Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Δημήτριος Παπακωνσταντίνου, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Γεωργία Βρυώνη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μαρία – Ευαγγελία Μόσχου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κλειώ Χατζηστεφάνου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μαρία Καντζανού, Επίκουρη Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ειρήνη Χατζηράλλη, Επίκουρη Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Δρούτσας, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Περίληψη:
Η υγεία του πληθυσμού καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, όπου είτε συνδυαστικά είτε μεμονωμένα καθορίζουν το επίπεδό τους. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά την υγεία του πληθυσμού είναι η κατάστασή του και το περιβάλλον του. Τέτοιοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον τόπο κατοικίας, το επάγγελμα, τις σχέσεις με την οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον, τον εργασιακό χώρο και το επίπεδο εισοδήματος και εκπαίδευσης. Δεν αμφισβητείται ότι το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, το οποίο εν πολλοίς επηρεάζεται από την εργασία και το εισόδημά τους, είναι σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία τους, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της (παγκόσμιας) κρίσης, η οποία μάλιστα συνεχίζεται με την εμφάνιση νέων προβλημάτων – κινδύνων. Ο τρόπος - η φιλοσοφία - η στάση ζωής, αποτελεί ένα άλλο σημαντικό - κρίσιμο στοιχείο που διδάσκει η οικογένεια στα μέλη της, σχετίζεται άμεσα με την διαδικασία διαμόρφωσης των χαρακτήρων και των συμπεριφορών τους απέναντι σε όλη την κοινωνία και εν τέλει επηρεάζει και το επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας είναι ακόμα ένας (εξίσου) σημαντικός παράγοντας για τον καθορισμό του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, η οποία προφανώς σχετίζεται με τον τόπο διαμονής και την απόσταση από τις υγειονομικές μονάδες. Μέσα από την παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρείται η παρουσίαση μιας προοπτικής επιδημιολογικής μελέτης, η οποία σχετίζεται με τη σκιαγράφηση του κοινωνικοοικονομικού στάτους των ασθενών που επισκέπτονται τα Επείγοντα Οφθαλμολογικά Ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γεώργιος Γεννηματάς», με διάγνωση αλλότριων σωμάτων στους οφθαλμούς των. Η εν λόγω διάγνωση αποτελεί ένα δυσεπίλυτο, αν όχι άλυτο, εδώ και πολλά χρόνια (παγκόσμιο) πρόβλημα δημόσιας υγείας, ένα πρόβλημα με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις, το οποίο επηρεάζει την κοινωνική – δημόσια ζωή των ίδιων των ασθενών και του περίγυρου αυτών, ενώ οι συνέπειές του (στις περιπτώσεις σοβαρών βλαβών ή ακόμα χειρότερα, πλήρους απώλειας της όρασης) προσθέτουν ακόμα ένα βάρος, τόσο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, όσο και στην εθνική οικονομία. Στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής καταγράφηκαν, αξιολογήθηκαν και μελετήθηκαν τα στοιχεία των ασθενών που προσήλθαν στα Επείγοντα Οφθαλμολογικά Ιατρεία της Α’ Πανεπιστημιακής Κλινικής, τις ημέρες γενικής εφημερίας του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γεώργιος Γεννηματάς», εκδόθηκαν αποτελέσματα αναφορικά με τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά (εθνικότητα, φύλο, ηλικία, κ.λπ.) και το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο (βαθμίδα εκπαίδευσης, επάγγελμα, ασφάλιση, τόπος διαμονής, κ.λπ.), την αιτία του προβλήματος και το κατά πόσο αυτό επηρεάστηκε από τα ανωτέρω στοιχεία, τον τρόπο αντιμετώπισής του (συντηρητική αγωγή, νοσηλεία, χειρουργείο, κ.λπ.), καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο (λόγου χάρη συχνότητα επισκέψεων) που θα συμβάλει στην εξαγωγή ουσιαστικών συμπερασμάτων και την υποβολή προτάσεων προς τον περιορισμό (με προοπτική την οριστική επίλυση) του προβλήματος. Σημειώνεται ότι όλοι οι ασθενείς του δείγματος, τόσο του γενικού, όσο και των συνεντευξιαζόμενων τραυματιών, υποβλήθηκαν σε πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο, ο οποίος περιελάμβανε μέτρηση της καλύτερα διορθωμένης οπτικής οξύτητας, μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, εξέταση του βυθού, καταγραφή της προηγούμενης θεραπείας (εφόσον υπήρχε) και – προφανώς – χορήγηση αγωγής και οδηγιών. Απώτερος σκοπός της διατριβής είναι η ευαισθητοποίηση κράτους και κρίσιμων ομάδων του πληθυσμού, καθώς και η δημιουργία ερεθίσματος για την ανάπτυξη άρτια σχεδιασμένων και συντονισμένων δράσεων για την πρόληψη και κατ’ επέκταση την προστασία των συνήθων (αλλά και μη) υπόπτων από τέτοιου είδους τραυματισμούς. Η ανάπτυξη της κατάλληλης πολιτικής πρόληψης, με συντονισμένες δράσεις από τους αρμόδιους φορείς και με εξασφαλισμένο το υψηλό ποσοστό «συνεργασίας» μεταξύ ληπτών και δεκτών, μόνο οφέλη, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά, θα έχει να προσφέρει, καθώς θα συμβάλουν σε έναν πιο υγιή πολίτη, μία πιο υγιή - ενεργή κοινωνία και μία υγιή – όσο το δυνατό λιγότερο επιβαρυμένη - οικονομία.