ΠΑΝΟΠΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ: ΜΙΑ ΦΟΥΚΩΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Διπλωματική Εργασία uoadl:1328323 1103 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Ηθική
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2017-02-21
Έτος εκπόνησης:
2017
Συγγραφέας:
Μαστοράκος Νικόλαος
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γεράσιμος Κακολύρης, Λέκτορας, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.), ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
ΠΑΝΟΠΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ: ΜΙΑ ΦΟΥΚΩΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
ΠΑΝΟΠΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ: ΜΙΑ ΦΟΥΚΩΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Περίληψη:
ΠΑΝΟΠΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ: ΜΙΑ ΦΟΥΚΩΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εργασία αυτή προήλθε από τον προβληματισμό του δασκάλου σχετικά με τις σύγχρονες παιδαγωγικές πρακτικές, το σύστημα της γνώσης και της εξουσίας στο οποίο εντάσσεται το σχολείο και το ρόλο της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση των υποκειμένων της και οργανώθηκε με βάση δύο εμβληματικές μεταφορές στο έργο του Michel Foucault, τον πανοπτισμό και την ετεροτοπία. Η επαφή με τη φουκωική σκέψη μπορεί να διεγείρει την κριτική διερώτηση των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική λειτουργία αναφορικά με την συγκρότηση του εαυτού μέσα από τις κανονιστικές διαδικασίες και τα παιχνίδια αλήθειας που αυτή επιβάλλει και να τους προσφέρει υλικό για ευαισθητοποίηση και προβληματισμό σχετικά με πράγματα που θεωρούνται στην κοινωνία και στο χώρο του σχολείου ως «δεδομένα», «αναγκαία» ή «κανονικά».
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι βασικοί όροι της φουκωικής ανάλυσης (λόγοι, αρχαιολογία, γενεαλογία, υποκείμενο, εξουσία, γνώση, αλήθεια) και εξετάζεται η σύνδεσή τους με την εκπαιδευτική διαδικασία. Η εκπαίδευση παρέχει στα άτομα πρόσβαση στα ποικίλα είδη λόγου, όμως με τον έλεγχο που ασκεί στην κατανομή όσων προσφέρονται ή αποκλείονται επενεργεί επίσης στην προώθηση και την επιλεκτική διάδοση των λόγων. Η φουκωική θεώρηση αμφισβητεί την αντίληψη ότι διαχρονικά ο άνθρωπος εξορθολογίζεται και συσσωρεύει έγκυρη γνώση που μπορεί να γίνει κτήμα όλων, ακριβώς δηλαδή την αντίληψη που διαποτίζει τη σχολική ύλη και προσφέρεται ως διαλεκτικό ανάγνωσμα στους μαθητές. Η έρευνα του Foucault προσεγγίζει το λόγο σε σχέση με τις κοινωνικές δομές που τον παράγουν και εστιάζει στη θεσμική λειτουργία και στις τεχνολογίες της εξουσίας που επιδρούν στα σώματα, επιδιώκοντας να αναδείξει την υλικότητα των μηχανισμών της και να καταγράψει πώς η ορθολογικότητα ως κυριαρχία κανονικοποιεί τα άτομα. Η νεοτερικότητα έλεγξε μέσα από τις επιστήμες του ανθρώπου κατά τρόπο «αντικειμενικό» τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά του ατόμου, ώστε να το πειθαρχήσει και να το κανονικοποιήσει και το έργο του Foucault αποτελεί μια σπουδή της απόπειρας της εξουσίας να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα, ταυτόχρονα όμως περιλαμβάνει και την εξέταση της δυνατότητας του υποκειμένου να αυτοδιαμορφωθεί στην κατεύθυνση της μη-κυριαρχίας. Γενικότερα η φουκωική προβληματική για την εκπαίδευση μπορεί να πάρει είτε τη μορφή της ανάλυσης των σχέσεων εξουσίας σύμφωνα με ένα κριτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει την επανεξέταση των κανονικοποιητικών περιγραφών του αναπτυσσόμενου παιδιού, τη διευκρίνιση της σχέσης των εκπαιδευτικών στόχων με την άσκηση της εστιασμένης στην κυβερνησιμότητα σύγχρονης εξουσίας και τη διερεύνηση της δυστοπικής δυνατότητας αποθεσμοποίησης της γνώσης και αντίστασης στη λειτουργία της εκπαίδευσης ως εξουσιαστικού μηχανισμού είτε την ειδική μορφή που αφορά τους τρόπους με τους οποίους οι επιμέρους επιστήμες της αγωγής κατασκευάζουν προληπτικά το υποκείμενο «παιδί» στο όνομα της χειραφέτησής του.
Στη συνέχεια εξετάζονται τα κυρίαρχα παραδείγματα της ανθρωπιστικής και της φιλελεύθερης εκπαίδευσης σύμφωνα με τα οποία το ίδιο το υποκείμενο είναι η πηγή του λόγου και του νοήματος που διαχωρίζεται με σαφήνεια από την εξωτερική πραγματικότητα. Ο Foucault χαρακτηρίζει «αυταπάτη» τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, γιατί η προσκόλλησή της στο παλαιό παραδοσιακό υπόστρωμα του «ανθρωπισμού», διασφαλίζει τη διατήρηση της κοινωνικής οργάνωσης. Ειδικά ο χώρος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος διέπεται από τον ανθρωπισμό, δέχεται την αυστηρή κριτική του, γιατί προσφέρει μια μόρφωση της αμάθειας, που δεν δίνει κανένα απολύτως εφόδιο για την κατανόηση του τι συμβαίνει στον κόσμο, όντας «ξεπερασμένη» και «αισθηματική». Όσο για τη φιλελεύθερη εκπαίδευση, η ύπαρξη καθολικών κανόνων που επιτρέπουν στο άτομο να δρα κατά ηθικά αυτόνομο τρόπο και κατ’ επέκταση η ίδια ή έννοια της συναρτημένης με την αυτονομία «ανθρώπινης φύσης», από τη σκοπιά της φουκωικής ανάλυσης είναι δύο θέματα που εισήχθησαν στη δυτική σκέψη μετά το Διαφωτισμό και συγκαλύπτουν το ουσιαστικά πολιτικό εγχείρημα της εξουσίας να συγκροτήσει και μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, όχι ένα ελεύθερο, αλλά ένα κυβερνήσιμο υποκείμενο.
Στο τρίτο μέρος γίνεται λόγος για την πειθαρχία που περιλαμβάνει τις τεχνικές της κατανομής των ατόμων στο χώρο και του ελέγχου της δραστηριότητας των σωμάτων σε σχέση με το χρόνο και την απόδοση, οι οποίες εφαρμόζονται σε διάφορους χώρους εγκλεισμού, μεταξύ αυτών και στο σχολείο και μεθοδεύουν την οργάνωση του χώρου, του χρόνου και των ικανοτήτων για την απόσπαση του μεγαλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Στους χώρους εκπαίδευσης επιτελείται ο διαχωρισμός, ο συγχρονισμός και η καθυπόταξη των ατόμων με την εφαρμογή τεχνικών ορθολογικής διαχείρισής τους που υπηρετεί την οικονομική αποβλεπτικότητα του μετασχηματισμού τους, ώστε να μετατραπούν σε παραγωγικές και καταναλωτικές μονάδες μέσα στην καπιταλιστική οικονομία. Πριν καν αυτός τεθεί με όρους αρχιτεκτονικούς στο παράδειγμα του πανοπτικού, έχουν ήδη δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις ενός λειτουργικού χρησιμοθηρικού πανοπτισμού. Η σύνθεση της χωρικής ταξινόμησης με την πειθάρχηση πραγματώθηκε στο πανοπτικό του Bentham, ένα σχέδιο πρότυπης φυλακής που θα «εξανθρώπιζε» τη μορφή του βρετανικού σωφρονιστικού συστήματος και στο οποίο η αρχιτεκτονική μετατρέπεται σε συντελεστή υποταγής, διευκολύνοντας το βλέμμα της εξουσίας να εποπτεύει το χώρο. Ως μηχανή στο χώρο της εκπαίδευσης, το πανοπτικό προβαίνει σε έγκυρες καταγραφές: βαθμολογεί με ασφάλεια τις επιδόσεις, εντοπίζει δεξιότητες, αξιολογεί χαρακτήρες, ταξινομεί, αναδεικνύει τις ατομικές διαφορές και επίσης προσφέρεται για παράλληλα παιδαγωγικά πειράματα. Ο χώρος του σχολείου παρουσιάζεται ως ένα πεδίο, όπου κατά τρόπο προνομιακό, διασυνδέονται οι λειτουργίες της ιεραρχικής επιτήρησης και της κανονικοποιητικής κύρωσης με σκοπό τη μεγαλύτερη δυνατή απόσπαση δυνάμεων και χρόνου και κατασκευάζεται η πραγματικότητα που αποκαλείται άτομο με την εφαρμογή πανοπτικών τεχνικών καθυπόταξης. Ο πανοπτισμός, ως διατέμνουσα αρχή σύμφυτη με τη νεοτερικότητα, αφού εγγυήθηκε την αποτελεσματικότητα των εγκλεισμών στην πειθαρχική κοινωνία, κυριαρχεί και στην κοινωνία του ελέγχου, κάτω από το νεοφιλελεύθερο αίτημα της αποδοτικής και ασφαλούς εκπαίδευσης παράγοντας την αυτοϋποταγή του ατόμου. Η αγορά εντάσσει με ραγδαίους ρυθμούς το χώρο του σχολείου στις λειτουργίες της, επιβάλλει τις αρχές και τους κανόνες της στις διαδικασίες του και προκαταβάλλει τις λύσεις της σε σχέση με τα προβλήματά του, προωθώντας μέσα από έναν αναβιωμένο πανοπτισμό στην εκπαίδευση την κουλτούρα της απόδοσης και του ελέγχου και ευθυγραμμίζοντάς την με τις επιταγές της. Οι τεχνολογίες της επιτήρησης με την σταθερή, αλλά όχι πανταχού παρούσα, πιθανότητα της παρατήρησης που παρέχουν, ενισχύουν την αυτο-επιτήρηση των μαθητών και των εκπαιδευτικών και τους ωθούν να συμπεριφέρονται ως συμμορφωμένα υποκείμενα που παρακολουθούν την ίδια τους τη συμπεριφορά. Το μάνατζμεντ στην εκπαίδευση αποτελεί ακριβώς μια κατ’ εξοχήν διαχειριστική τεχνολογία της εξουσίας στην εντελώς πρόσφατη μορφή της και το σύγχρονο αντίστοιχο του πανοπτικού, που συνθέτει τις τεχνολογίες της πειθαρχίας και του εαυτού μέσα σε ένα κανονιστικό διοικητικό πλαίσιο. Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών έκαναν κυρίαρχη τη λογική της βιομηχανικής παραγωγής και του ανταγωνισμού της αγοράς στην εκπαίδευση, επιβάλλοντας μια γραφειοκρατική ορθολογικότητα που καταπνίγει τις φορτισμένες πολιτικά και ιδεολογικά επιλογές και παραγνωρίζει τα ηθικά και πολιτισμικά ζητήματα μπροστά στην οικονομική αποτελεσματικότητα.
Στο τέταρτο μέρος η ετεροτοπία αντιμετωπίζεται ως αμφίβολος χώρος που αποκαλύπτει κάτι για την κοινωνία στην οποία βρίσκεται από τον τρόπο που ενσωματώνει και διευθετεί τις ίδιες τις αντιφάσεις που παράγει αλλά αδυνατεί να επιλύσει αυτή η κοινωνία. Ο ορισμός της μέσα από το συσχετισμό αφενός με την ουτοπία και αφετέρου με το πραγματικό την καθιστά διπλά αμφίσημη, θέτοντας το ερώτημα αν είναι ένας κόσμος πειθαρχίας ή χειραφέτησης, αντίστασης ή εφησυχασμού. Σε κάθε περίπτωση ο Foucault είχε αντιληφθεί τον κριτικό κίνδυνο του εγκλωβισμού στο εσωτερικό στο όνομα της προσπάθειας να ανατραπεί το κυρίαρχο: δεν αρκεί η αντιστροφή των πραγμάτων είτε η περιχαράκωση της υλικότητάς τους για να απελευθερωθεί κάποιος από αυτά, αλλά είναι αναγκαία, κατ’ αντιστοιχία με την τάξη του λόγου, η επερώτηση για την εμφάνιση και τη λειτουργία του υποκειμένου μέσα στην τάξη του χώρου. Καθώς η «διασπορά» του υποκειμένου ως «πολλαπλότητα των θέσεων» και «ασυνέχεια των λειτουργιών» εκτείνεται και στο ετεροτοπικό πλέγμα, αποδίδοντάς του μια θέση διαμορφωμένη ιστορικά από κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες, η κίνηση στα όρια της σχέσης του υποκειμένου με το χώρο θα παραγάγει αδιαχώριστα τόσο το λόγο για το χώρο όσο και την υποκειμενικότητα. Το έξω δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως ο κενός τόπος της απομόνωσης και του αποφατικού ορισμού των αξιών, αλλά ως το υπό διερεύνηση ανάπτυγμα αυτού που υπάρχει και το όριο δεν είναι ο τόπος των άγονων διαλεκτικών διαχωρισμών, αλλά το ευμετάβλητο πεδίο των μετασχηματισμών. Κατά συνέπεια, η ετεροτοπία, ως οριακός τόπος, τόπος εν κινήσει κατά τη μεταφορά του πλοίου που κλείνει το ομώνυμο κείμενο, δε νοείται ως χώρος ύπαρξης και δράσης ενός συγκροτημένου υποκειμένου, αλλά ως πεδίο ανοιχτό στις δυνάμεις της γνώσης και της εξουσίας που το συγκροτούν: μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε αυτή γενεαλογικά μια μοναδικότητα με τοπικό χαρακτήρα και στρατηγικά την πολλαπλότητα των ενδεχομένων. Με αυτούς τους όρους είναι δυνατό να δούμε τις ετεροτοπίες όχι ως τόπους μιας παγιωμένης ετερότητας, αλλά ως πεδία όπου συντελείται η μετάβαση προς μια νέα υποκειμενικότητα μέσα από τη συνάντηση τριών μη αναγώγιμων οντολογιών, της εξουσίας, της γνώσης, και του εαυτού. Σε αυτές τις τρεις διαστάσεις ριζώνουν τα ερωτήματα «Τι μπορώ; Τι γνωρίζω; Ποιος είμαι;» που αφορούν την απροσδιόριστη ακόμα «αλήθεια» του παρόντος, όπου οι μεταλλάξεις του καπιταλισμού βρίσκονται ενώπιον μιας αργής ανάδυσης ενός νέου Εαυτού, ο οποίος εμφανίζεται ως φορέας αγώνων. Αν λοιπόν η λειτουργία της εκπαίδευσης καθορίζεται κατά ένα μέρος από τις δυνάμεις της γνώσης και της εξουσίας που τη διαπερνούν, μένει να δούμε ποιες είναι οι δυνατότητες του υποκειμένου που δρα σε αυτό το χώρο να του προσδώσει ετεροτοπικά χαρακτηριστικά, παρεμβαίνοντας το ίδιο κριτικά στη διαδικασία της συγκρότησής του. Αν επίσης η εκπαίδευση ήταν επιφορτισμένη με τον καθορισμό της θέσης του ατόμου στην κοινωνία μέσω της μόρφωσης, θα έπρεπε να τη συλλάβουμε σήμερα με τέτοιο τρόπο που να επιτρέπει στο άτομο να τροποποιείται σύμφωνα με τη θέλησή του και αυτό δεν είναι δυνατό παρά μόνο αν η εκπαίδευση συνιστά μια διαρκώς ανοιχτή δυνατότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εκπαιδευτικός είναι σε θέση να αλλάξει κάτι στη σκέψη και κατά συνέπεια στη δράση των νέων παιδιών, αν τους δείξει ότι είναι πολύ πιο ελεύθεροι απ’ όσο νομίζουν, ότι θεωρούν αληθινά και προφανή κάποια θέματα που κατασκευάστηκαν σε μια ιδιαίτερη ιστορική στιγμή και ότι αυτή η υποτιθέμενη προφάνεια μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και να αναιρεθεί. Η υπέρβαση της αντίληψης ότι η ανθρώπινη ύπαρξη διέπεται από μια καθολική αναγκαιότητα θα καταδείξει τον αυθαίρετο χαρακτήρα των θεσμών και θα υποδείξει ποιο χώρο ελευθερίας έχουμε στη διάθεσή μας ακόμα και ποιες αλλαγές μπορούν ακόμα να πραγματοποιηθούν. Ακόμα η σχέση δασκάλου-μαθητή μπορεί να υπερβεί τη μετάδοση της γνώσης και να πάρει αφενός τη μορφή της προσωπικής σχέσης που εμπεριέχει τη βοήθεια και την υποστήριξη προς το παιδί και αφετέρου την επιδραστική μορφή του φανερού παραδείγματος που αποτελεί ο τρόπος ζωής του δασκάλου. Εφόσον η μέριμνα για τον εαυτό προϋποθέτει έναν δάσκαλο ή έναν οδηγό ως φορέα της αλήθειας, η επιμέλεια εαυτού συνεπάγεται την αμοιβαία σχέση με τον άλλο, η οποία τίθεται μεν ως πρόβλημα κατά τη διάρκειά της, δημιουργεί όμως και την επίγνωση, ότι και άλλοι συμμετέχουν στους αγώνες να γνωρίσουν, να φροντίσουν και να ελέγξουν τους εαυτούς τους. Επίσης στο βαθμό που η μέριμνα ανακαλείται από την περιέργεια και συνοδεύεται από αυτή, διανοίγεται στην κατεύθυνση της μη δογματικής προβληματοποίησης του οικείου που αφήνει χώρο για το μετασχηματισμό του υποκειμένου, συνδέοντας την αλληλεπίδραση δασκάλου και μαθητή στο εκπαιδευτικό περιβάλλον με τις πρακτικές του εαυτού.
Τέλος, η εργασία ολοκληρώνεται με την επισήμανση ότι αποδίδοντας στον οριακό χώρο των ετεροτοπιών όχι πλέον τη λειτουργία της απομόνωσης και του αποκλεισμού, αλλά της προβληματοποίησης και του μετασχηματισμού του, μέσα από τα ερωτήματα που θέτει το ίδιο το υποκείμενο για τη σχέση του με τα «παιχνίδια αλήθειας» διαμέσου της επιστήμης, με τους άλλους διαμέσου της εξουσίας και επίσης για τις σχέσεις μεταξύ της αλήθειας, της εξουσίας και του εαυτού, η ενδεχομενική σκέψη και δράση του επερωτώντος υποκειμένου μπορούν να εκδιπλωθούν ως χειρονομίες ελευθερίας που συγκροτούν την ηθική του. Στην περίπτωση της εκπαίδευσης, μετέωρης σήμερα μεταξύ του ανθρωπιστικού παρελθόντος και του εργαλειακού παρόντος της, αυτή η προσέγγιση πρέπει να κατατείνει μάλλον προς ένα κριτικό μετασχηματισμό του υφιστάμενου παρά προς μια βίαιη αντιπαράθεση. Η φουκωική αναζήτηση της αλήθειας έξω από οριοθετήσεις και τυποποιημένα σχήματα μπορεί να εκληφθεί ως παιδαγωγική αρχή, που στη θέση της δογματικής επιβολής ή της σκεπτικιστικής άρνησης, υποδεικνύει τη διερεύνηση των μετασχηματισμών της, χωρίς να αποθησαυρίζει και να ερμηνεύει μόνο τις παρελθούσες καθολικές μορφές της, κατά το διαφωτιστικό / ανθρωπιστικό παράδειγμα, αλλά εντασσόμενη στην ανάδυση των νέων. Η κριτική του Foucault για το Διαφωτισμό μπορεί να διαβαστεί ως ετεροτοπική προσέγγιση του Λόγου, ακριβώς γιατί συνυπολογίζει τη σωματική και διανοητική περατότητα του υποκειμένου και έχει επίγνωση ότι η ενδεχόμενη παράβαση των ορίων μας δεν ισοδυναμεί με μια συνολική κατάργηση των ορίων και ταυτόχρονα ως σύνοψη ενός παιδαγωγικού εγχειρήματος για ελευθερία που συνδέεται με την αναζήτηση νέων τρόπων σκέψης και δράσης. Το πλαίσιο στο οποίο θα συντελεστεί η εργασία στα όρια του εαυτού μας θα είναι πειραματικό, συγκεκριμένο, μερικό και τοπικό, δηλαδή θα ελέγχεται εμπειρικά με βάση τη σύγχρονη πραγματικότητα, θα αποφεύγει την αναπαραγωγή προγραμμάτων από κοινωνίες και τρόπους σκέψης του παρελθόντος και θα εστιάζει στους δυνατούς μετασχηματισμούς του παρόντος και όχι σε σχεδιασμούς για την ολοκληρωτική αναμόρφωση του ανθρώπου, επομένως, θα μας καλεί σε μια διαρκή εκκίνηση κάθε φορά που θα αντιλαμβανόμαστε τους περιορισμούς και τους επικαθορισμούς μας.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Εκπαίδευση – Αθλητισμός
Λέξεις-κλειδιά:
Φουκώ, πανοπτισμός, ετεροτοπία, εκπαιδευτικό σύστημα
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
128
Αριθμός σελίδων:
148
ΠΑΝΟΠΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ. ΜΙΑ ΦΟΥΚΩΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ.pdf (1 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο