Το χρόνιο άγχος, η κατάθλιψη, η αλεξιθυμία, το ψυχοτραυματικό στρες της ασθενείας και η ψυχική ανθεκτικότητα σε ασθενείς που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συστηματικό ερυθηματώδη λύκο

Διπλωματική Εργασία uoadl:2943540 132 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Προαγωγή ψυχικής υγείας - Πρόληψη ψυχιατρικών διαταραχών
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-04-22
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Τζαρίμα Σοφία
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Ρίζος Εμμανουήλ, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μιχόπουλος Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Δουζένης Αθανάσιος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Το χρόνιο άγχος, η κατάθλιψη, η αλεξιθυμία, το ψυχοτραυματικό στρες της ασθενείας και η ψυχική ανθεκτικότητα σε ασθενείς που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συστηματικό ερυθηματώδη λύκο
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Το χρόνιο άγχος, η κατάθλιψη, η αλεξιθυμία, το μετατραυματικό στρες της ασθενείας και η ψυχική ανθεκτικότητα σε ασθενείς που πάσχουν από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συστηματικό ερυθηματώδη λύκο
Περίληψη:
Εισαγωγή: Δεδομένων των χαρακτηριστικών της χρονιότητας, του πόνου, της λειτουργικής αναπηρίας, και της παραμόρφωσης από την ασθένεια, πολλές συμπεριφορές κατάθλιψης, άγχους, και στρες μπορεί να εμφανιστούν σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ) και συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ), και αυτά συχνά αντανακλούν τις δυσκολίες αυτών των ασθενών στην αντιμετώπιση μιας χρόνιας, εξουθενωτικής διαταραχής. Πρόσφατες μελέτες ερευνούν την παρουσία της αλεξιθυμίας σε ασθενείς που πάσχουν από ΡΑ και ΣΕΛ. Η αλεξιθυμία είναι μια διαταραχή του ρυθμιστικού μηχανισμού της επεξεργασίας συναισθημάτων και χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην έκφραση και αναγνώριση των συναισθημάτων. Ασθενείς με χρόνιες ασθένειες έχουν μελετηθεί σε σχέση με την κατάθλιψη, το άγχος, και την αλεξιθυμία, αλλά έχει δοθεί αμελητέα προσοχή στο μετατραυματικό στρες ως δυναμικό της χρόνιας ασθένειας. Πολλοί ασθενείς με σοβαρές χρόνιες ασθένειες έχουν τραυματικές αναμνήσεις, όπως εφιάλτες, πανικό, ή πόνο που μπορεί να σχετίζονται με την ανάπτυξη μετατραυματικού στρες. Ωστόσο, στοιχεία από άλλες χρόνιες ασθένειες όπως οι καργιαγγειακές παθήσεις υποδηλώνουν ότι το μετατραυματικό στρες των χρόνιων ασθενειών μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργική αντιμετώπιση της ασθένειας και να επιδεινώσει την πρόγνωση της νόσου. Η ανθεκτικότητα ως ικανότητα ή δυνατότητα ανάκαμψης και θετικής προσαρμογής απέναντι σε σημαντικούς στρεσσογόνους παράγοντες, παρά των εμπειριών σημαντικής δυσκολίας ή τραύματος μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την προαγωγή της (ψυχικής και σωματικής) υγείας.
Σκοπός της μελέτης: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι ο προσδιορισμός της επικράτησης του χρόνιου άγχους σε άτομα με ρευματοειδή αρθρίτιδα και συστηματικό ερυθηματώδη λύκο. Συχρόνως μελετήθηκαν και άλλες μεταβλητές, η κατάθλιψη, η αλεξιθυμία, το μετατραυματικό στρες της χρόνιας νόσου, και η ανθεκτικότητα. Αυτή η μελέτη εξετάζει εάν αυτές οι μεταβλητές συσχετίζονται με τα κοινωνικοοικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, την ενεργότητα της νόσου, την τήρηση φαρμακευτικής αγωγής, και με έξεις (όπως άσκηση, κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ).
Υλικό και Μέθοδος: Ο πληθυσμός της μελέτης αποτελείται από 106 ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με ΡΑ ή ΣΕΛ στο Τμήμα Ρευματολογίας του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών, “ΑΤΤΙΚΟΝ”. Πρόκειται για ασθενείς που πάσχουν από ΣΕΛ (Ν=64) και ασθενείς που πάσχουν από ΡΑ (Ν=64). Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες (93.4%), μέσης ηλικίας τα 50.8 έτη και το 64.2% ήταν έγγαμες. Το 44.3% διαγνώστηκε πριν από 3 έως 7 χρόνια και σύμφωνα με την έναρξη των πρώιμων συμπτωμάτων, το 52.8% εμφάνισε τα πρώτα συμπτώματα πολύ πριν τα 7 έτη. Ένα ποσοστό 66% έχει επισκεφθεί ψυχίατρο ή ψυχολόγο τουλάχιστον μια φορά. Σχετικά με την επαγγελματική τους κατάσταση, το 71.7% δεν εργαζόταν.
Τα δεδομένα συλλέχθηκαν κατά την επίσκεψή τους στη Ρευματολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου, Αττικό. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2020 έως τον Νοέμβριο του 2020.
Δημογραφικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με συνήθειες ζωής (άσκηση, κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ) καταγράφηκαν μέσω ερωτηματολογίων από τους ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα. “Η κλίμακα άγχους και κατάθλιψης στο Γενικό Νοσοκομείο” (HADS) χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση των συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους. Η αλεξιθυμία ελέγχθηκε με την χρήση της “Κλίμακας Αλεξιθυμίας του Τορόντο” (TAS-20). Τα επίπεδα του μετατραυματικού στρες εκτιμήθηκαν με τη χρήση ενός ερωτηματολογίου αυτοαναφοράς “ Impact of Event Scale - Revised”. Επίσης, οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν με τη χρήση της “κλίμακας Ανθεκτικότητας Conor-Davidson”, “The Connor‐Davidson resilience scale” (CD‐RISC), ένα μέσο για τη μέτρηση της ανθεκτικότητας. Για τη διερεύνηση της ενεργότητας των νόσων, τα ερευνητικά εργαλεία ήταν το DAS28 για τους ασθενείς με ΡΑ και το SLEDAI για τους ασθενείς με ΣΕΛ.
Αποτελέσματα: Το άγχος (Μ.Τ.= 857) βρέθηκε να είναι ήπιο. Υπήρξε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ άγχους και παράλειψης δόσης (p-value=0.004), της υποκειμενικής εμπειρίας επιδείνωσης των χρόνιων συμπτωμάτων κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες (p-value<0.001), σοβαρότητας του πόνου κατά την τελευταία βδομάδα (p-value=0.001), ενεργότητας της νόσου στη ΡΑ (p-value=0.008), και ψυχικής ανθεκτικότητας (r=-0.337, p-value<0.05). Η κατάθλιψη (Μ.Τ.=8.09) βρέθηκε, επίσης, σε ήπιο επίπεδο. Υπήρξε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ κατάθλιψης και παράλειψης δόσης (p-value=0.018), της υποκειμενικής εμπειρίας επιδείνωσης των χρόνιων συμπτωμάτων κατά τις τελευταίες δύο εβδομάδες (p-value=0.023), σοβαρότητας του πόνου κατά την τελευταία εβδομάδα (p-value<0.001), διάγνωσης από 3 έως 7 χρόνια (p-value=0.029), ενεργότητας της νόσου στη ΡΑ (p-value=0.004), της ηλικίας διάγνωσης (r=0.218, p-value<0.05), και της ανθεκτικότητας (r=-0.399, p-value<0.05). Η συνολική μέση βαθμολογία του TAS20 έδειξε πιθανή αλεξιθυμία (Μ.Τ.=54.89). Υπήρξε στατιστικά σημαντική σχέση του συνολικού σκορ TAS 20 και της ηλικίας (r=0.284, p-value<0.05), του επιπέδου εκπαίδευσης (p-value=0.003), της έλλειψης εργασίας (Μ.Ο.= 57.42 vs. M.O.= 48.47, p-value<0.001), της ηλικίας διάγνωσης (r=0.277, p-value<0.05), και της ανθεκτικότητας (r=-0.254, p-value<0.05). Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ δυσκολίας αναγνώρισης συναισθημάτων και ηλικίας (r=0.196, p-value<0.01), έλλειψη εργασίας (Μ.Ο.= 21.16 vs. M.O.= 18.10, p-value=0.028), ενεργότητας της νόσου στη ΡΑ (p-value=0.003), ηλικίας διάγνωσης (r=0.221, p-value<0.01), και ανθεκτικότητας (r=-0.223, p-value<0.01). Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική σχέση της δυσκολία έκφρασης συναισθημάτων με το επίπεδο εκπαίδευσης (p-value=0.002), την έλλειψη εργασίας (Μ.Ο.=15.39 vs. M.O. =11.87, p-value<0.001), και την ανθεκτικότητα (r=-0.217, p-value<0.01). Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση της εξωτερικά προσανατολισμένης σχέσης με την ηλικία (r=0.349, p-value<0.05), το επίπεδο εκπαίδευσης (p-value<0.001), την έλλειψη εργασίας (Μ.Ο.= 20.87 vs. M.O.= 18.50, p-value=0.012), και με την ηλικία διάγνωσης (r=0.328, p-value<0.05). Η συνολική μέση βαθμολογία του IES-R (Μ.Τ.=4.89) έδειξε υψηλό μετατραυματικό στρες. Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση του συνολικού σκορ IER με την υποκειμενική εμπειρία επιδείνωσης των χρόνιων συμπτωμάτων κατά τις τελευταίες δυο εβδομάδες (p-value<0.001), τη σοβαρότητα του πόνου κατά την τελευταία εβδομάδα (p-value=0.004). Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση της υπερδιέγερσης ως συμπτώματος του μετατραυματικού στρες με την παράλειψη δόσης (p-value=0.007), την υποκειμενική εμπειρία επιδείνωσης των χρόνιων συμπτωμάτων κατά τις τελευταίες 2 εβδομάδες (p-value<0.001), τη σοβαρότητα πόνου κατά την τελευταία εβδομάδα (p-value=0.002), και την ενεργότητα της νόσου στη ΡΑ (p-value=0.034). Υπήρξε στατιστικά σημαντική σχέση της αναβίωσης του τραυματικού γεγονότος ως σύμπτωμα του μετατραυματικού στρες με την υποκειμενική εμπειρία επιδείνωσης των χρόνιων συμπτωμάτων κατά τις τελευταίες δυο εβδομάδες (p-value<0.001), και την σοβαρότητα πόνου (p-value=0.007). Η συνολική μέση βαθμολογία της κλίμακας της ανθεκτικότητας, του CD-RISK25 ήταν ίση με 66.8015.55. Η άσκηση συσχετίστηκε με την ανθεκτικότητα (p-value=0.014). Δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των ασθενών με ΡΑ και των ασθενών με ΣΕΛ.
Συμπεράσματα: Το χρόνιο άγχος στο δείγμα μας φάνηκε να είναι ήπιο και να σχετίζεται θετικά με την παράλειψη δόσης, την υποκειμενική εμπειρία επιδείνωσης των χρόνιων συμπτωμάτων κατά τις τελευταίες δυο εβδομάδες, την σοβαρότητα του πόνου κατά την τελευταία εβδομάδα, την ενεργότητα της νόσου στη ΡΑ, και αρνητικά με την ανθεκτικότητα. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όταν οι καταστάσεις υγείας είναι αρνητικές και οι ασθενείς εισέρχονται σε μια επακόλουθη αρνητική κατάσταση, τότε η εξέλιξη της σωματικής και ψυχικής υγείας είναι καθοδική. Οι χρόνιες αυτές επιβαρύνσεις στην υγεία προκαλούν μεγαλύτερη ανησυχία και λιγότερη ευημερία. Αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει τις ψυχολογικές επιπτώσεις (άγχος, κατάθλιψη, αλεξιθυμία, και μετατραυματικό στρες) των χρόνιων παθήσεων, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου. Γι’ αυτόν το λόγο είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν προληπτικές παρεμβάσεις που επιτρέπουν την ανάπτυξη προστατευτικών παραγόντων για την ανθεκτικότητα, οι οποίες θα μπορούσαν να βελτιώσουν τα αποτελέσματα στην υγεία.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Xρόνιο Άγχος, Κατάθλιψη, Αλεξιθυμία, Μετατραυματικό Στρες Χρόνιας Ασθένειας, Ψυχική Ανθεκτικότητα, Ρευματοειδής Αρθρίτιδα, Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
711
Αριθμός σελίδων:
336