιχες σύγχρονες πολιτικές-ιδεολογικές κοσμοθεωρίες. Οι συγκεκριμένες κοσμοθεωρίες, κατά τον Heidegger, παρά τη συγκρουσιακή σχέση που έχουν αναπτύξει μεταξύ τους τροφοδοτούνται από μια κοινή μεταφυσική ρίζα. Συνιστούν πολιτικο-θεωρητικές εκδηλώσεις της μηχανοποίησης.
Η τελική θέση της συγκεκριμένης διατριβής είναι ότι στο πλαίσιο της φιλοσοφικής σκέψης, της πολιτικής θεωρίας αλλά και της πολιτικής, διοικητικής και οικονομικής πρακτικής της ύστερης νεωτερικότητας διανοίγονται σε αδρές γραμμές δύο αποκλίνοντες ερμηνευτικοί δρόμοι, δύο αντιμαχόμενες κατανοητικές τάσεις, οι οποίες διαπερνούν και διαχωρίζουν όχι μόνο διαφορετικά κείμενα, στοχαστές, πολιτικές ιδεολογίες, αντιλήψεις και πρακτικές αλλά, πολύ περισσότερο, συγκρούονται σε αρκετές περιπτώσεις εντός του ίδιου κειμένου και εντός των αναλύσεων του ίδιου κάθε φορά στοχαστή: Η πρώτη και κυρίαρχη τάση οδηγεί στην επικράτηση της αντίληψης του ντετερμινισμού και στην υποταγή του ανθρώπου σε ένα είδος αυτό-κατασκευαστικής διαδικασίας η οποία τον συγκροτεί ως υποκείμενο με μια σημασία παράγωγη και δευτερεύουσα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και μια δεύτερη νεωτερική ερμηνευτική τάση της ανθρώπινης κατάστασης η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την πρώτη ερμηνευτική τάση και η οποία συγχρόνως αποτελεί το alter ego αυτής. Στο πλαίσιο της δεύτερης κατανοητικής εκδοχής η εξουσία κατανοείται στη βάση του ελεύθερου ανθρώπινου πράττειν και όχι μέσω του κατασκευαστικού ποιείν. Η εξουσία, δηλαδή το κατανοητικό και δυναμικό παρουσιάζεσθαι των όντων, δεν θεωρείται απόλυτα αυτόνομο θεμέλιο της παρουσίας των όντων και του ανθρώπου. Αντίθετα, αναγνωρίζεται μια ριζική αλληλεξάρτηση μεταξύ των παραπάνω μεγεθών κατά την οποία η εξουσία έχει ανάγκη το νεωτερικό πολιτικό υποκείμενο και τα όντα για να εκδηλωθεί, για να αποτελέσει εξουσία, άναρχη δηλαδή και ουδέποτε ολοκληρωμένα πραγματοποιημένη δυνατότητα ή σύνολο δυνατοτήτων.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Φιλοσοφία- Ψυχολογία
Λέξεις-κλειδιά:
Heidegger, Derrida, αποδόμηση, οντολογική διαφορά, πολιτική διαφορά, εξουσία, κατασκευαστική μεταφυσική, Συμβάν της ιδιοποίησης, μηχανοποίηση, πολιτικό θεμέλιο, γραφειοκρατία, cogito, έθνος, λαός, μετα-θεμελιοκρατία, θεμελιοκρατία, κτητικός ατομικισμός
Ευρετήριο:
Ναι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
6
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
853
Αριθμός σελίδων:
361
ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟΝ MARTIN HEIDEGGER (1) (1).pdf (3 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο