Περίληψη:
Ο Υποκλινικός Υποθυρεοειδισμός ορίζεται ως μια εργαστηριακή διάγνωση, όπου
παρατηρείται υψηλή τιμή TSH με φυσιολογική τιμή FT4. Στην τρίτη ηλικία, η
συχνότητα εμφάνισής της υπολογίζεται στο 15% στις γυναίκες και στο 10% στους
άνδρες.
Πιθανές επιπτώσεις του υποκλινικού υποθυρεοειδισμού θεωρούνται πως είναι η
αθηροσκλήρωση, η καρδιακή ανεπάρκεια, η αύξηση της ολικής και LDL χοληστερόλης
και διάφορα νευροψυχιατρικά συμπτώματα. Η κυριότερη όμως επίπτωση είναι η
εξέλιξή του σε αληθή νόσο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο ρυθμός εξέλιξης
υπολογίζεται στο 2-5% κατ’έτος. Η αυτόματη επαναφορά της τιμής της TSH στα
φυσιολογικά όρια είναι εξίσου συχνή και σημαντική.
Σε περίπτωση όπου η νόσος εξελιχθεί σε αληθή υποθυρεοειδισμό, η συμπτωματολογία
στους ηλικιωμένους είναι μικρότερη και συχνά συγχέεται με τη συμπτωματολογία
άλλων χρόνιων νοσημάτων ή αποδίδεται στη φυσιολογική λειτουργία της γήρανσης,
με αποτέλεσμα σημαντικός αριθμός ασθενών να παραμένουν αδιάγνωστοι και να μην
λαμβάνουν την ανάλογη θεραπεία. Συνεπώς, θεωρείται απαραίτητη η παρακολούθηση
των τιμών TSH και FT4 κάθε 6-12 μήνες με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση του
κλινικού υποθυρεοειδισμού και την αντιμετώπισή του.
Οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για τα αποτελέσματα της θεραπείας του
υποκλινικού υποθυρεοειδισμού έχουν συγκρουόμενα αποτελέσματα. Οι ευρωπαϊκές
κατευθυντήριες γραμμές προτείνουν τη συχνή παρακολούθηση των τιμών των
θυρεοειδικών ορμονών και τη εξατομικευμένη αντιμετώπιση των ασθενών αυτών.
Στους ηλικιωμένους ασθενείς η χορήγηση της λεβοθυροξίνης θα πρέπει να γίνεται
με προσοχή, καθώς έχει φανεί ότι η σχετική έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών
μπορεί να έχει προστατευτική δράση καθώς ελαττώνεται ο μεταβολικός ρυθμός και ο
αδρενεργικός τόνος.