Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Ιωάννα Χήνου, Καθηγήτρια, Τμήμα Φαρμακευτικής ΕΚΠΑ
Περίληψη:
Capparis spinosa
Στην παρούσα διπλωματική εργασία, αναλύθηκαν για πρώτη φορά δείγματα άγουρων ανθέων (εδώδιμων μπουμπουκιών) και φύλλων, του είδους Capparis spinosa subsp. rupestris var. rupestris L. ξηρά και συντηρημένα σε αλάτι ή άλμη, από νησιά των Κυκλάδων (Σίφνο, Σέριφο, Τήνο). Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε ποσοτικός προσδιορισμός των ενώσεων ρουτίνη και κερκετίνη, με τη μέθοδο HPTLC, όπου επιβεβαιώθηκε η αφθονία σε ρουτίνη στα άγουρα άνθη και φύλλα του είδους (9.263-76.852mg/g ξηρού εκχυλίσματος), ενώ μόνο ένα δείγμα ξαρμυρισμένων άγουρων ανθέων από τη Σέριφο, εμφάνισε επαρκή ποσότητα κερκετίνης (2.878mg/g ξηρού εκχυλίσματος), δεδομένα σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία άλλων μελετών σε Capparis spinosa της Μεσογείου. Ο προσδιορισμός της περιεκτικότητας σε φαινολικές ενώσεις έδειξε μείωση του ολικού φαινολικού φορτίου με τη συντήρηση σε άλμη, σε σύγκριση με τα δείγματα ξηρής δρόγης, ενώ τα ξαρμυρισμένα δείγματα παρουσίασαν υψηλότερο φαινολικό φορτίο από τα αντίστοιχα δείγματα σε άλμη. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης DPPH ήταν ευθέως ανάλογα του ολικού φαινολικού φορτίου, καθώς τα δείγματα με χαμηλότερο φαινολικό προφίλ παρουσίασαν ασθενέστερη αντιοξειδωτική δράση. Τέλος, το αντιμικροβιακό προφίλ των δειγμάτων έδειξε ισχυρότερη δράση έναντι στελεχών Gram θετικών βακτηρίων (Staphylococcus aureus, Staphylococcus epidermidis, Streptococcus mutans, Streptococcus viridans) και του ανθρωποπαθογόνου μύκητα Candida glabrata, ενώ εμφάνισαν ασθενέστερη δράση έναντι όλων των άλλων στελεχών μικροοργανισμών που δοκιμάσθηκαν. Στο σύνολο των ελέγχων τα δείγματα ξηρής δρόγης από τα νησιά Σίφνο και Σέριφο εμφάνισαν την ισχυρότερη αντιμικροβιακή δράση.
Juniperus
Στην μελέτη αυτή, αναλύθηκαν με τη μέθοδο GC-MS τα αιθέρια έλαια καρπών και φύλλων 6 ειδών του γένους Juniperus που είναι αυτοφυή στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, 4 είδη: Juniperus oxycedrus subsp. deltoides, J. excelsa, J. foetidissima, J. communis subsp. communis που συλλέχθηκαν από την περιοχή της λίμνης Πρεσπών (Δ. Μακεδονία) και 2 είδη: J. macrocarpa και J. phoenicea από το νησί της Λέσβου (Β. Αιγαίο). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα περισσότερα είδη εμφάνισαν ως κύριους μεταβολίτες μονοτερπένια, ακολουθούμενα από σεσκιτερπένια, με εξαίρεση το είδος J.macrocarpa, που περιείχε κυρίως σεσκιτερπένια και δευτερευόντως οξυγονωμένα παράγωγά τους. Όλα τα αιθέρια έλαια που μελετήθηκαν φαίνεται να ανήκουν στον χημειότυπο α-pinene (7.36-43.11%), με πιο κύρια χημικά συστατικά τις ενώσεις: α-cedrol (0.10-27.73%), sabinene (6.53-13.5%), limonene (0.24-11.01%), myrcene (0.46-5.05%). Παρουσιάστηκαν διαφορές στην απόδοση, καθώς και στη χημική σύσταση μεταξύ των αιθέριων ελαίων. Επιπλέον, τα αποτελέσματα παρουσίασαν ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές, σε σύγκριση με τα βιβλιογραφικά δεδομένα μελετών αντίστοιχων φυτών του γένους Juniperus άλλης γεωγραφικής προέλευσης, γεγονός που προφανώς οφείλεται στις μοναδικές συνθήκες μικροκλίματος αλλά και εδάφους των περιοχών συλλογής (λίμνη Πρεσπών και της ηφαιστιογενούς Λέσβου). Όλα τα δείγματα αξιολογήθηκαν ως προς το ολικό φαινολικό φορτίο, την αντιοξειδωτική, αντιμικροβιακή τους δράση, με τα έλαια των φύλλων να παρουσιάζουν πλουσιότερο φαινολικό προφίλ και ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, σε σύγκριση με τους καρπούς. Όσον αφορά την αντιμικροβιακή δράση, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη αντιμικροβιακή δράση στα αιθέρια έλαια των καρπών, ιδιαίτερα έναντι στελεχών Gram θετικών βακτηρίων (Staphylococcus, Streptococcus) και του ανθρωποπαθογόνου μύκητα C. glabrata.
Λέξεις-κλειδιά:
Capparis spinosa, Κυκλάδες, ρουτίνη, κερκετίνη, HPTLC, Juniperus, Εθνικό Πάρκο Πρεσπών, αιθέριο έλαιο, GC-MS, βιολογικές δράσεις