Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, Επιβλέπων
Βασιλική Σύψα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Παναγιώτα Τουλούμη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Περίληψη:
Στην Ελλάδα, κατά τις δεκαετίες 1980-1990 υπήρξαν σημαντικές μεταβολές σε πολλά επιδημιολογικά χαρακτηριστικά των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C. Όπως σημειώνεται σε αντίστοιχες έρευνες της περιόδου υπήρξε αλλαγή στην κατανομή των γονότυπων, με αύξηση της εμφάνισης του γονότυπου 3 και μείωση της εμφάνισης του γονότυπου 1 ως αντανάκλαση της αλλαγής στον τρόπο μετάδοσης του ιού τα τελευταία χρόνια. Σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται και στα είδη των θεραπευτικών παρεμβάσεων.
Η παρούσα μελέτη σκοπό έχει να διερευνήσει τις μεταβολές των κύριων επιδημιολογικών χαρακτηριστικών των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C που προσήλθαν σε δύο μεγάλα ηπατολογικά ιατρεία της Αθήνας από το 2002 έως το 2016 καθώς και να καταγράψει την πιθανότητα έναρξης θεραπείας, τα είδη και το αποτέλεσμα της θεραπείας στους παραπάνω ασθενείς.
Στη μελέτη συμμετείχαν 1.434 ασθενείς εκ των οποίων το 63,71% είναι άντρες και το 53,57% των ασθενών είναι μικρότεροι από 45 ετών. Η κυριότερη πηγή μετάδοσης του ιού είναι η χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών σε ποσοστό 32,23%. Οι γονότυποι που κυριαρχούν είναι ο 1 σε ποσοστό 37,82% και ο 3 με 33,00%. Σχετικά με τη θεραπεία μπορούμε να επισημάνουμε ότι οι ασθενείς έχουν μεγαλύτερα ποσοστά επίτευξης SVR όταν λαμβάνουν θεραπεία με τα νέα αντιικά φάρμακα σε σχέση με σχήματα ιντερφερόνης (85,71% έναντι 63,36%, p-value=0,042). Επίσης, υπάρχει καθυστέρηση στην έναρξη θεραπείας των ασθενών με ιστορικό χρήσης ενδοφλέβιων ναρκωτικών καθώς μόνο το 20% θα ξεκινήσει θεραπεία δύο χρόνια μετά από την επίσκεψη στο ιατρείο. Το ίδιο διάστημα θα ξεκινήσει το 36% των μεταγγιζόμενων ασθενών και το 28,5% με άλλο τρόπο μετάδοσης (p-value= 0.006). Οι ασθενείς που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών σε σχέση με τους μεταγγιζόμενους και τους ασθενείς που μολύνθηκαν με άλλο τρόπο είχαν μειωμένη πιθανότητα να ξεκινήσουν θεραπεία (HR=1.48 (0,98-2,22) p-value=0.060 και HR=1.61 (1,20–2,17) p-value=0.002 αντίστοιχα). Το ίδιο ισχύει και για τους ασθενείς που προσήλθαν στα ιατρεία την περίοδο 2010-2016 (HR=0.64 (0,49-0,84) p-value=0.001). Επίσης μειωμένη πιθανότητα να ξεκινήσουν θεραπεία είχαν οι ασθενείς όσο μεγάλωναν κατά ένα έτος (HR=0.989 (0,979-0,999) p-value=0.042).
Συνοπτικά, δεν έχει αλλάξει το προφίλ των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C τα τελευταία 15 έτη. Οι ασθενείς είναι κυρίως άντρες, κάτω των 45 ετών, έχουν γονότυπο 1 και έχουν μολυνθεί κυρίως μέσω χρήσης ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών. Η κατανομή των γονότυπων δεν παρουσιάζει μεταβολές. Συχνότερα εμφανίζεται ο γονότυπος 1 και ακολουθεί ο 3. Ο πληθυσμός των ασθενών που ήρθαν στα ιατρεία τα έτη 2010-2016 είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Σχετικά με τη θεραπεία, οι ασθενείς που λαμβάνουν νέας γενιάς αντιικά φάρμακα έχουν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να επιτύχουν SVR σε σχέση με ασθενείς που λαμβάνουν σχήματα ιντερφερόνης. Επίσης, οι ασθενείς που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών καθώς και αυτοί που προσήλθαν στα ιατρεία την περίοδο 2010-2016 είχαν μειωμένη πιθανότητα να ξεκινήσουν θεραπεία.
Λέξεις-κλειδιά:
Χρόνια ηπατίτιδα C, Επιδημιολογία, Θεραπεία, Αντιικά φάρμακα, Γονότυποι