SOFT LAW ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ η ενδικασιμότητα των πράξεων ήπιου δικαίου στο ελληνικό δικονομικό σύστημα

Διπλωματική Εργασία uoadl:2707507 727 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Δίκαιο του Περιβάλλοντος
Βιβλιοθήκη Νομικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2018-03-18
Έτος εκπόνησης:
2018
Συγγραφέας:
Ζερβός Δημήτριος
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γεώργιος Δελλής Αναπληρωτής Καθηγητής, τμήμα Νομικής, Ε.Κ.Π.Α
Πρωτότυπος Τίτλος:
SOFT LAW ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ η ενδικασιμότητα των πράξεων ήπιου δικαίου στο ελληνικό δικονομικό σύστημα
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
SOFT LAW ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ η ενδικασιμότητα των πράξεων ήπιου δικαίου στο ελληνικό δικονομικό σύστημα
Περίληψη:
Το πεδίο δράσης της Ρυθμιστικής Διοίκησης συνεχώς και αυξάνεται. Συνακόλουθα, παρατηρείται η τάση η Ρυθμιστική Διοίκηση να μετέρχεται όλο και περισσότερο πράξεις που αποσκοπούν στον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των αποδεκτών τους, χωρίς την αναγνώριση δικαιωμάτων και την επιβολή υποχρεώσεων και με ορισμένο βαθμό τυποποίησης που προσιδιάζει τις μορφές του κλασικού δικαίου. Το ήπιο αυτό δίκαιο όμως διαφοροποιείται από την παραδοσιακή διοικητική πράξη τόσο ως προς την τυπική διαδικασία κατάρτισής του όσο και ως προς την υποχρεωτικότητα που το συνοδεύει. Η παράβασή του από το διοικούμενο δεν επισύρει – τουλάχιστον όχι άμεσα – κυρώσεις, αλλά αντιθέτως, το soft law διαδραματίζει έναν παιδευτικό ρόλο, προσανατολίζοντας συμπεριφορές. Αποτελεί συχνό σημείο αναφοράς και οι διοικούμενοι επιλέγουν συχνά την υπαγωγή τους σε αυτό. Άλλες δε φορές αποτελεί μέσο προειδοποίησης (βλ. συστάσεις) ενώ άλλες φορές αποτελεί τρόπο αυτοδέσμευσης της διοικητικής δράσης. Σε κάθε περίπτωση και για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι πράξεις που ανήκουν στο soft law εμφανίζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που επιτρέπει την ομαδοποίησή τους και τον διαχωρισμό τους από το hard, μέσα από κριτήρια soft law.
Η χρησιμοποίηση λοιπόν του ήπιου δικαίου από τη διοίκηση, είναι αδιαμφισβήτητη. Η ένταξή του στην νομική πραγματικότητα, απαιτεί την χρησιμοποίηση των εννοιών που η κλασική θεωρία του διοικητικού δικαίου έχει κληροδοτήσει. Έτσι, οι περισσότερες πράξεις ήπιου δικαίου ομοιάζουν με κανονιστικές λόγω του γενικού και απρόσωπου χαρακτήρα που συχνά παρουσιάζουν, αλλά διόλου απίθανο δεν είναι να εκδίδονται και εξατομικευμένες πράξεις ήπιου δικαίου.
Το soft law, καίτοι στερείται νομικής δεσμευτικότητας, δεν στερείται σημαντικών συνεπειών για τους αποδέκτες του. Για τον λόγο αυτόν, είναι αναγκαίο να εξευρεθούν τα κατάλληλα εργαλεία που θα εξασφαλίσουν αποτελεσματική δικαστική προστασία στον διοικούμενο. Το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ φαίνεται να αποτελεί το προσήκον στην περίπτωση του ήπιου δικαίου, λόγω του περιορισμού του δικαστηρίου μόνο στον έλεγχο της νομιμότητάς του, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο την υποκατάσταση του δικαστή στη θέση της διοίκησης. Συμπληρωματικά με αυτήν, ο διοικούμενος θα μπορεί πάντοτε να ασκεί αγωγή αποζημίωσης και σε αυτήν την περίπτωση το ήπιο δίκαιο θα μπορεί να ελεγχθεί αφενός παρεμπιπτόντως, ως κριτήριο ελέγχου της διοικητικής δράσης, αφετέρου ευθέως όταν με αυτό εξωτερικεύεται η παραβατική της συμπεριφορά.
Για να διασφαλιστεί η δικαστική προστασία μέσα από την αίτηση ακύρωσης, αναγκαίο είναι να συνειδητοποιηθεί ότι η έννοια της εκτελεστότητας είναι μία έννοια λειτουργική. Η λειτουργία δε που επιτελεί, είναι η διασφάλιση του ένδικου βοηθήματος, ούτως ώστε ο διοικούμενος να μην χάσει το δικαίωμά του, εν προκειμένω αυτό της δικαστικής του προστασίας. Άλλωστε δεν νοείται τομέας δράσης της διοίκησης που να μην ελέγχεται δικαστικά.
Ο δικαστικός έλεγχος του soft law, δεν αποτελεί ούτε ουτοπία αλλά ούτε και καινοτομία. Εμφανίζεται, ως κάτι το αυτονόητο, στα αγγλοσαξωνικά συστήματα δικαίου. ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, έχουν διαμορφώσει τους δικούς τους μηχανισμούς. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η αρχή έγινε ήδη από το 2016 στην Γαλλία, με τις αποφάσεις του CE «Société Fairvesta International et autres» και «Société NC Numericable». Στην Ελλάδα, η νομολογία του ΣτΕ φαίνεται να προσαρμόζεται. Από την κρίση του περί μη εκτελεστότητας των κατευθυντήριων γραμμών στις υπ’ αρ. 4474/2014 και 2357/2014, στην οποία άλλωστε επανέλαβε το σκεπτικό παλαιότερων αποφάσεών του, οδηγούμαστε στην νομολογία για τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια, στην νομολογία για το Mall και την διπλή ανάπλαση στον Βοτανικό και στην 1007/2016, καταλήγοντας στην 303/2017 απόφασή του, με την οποία, μεταξύ άλλων, ακυρώνει και τις ατομικές πράξεις επιστροφής από την ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ των αιτήσεων για την αδειοδότηση έργων μικρών ανεμογεννητριών αλλά και την παράλειψη προώθησης αντίστοιχων αιτημάτων.
Φαίνεται πως είναι θέμα χρόνου, μέχρι να νομολογηθεί και στην Ελλάδα ο ευθύς έλεγχος του soft law. Όταν γίνει αυτό, ενδιαφέρον θα παρουσιάσει εάν το ΣτΕ θα κινηθεί στην κατεύθυνση του CE ή αν θα χαράξει τον δικό του δρόμο.
Εν αναμονή λοιπόν των εξελίξεων, η όλη προβληματική της ενδικασιμότητας του ήπιου δικαίου, δηλαδή του δικαστικώς ελεγκτού ή ανελέγκτου αυτού, συνοψίζεται στην διαπίστωση ότι : παρόλο που είναι soft (ήπιο, χαλαρό) συνιστά law
Κύρια θεματική κατηγορία:
Δίκαιο – Νομοθεσία
Λοιπές θεματικές κατηγορίες:
Δημόσιο Δίκαιο
Λέξεις-κλειδιά:
πράξεις ήπιου δικαίου, δικαστικός έλεγχος
Ευρετήριο:
Ναι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
2
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
38
Αριθμός σελίδων:
60
ΖΕΡΒΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ.pdf (705 KB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο