Prünhild, Brunhild, Brünnhilde: Fremdheit und Androgynie im Lichte der Metamorphosen der Figur Brunhildes in Literatur und Kunst des 19. Jahrhunderts

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2919699 288 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-07-24
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Τσονάκα Κωνσταντίνα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Καθηγήτρια Αναστασία Αντωνοπούλου - Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εύη Πετροπούλου - Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Επίκουρος Καθηγητής Joachim Theisen - Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Kαθηγήτρια Κατερίνα Μητραλέξη - Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κατερίνα Καρακάση - Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κίρκη Κεφαλέα - Θεολογική Σχολή, Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας
Επίκουρη Καθηγήτρια Αγλαΐα Μπλιούμη - Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας
Πρωτότυπος Τίτλος:
Prünhild, Brunhild, Brünnhilde: Fremdheit und Androgynie im Lichte der Metamorphosen der Figur Brunhildes in Literatur und Kunst des 19. Jahrhunderts
Γλώσσες διατριβής:
Γερμανικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Prünhild, Brunhild, Brünnhilde: Ξενότητα και Ανδρογυνία υπό το πρίσμα των μεταμορφώσεων της μορφής της Brunhild στην Λογοτεχνία και την Τέχνη του 19oυ αιώνα
Περίληψη:
Prünhild, Brunhild, Brünnhilde:
Ξενότητα και Ανδρογυνία υπό το πρίσμα των μεταμορφώσεων της μορφής της Brunhild στην Λογοτεχνία και την Τέχνη του 19oυ αιώνα

Κωνσταντίνα Δ. Τσονάκα

Περίληψη
Η ιδιαιτερότητα της Ισλανδής βασίλισσας και Βαλκυρίας Brunhild με τις υπερφυσικές δυνάμεις και την αξεπέραστη ομορφιά της καθώς και η πρόσληψή της και οι μεταμορφώσεις της στη γερμανική λογοτεχνία και τέχνη του 19ου αιώνα ως μεταμορφώσεις του γυναικείου στην πατριαρχική κοινωνία, βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος στην παρούσα έρευνα. Δύο - κατά κύριο λόγο - στοιχεία συνεξετάζονται στα υπό ανάλυση έργα: το στοιχείο της ξενότητας - η Brunhild είναι η ξένη γυναίκα που φθάνει στην αυλή της πόλης Worms στον Ρήνο από τον Απώτερο Βορρά, στοιχείο που προκαλεί αισθήματα έλξης και απώθησης - και το στοιχείο της ανδρογυνίας - η Brunhild είναι ηρωίδα με ανδρικές ιδιότητες για την οπτική της πατριαρχίας, όπως αποφασιστικότητα, ενεργητικότητα και γενναιότητα, χαρακτηριστικά που την καθιστούν την «πιο ανδρική γυναίκα».
Κατά την εμβάθυνση στις απαρχές της μορφής τόσο στην ιστορία των Μεροβιγγείων με βάση την Historia Frankorum του Gregor von Tours και την Fredegar-Chronik, όσο και στους μύθους και θρύλους, διερευνάται αν η βασίλισσα των Μεροβιγγείων Brunichilide που κατάγεται από τα ξένα είναι η λογοτεχνική αδελφή της μορφής της Brunhild. Η έρευνα συμπληρώνεται με δυο ελάχιστα γνωστά λογοτεχνικά παραδείγματα, α) του Giovanni Boccaccio (Über einige Armselige und über Brunichildis, Königin der Franken) και β) του Ferdinand Freiligrath (Anno Domini). Κατά τη μελέτη του Nibelungenlied και των βόρειων μύθων αποσαφηνίστηκε ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο μύθων, της Werbungs- και της Erweckungssage, όπου ο πρώτος παραπέμπει στην ισχυρή βασίλισσα της Ισλανδίας του γερμανικού Nibelungenlied και ο δεύτερος στη βαλκυρία, τη θυγατέρα του θεού Οντίν της ισλανδικής Edda, διερευνήθηκαν ίχνη της ισλανδικής εκδοχής στον γερμανικό χώρο, μελετήθηκαν οι διαφορές στη μορφή, ενώ επισημάνθηκε το δίλημμα των δραματουργών ποια Brunhild να επιλέξουν και γιατί. Το θεωρητικό πλαίσιο για την πραγμάτευση του στοιχείου της ξενότητας αποτέλεσε το σχετικό έργο των φιλοσόφων Georg Simmel και Bernhard Waldenfels, ενώ για το στοιχείο της ανδρογυνίας η έρευνα στηρίζεται στις θεωρητικές μελέτες του Αchim Aurnhammer και του Carl-Gustav-Jung. Το θέμα προσεγγίζεται, ωστόσο, και από την οπτική των Σπουδών Φύλου με βάση το έργο των Simone de Beauvoir, Virginia Woolf και Judith Butler. Η σχετικότητα του διπόλου ,οικείου και ξένου‘, ο προκατασκευασμένος χαρακτήρας των εννοιών της ταυτότητας και του ξένου, οι διαστάσεις και οι διαβαθμίσεις της ξενότητας σύμφωνα με τη θεωρία του φιλοσόφου Bernhard Waldenfels, ο οποίος διαχωρίζει μεταξύ της καθημερινής, της δομικής και της ακραίας / ριζικής ξενότητας, παράλληλα με τη γεωγραφική, την πολιτική, τη θρησκευτική και την κοινωνική ξενότητα, η έννοια του πολιτισμικού σοκ, η συνύπαρξη των συναισθημάτων της γοητείας και του τρόμου που απορρέουν από τη συνάντηση με το ξένο, η αίσθηση του Μη-Ανήκειν και η μετατροπή του εκάστοτε άγνωστου πολιτισμού σε μη-πολιτισμό διερευνώνται στο θεωρητικό μέρος της διατριβής. Η προβληματική της ξενότητας ολοκληρώθηκε με την πολιτισμική αξιολόγηση των δύο φύλων. Αποδείχθηκε ότι ο πολιτισμός δεν είναι χωρίς φύλο και ο άνδρας γίνεται ο ιδρυτής ενός πολιτισμού σύμφωνα με πατριαρχικά κριτήρια. Το ερώτημα, εάν ο πολιτισμός του οικείου οδηγεί στον μη-πολιτισμό του ξένου βρίσκει γόνιμο έδαφος στην πολιτισμική αξιολόγηση των δυο φύλων, ανδρικό = οικείο, γυναικείο = ξένο. Η προβληματική της ξενότητας ολοκληρώθηκε κατά κύριο λόγο στον πολιτισμό των δύο κόσμων ή ορθότερα του ενός, του ανδρικού, ενώ καταληκτικά συσχετίζονται, συγκεκριμενοποιούνται και εφαρμόζονται όλοι οι θεωρητικοί άξονες στη μορφή της Brunhild. Η πατρίδα της Brunhild υπό το πρίσμα της τοπικής ξενότητας καθορίζει τον βασικό άξονα στα προς ανάλυση έργα, διότι συνδυάζει την τοπική με την ειδωλολατρική και την μη-πολιτισμική ξενότητα. Σύμφωνα με περιγραφές της Παλαιάς Διαθήκης, της αρχαιότητας και των μεσαιωνικών αντιλήψεων για τον Βορρά ως παραδείγματα για την «κατασκευασμένη φανταστική γεωγραφία» του Simmel, απεικονίζεται το τέλος του τότε γνωστού κόσμου με τα monstra και τις amazones με σκοτεινά χρώματα, ενώ οι διαστάσεις της ξενότητας, με πρώτη την τοπολογική, υπογραμμίζουν και εξηγούν την επιλογή της πατρίδας της Brunhild στον Απώτερο Βορρά, στον τόπο του σατανά και του βόρειου σκοταδιού. Εκκινώντας από τη θεωρία του Αchim Aurnhammer (1986), ο οποίος εντάσσει δομικά το αρχαίο έθιμο φιλοξενίας tessera hospitalis στο ανδρογυνικό μοντέλο, μελετήθηκε και ερμηνεύτηκε μεθοδολογικά η ανδρογυνική μορφή της Brunhild ακολουθώντας το symbontisches Curriculum, δηλ. «Oλότητα – Χίασμα – Επανένωση» σε διπλό επίπεδο ως «εσωτερικό και εξωτερικό ζεύγος» (Inneres και Äußeres Paar). Η αναδρομή στο ανδρογυνικό μοντέλο με βάση την παρουσίαση των βασικών προσωποποιήσεων ανδρογύνων από την Γένεση και τους στρογγυλούς ανθρώπους του Πλάτωνα στο Συμπόσιο μέχρι τον Ερμαφρόδιτο του Οβίδιου στις Μεταμορφώσεις του και τις αμαζόνες ως πηγές έμπνευσης στη λογοτεχνία επιβεβαιώνει ότι το ανδρογυνικό μοντέλο δεν προτείνει τη συμμετρία μεταξύ άρρενος και θήλεος, ενώ η ανάλυση του Νεοπλατωνισμού, ο κριτικός έλεγχος των όρων Αnima-Animus του Carl-Gustav-Jung και ο συνδυασμός του ανδρογυνικού μοντέλου με τον Ιερό Γάμο συμπληρώνουν την κυριαρχία της πατριαρχίας εις βάρος του γυναικείου φύλου. Η ιδέα του ανδρόγυνου αποτυγχάνει. Ο Ιερός Γάμος, προσωποποιημένος στην έννοια του υψηλού ζεύγους (Hohes Paar), συναντά τον θάνατο στον έρωτα με την αυτοθυσία της γυναίκας. Η πρωταγωνίστρια ενοχλεί με την ανδρική της πλευρά. Ενεργεί, έχει άποψη και δρα υπερβαίνοντας τον καθορισμένο από την πατριαρχία χώρο του γυναικείου. Το ανδρογυνικό στοιχείο στην Brunhild δομείται μόνο για να αποδομηθεί.
Μέσα από εννέα έργα παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος η μορφή της Brunhild στη λογοτεχνική σκηνή σαν tremendum και faszinosum στο χρονικό διάστημα από το 1810 έως το 1874, όπου πέρα από τη βασική θεματική της ξένης γυναίκας γίνεται μνεία σε όλες τις διαφορετικές εκδοχές της προσδοκώμενης θηλυκότητας κατά τον 19ο αιώνα, της Brunhild ως femme fatale, ως κυρία της αυλής, ως αμαζόνα - χωρίς βασίλειο - και ως εξολοθρεύτρια του ανδρικού φύλου στην πιο απειλητική της μορφή. Σύμφωνα με τρία έργα που αναφέρονται σε ολόκληρο τον μύθο των Nibelungen αναλύεται η δαιμονισμένη παρουσία της Brunhild στο δράμα Nibelungen-Hort (1828) του Ernst Raupach, ως όργανο και alter ego του πανίσχυρου πατέρα της και θεού Wotan στην τετραλογία Ring des Nibelungen (1853-1872) του Richard Wagner και ως η πιο «ανδρική γυναίκα», «σαν καυτή φωτιά και μαύρος πάγος» στην τριλογία Nibelungen (1860) του Friedrich Hebbel. Aκολουθεί η ανάλυση τριών δραμάτων που φέρουν ως τίτλο το όνομα της ηρωίδας. Ο Emanuel Geibel με το έργο του Brunhild (1857) προσωποποιεί στην ηρωίδα του την ξένη αγριότητα του Βορρά, ο Robert Waldmüller στη δική του εκδοχή της Brunhild (1863) παρουσιάζει την ηρωίδα ως «βασιλικό φίδι» και «Τurandot του Βορρά», ενώ ο Reinhold Sigismund με το δράμα Brynhilde (1875) επιλέγει ως πηγή για τη δική του Brunhild τους ψυχρούς βόρειους μύθους, τα ισλανδικά τραγούδια της Edda. Η μελέτη της μορφής της Brunhild στη λογοτεχνία διευρύνεται στην τρίτη ενότητα με τις εκδοχές του Johann Wolfgang von Goethe στο κείμενό του Maskenzug der romantischen Poesie (1810) που αποδυναμώνει την ισχύ της Brunehild παρουσιάζοντάς την ως γυναίκα με παιδική αφέλεια, του Johann-Gottfried Kinkel στο ποίημά του Brynhildis (1850), όπου η γυναικεία φιγούρα του ποιήματος αποκαλύπτεται ως φιγούρα των ανδρικών φαντασιώσεων και του Johannes Scherr στη νουβέλα του Brunhild (1870), όπου αντικατοπτρίζονται ξεκάθαρα οι νόμοι και οι κανόνες της πατριαρχικής κοινωνίας.
Το τρίτο μέρος της διατριβής, χωρισμένο σε τρεις ενότητες και αφιερωμένο σε εικαστικά έργα με θέμα την Brunhild που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το 1805 μέχρι το 1920, ενισχύει τα συμπεράσματα του δεύτερου μέρους, μιας και αποδεικνύει ότι και εδώ, όπως και στη λογοτεχνία ο τονισμός της τιθασευμένης θηλυκότητας της Brunhild υπηρετεί τον στόχο της διατήρησης της υπάρχουσας πατριαρχικής τάξης προβάλλοντας τον φόβο του ανδρικού φύλου για την αντιστροφή των ρόλων. Οι απεικονίσεις συμπληρώνουν τις θεματικές και τα μοτίβα που ερευνήθηκαν στο κεφάλαιο της λογοτεχνίας και περιλαμβάνουν όχι μόνο πίνακες, αλλά και τοιχογραφίες, νωπογραφίες, εικονογραφήσεις και σκίτσα, λιθογραφίες και χαλκογραφίες, αγαλματίδια και το τεράστιο μπρούτζινο άγαλμα της βαλκυρίας στην Κοπεγχάγη. Στην πρώτη ενότητα με θέμα το Nibelungenlied κατατάσσονται τέσσερα έργα του Johann-Heinrich Füssli που αποκαλύπτουν τη γυναικεία θηριωδία με την Brunhild ως αντιηρωίδα, τρεις νωπογραφίες του Julius Schnorr von Carolsfeld, όπου αναδεικνύεται η ήπια θηλυκότητα σε αντίθεση με την πολεμική ανδρεία και η εικονογράφηση του Josef-Kaspar Sattler, στην οποία ο δεμένος και κρεμασμένος Gunther φαντάζει ως θύμα της άσπλαχνης Brunhild. Αυτός ο κύκλος ολοκληρώνεται με τις τοιχογραφίες του Karl Schmoll von Eisenwerth και με την μισητή νεγροειδή ξένη και την Brunhild στην Ισλανδία στους δύο πίνακες του Hans-Adolph Bühler. Η δεύτερη θεματική ενότητα υπό την επιρροή του Richard Wagner, ο οποίος έστρεψε το βλέμμα των καλλιτεχνών στον κόσμο των μυθικών μορφών της βόρειας μυθολογίας και επενέργησε καταλυτικά με το συνολικό του έργο τέχνης (Gesamtkunstwerk) στην παραγωγή τέχνης παγκοσμίως, περιλαμβάνει δύο νωπογραφίες του Michael Echter που παραπέμπουν ξεκάθαρα σε αγώνα των δύο φύλων, τρεις πίνακες του ζωγράφου Hans Thoma που καταδεικνύουν την υποταγή της ως κόρη αλλά και την άρση της διαφορετικότητας, έξι έργα του ζωγράφου Ferdinand Leeke που επιβεβαιώνουν τις αιμομικτικές σχέσεις του πατέρα Wotan με την κόρη του Brunhild, καθώς και μια εικονογράφηση του Robert Engels με την ένοπλη Brunhild να καλπάζει γυμνή πάνω από τα ομοίως γυμνά σώματα των ανδρών στο πεδίο της μάχης. Την Brunhild σαν μητέρα γη, αλλά και σαν απειλητικό φυσικό φαινόμενο, σαν υπάκουη κόρη, αλλά και σαν κόρη που τιμωρείται για την ανυπακοή της παρουσιάζει ο Hermann Hendrich στα έργα του στις αρχές του 20ού αιώνα. Το μοτίβο της τιμωρίας της ανυπάκουης κόρης επισημαίνεται με το έργο του Γάλλου Henri Fantin-Latour, ενώ τα τρία έργα του ομοεθνούς του Odilon Redon αναδεικνύουν την εικόνα της ως femme fragile και ως ενσάρκωση των ανδρικών φαντασιώσεων. Δύο έργα του Ρώσου Michail Alexandrowitsch Wrubel συνεισφέρουν ουσιαστικά στην ανάλυση της μορφής, ενώ η Brunhild στην εικονογράφηση του Arthur Rackham ενσαρκώνει σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση ποικίλους ρόλους. Στην τελευταία ενότητα κάνει την εμφάνισή της η Brunhild του Βέλγου ζωγράφου Félicien Rops σε ένα παριζιάνικο καμπαρέ, ενώ την θηλυκή ολόγυμνη φαντασίωση ενσαρκώνει με την πλαστικότητα του κορμιού της η Βαλκυρία του νορβηγού γλύπτη Stephan Sinding.
Οι μεταμορφώσεις της Brunhild τόσο στα εικαστικά έργα τέχνης όπως και στη λογοτεχνία συνεισφέρουν αποφασιστικά στην ουσιαστική κατανόηση των πολικών σχέσεων των δύο φύλων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Γλώσσα – Λογοτεχνία
Λέξεις-κλειδιά:
Μπρουνχίλντα, Ξενότητα, Ανδρογυνία, Βαλκυρία, «Tο τραγούδι των Νιμπελούνγκεν», Το ξύπνημα της Βαλκυρίας, Ο μύθος της λύτρωσης, Τζιοβάνι Βοκάκιο: «Über einige Armselige und über Brunichildis - Königin der Franken», Ferdinand Freiligrath: «Anno Domini», Gregor von Tours: «Historia Frankorum», «Fredegar-Chronik», Georg Simmel, Adam von Bremen: «Nord-Exkurs», ψυχρή θηλυκότητα, ψυχρός ανδρισμός, Οι διαστάσεις της ξενότητας κατά τον Bernhard Waldenfels, Το έθιμο tessera hospitalis κατά τον Achim Aurnhammer, Animus-Anima του Carl-Gustav Jung, tremendum και faszinosum, symbolontisches Curriculum, Ολότητα-Χίασμα-Επανένωση, «Gingo-biloba» του Γκαίτε, Ιερός Γάμος, Ο μύθος των Νιμπελούνγκεν, Ernst Raupach: «Nibelungen-Hort», «Lied des Hürnen Seyfrid», Richard Wagner: «Ring des Nibelungen», Friedrich Hebbel: «Nibelungen», Emanuel Geibel: «Brunhild», Robert Waldmüller: «Brunhild», Reinhold Sigismund: «Brynhilde», «H πορεία προς τον θάνατο της Brynhilde», Johann Wolfgang von Goethe: «Maskenzug der romantischen Poesie», Gottfried Kinkel: «Brynhildis», Christa Rohde-Dachser, Johannes Scherr: «Brunhild», η μπαλάντα «Königskinder», Johann-Heinrich Füssli, Julius Schnorr von Carolsfeld, Josef-Kaspar Sattler, Hans-Adolf Bühler, Karl Schmoll von Eisenwerth, Michael Echter, Hans Thoma, Ferdinand Leeke, Robert Engel, Hermann Hendrich, Henri Fantin-Latour, Odilon Redon, Michail-Alexandrowitsch Wrubel, Arthur Rackham, Félicien Rops, Stephan Sinding
Ευρετήριο:
Ναι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
4
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
598
Αριθμός σελίδων:
533
Tsonaka_Konstantina_Dissertation_2018_Univ._of_Athens.pdf (4 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο