ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ (ΔΥΤΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ) ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΕΝΕΡΓΟ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2928139 233 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος
Βιβλιοθήκη Σχολής Θετικών Επιστημών
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-11-13
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Μαυρούλης Σπυρίδων
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Ευθύμης Λέκκας, Καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, ΕΚΠΑ
Χαράλαμπος Κράνης, Επίκουρος Καθηγητής, ΕΚΠΑ
Στυλιανός Λόζιος, Αναπληρωτής Καθηγητής, ΕΚΠΑ
Μαρία Σταυροπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, ΕΚΠΑ
Γεώργιος Καβύρης, Επίκουρος Καθηγητής ΕΚΠΑ
Βασιλική Κουσκουνά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΕΚΠΑ
Ισαάκ Παρχαρίδης, Καθηγητής ΧΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ (ΔΥΤΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ) ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΕΝΕΡΓΟ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ (ΔΥΤΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ) ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΕΝΕΡΓΟ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ
Περίληψη:
Οι σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι φαινόμενα, που προκαλούνται από σεισμούς στο φυσικό περιβάλλον. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χρήσιμο και διαγνωστικό εργαλείο για τον υπολογισμό των σεισμικών εντάσεων και διακρίνονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς επιπτώσεις σχετίζονται άμεσα με τη σεισμική ενέργεια και περιλαμβάνουν κάθε επιφανειακή έκφραση της σεισμικής πηγής, όπως αποκάλυψη του σεισμογόνου ρήγματος στην επιφάνεια, συνσεισμικές επιφανειακές διαρρήξεις και μόνιμη επιφανειακή παραμόρφωση τεκτονικής προέλευσης (ανύψωση ή βύθιση και περιστροφή) καθώς και κάθε άλλη ένδειξη στην επιφάνεια τεκτονικής παραμόρφωσης προκαλούμενης από σεισμό. Οι δευτερογενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις προκαλούνται από την εδαφική κίνηση και ταξινομούνται σε οκτώ κύριες κατηγορίες: (1) υδρογεωλογικές ανωμαλίες, (2) ανωμαλίες στον κυματισμό/ σεισμικά κύματα βαρύτητας (tsunamis), (3) εδαφικές ρωγμές, (4) αστοχίες γεωλογικών σχηματισμών κατά μήκος πρανών, (5) ταλάντωση δέντρων και καταστροφές βλάστησης, (6) φαινόμενα ρευστοποίησης, (7) σύννεφα σκόνης, (8) αναπήδηση βράχων.
Η καταγραφή, η ανάλυση και η κατανόηση των σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων παρέχει βασικά και ουσιώδη στοιχεία και σημαντικές πληροφορίες όχι μόνο για την κατανόηση του τύπου και των βασικών παραμέτρων ενός σεισμού, αλλά και για την εκτίμηση του μεγέθους της σεισμικής δόνησης και προπάντων της έντασης στην πληγείσα από το σεισμικό φαινόμενο περιοχή. Επιπλέον, είναι ανεξάρτητες από τις πολιτιστικές και τοπικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και από τις διάφορες κατασκευαστικές τεχνικές και οικοδομικές πρακτικές, που υιοθετήθηκαν κατά περιόδους. Επομένως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της σεισμικής έντασης, όχι μόνο πρόσφατων, αλλά και ιστορικών σεισμών και παλαιοσεισμών και επιπλέον για τη σύγκριση μεταξύ μελλοντικών, πρόσφατων, ιστορικών και παλαιο- σεισμών καθώς και μεταξύ σεισμών που δημιουργούνται σε διαφορετικά τεκτονικά περιβάλλοντα.
Σε αυτό το πλεονέκτημα των συνοδών γεωδυναμικών φαινομένων, βασίστηκε η δημιουργία της κλίμακας περιβαλλοντικής σεισμικής έντασης ESI (Environmental Seismic Intensity) 2007 (Michetti et al., 2007). Η κλίμακα αυτή είναι 12βάθμια με τη βασική δομή των υπαρχόντων μακροσεισμικών 12βάθμιων κλιμάκων. Λαμβάνει υπ’ όψιν όλες τις σεισμικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στο πλαίσιο εφαρμογής της μπορούν να εκτιμηθούν: (α) η επικεντρική ένταση (Ιο), που δηλώνει την ένταση της δόνησης σε αντιστοιχία με το επίκεντρο και εκτιμάται με βάση τις παραμέτρους που σχετίζονται με την επιφανειακή εκδήλωση του σεισμογόνου ρήγματος καθώς επίσης και από τη συνολική έκταση της κατανομής των δευτερογενών φαινομένων, (β) τοπικές εντάσεις, κυρίως δια μέσου της περιγραφής των δευτερογενών επιπτώσεων σε επιμέρους θέσεις της πληγείσας περιοχής.
Τα πλεονεκτήματα της κλίμακας αυτής είναι τα ακόλουθα: (α) η ταξινόμηση, η ποσοτικοποίηση και η μέτρηση διαφόρων γνωστών γεωλογικών, γεωμορφολογικών, υδρολογικών και βιολογικών δεικτών για κάθε βαθμό έντασης, (β) η ανάκτηση, ανάλυση και παραμετροποίηση των πρωτογενών και δευτερογενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων προηγούμενων σεισμών, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών γεγονότων και των παλαιοσεισμών, (γ) η σύγκριση μεταξύ σεισμών που έχουν εκδηλωθεί στην ίδια περιοχή αλλά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά και μεταξύ σεισμών που έχουν εκδηλωθεί σε διαφορετικά περιβάλλοντα, (δ) η εκτίμηση σεισμικών εντάσεων σε περιοχές που είναι αραιοκατοικημένες, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη χωρική κατανομή και υψηλότερη χωρική ανάλυση των σεισμικών εντάσεων, (ε) η ανεξάρτητη εκτίμηση σεισμικών εντάσεων σε περιοχές όπου οι δομικές βλάβες και γενικά τα διαγνωστικά στοιχεία των βλαβών χάνουν τη διαγνωστική τους ικανότητα ή είναι κορεσμένα, (στ) η χρήση της συνολικής χωρικής κατανομής των δευτερογενών επιπτώσεων ως ανεξάρτητο εργαλείο για την ακριβή εκτίμηση της επικεντρικής έντασης κατά την απουσία πρωτογενών επιπτώσεων, (ζ) η εφαρμογή της είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλες παραδοσιακές μακροσεισμικές κλίμακες, όπως η Ευρωπαϊκή Μακροσεισμική Κλίμακα 1998 (European Macroseismic Scale 1998), που έχει ως αποτέλεσμα την πλήρωση των ελλείψεων και των μειονεκτημάτων των παραδοσιακών κλιμάκων, (η) η επέκταση της χρονικής περιόδου και ο εμπλουτισμός των καταλόγων σεισμών σε πολλές περιοχές σε όλο τον κόσμο με βάση την παραμετροποίηση των επιπτώσεων σεισμών που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν και (θ) η χρήση της γεωλογίας των σεισμών και της παλαιοσεισμολογίας για την επέκταση του χρονικού παραθύρου της ιστορικής σεισμικότητας σε μερικές δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της κλίμακας ESI 2007 και της χρήσης της συμβάλλουν στην πλήρη και λεπτομερή γνώση των ιστορικών σεισμών, των επιπτώσεών τους και των εντάσεών τους. Αποκαλύπτουν και επισημαίνουν υποπεριοχές με σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την εκδήλωση σημαντικών σεισμικών επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον, δοκιμάζουν την ευαισθησία και την ευπάθεια της πληγείσας περιοχής ως προς την εκδήλωση αυτών των γεωδυναμικών φαινομένων και βελτιώνουν την ετοιμότητα και τον προγραμματισμό των χρήσεων γης με απώτερο σκοπό την επιτυχή και αποτελεσματική αντιμετώπιση και διαχείριση των επιπτώσεων αυτών και τον μετριασμό τους.
Μια τέτοια προσέγγιση εφαρμόζεται και στην παρούσα έρευνα. Ως περιοχή μελέτης επελέγη η δυτική Ελλάδα και ειδικότερα τα νησιά στο κεντρικό τμήμα του Ιονίου Πελάγους (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθος) και η νοτιοδυτική Πελοπόννησος συμπεριλαμβανομένων των νομών Μεσσηνίας και Λακωνίας, όπου κρίθηκε απαραίτητο. Οι περιοχές αυτές έχουν χαρακτηριστεί από τις πιο ενεργές τεκτονικά και σεισμικά περιοχές στην Ελλάδα, στη Μεσόγειο και στον κόσμο. Έχουν πληγεί επανειλημμένα τόσο κατά την πρόσφατη περίοδο των ενόργανων καταγραφών αλλά και κατά τα ιστορικά χρόνια από μεγάλου μεγέθους καταστρεπτικούς σεισμούς με σημαντικές επιπτώσεις στον τοπικό πληθυσμό, στο φυσικό περιβάλλον, στις κατασκευές και τις υποδομές. Τα πιο πρόσφατα επεισόδια στη γεωδυναμική εξέλιξη των περιοχών αυτών είναι οι σεισμοί της Καλαμάτας το Σεπτέμβριο του 1986, της Κεφαλονιάς στις αρχές του 2014, της Λευκάδας το 2017 και της Ζακύνθου το 2018 με σημαντικές επιπτώσεις στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον της δυτικής Ελλάδας. Η γένεσή τους οφείλεται στην δραστηριοποίηση κύριων τεκτονικών δομών, που επηρεάζουν σημαντικά τη γεωδυναμική εξέλιξη της δυτικής Ελλάδας, όπως το ρήγμα μετασχηματισμού της Κεφαλονιάς, η ρηξιγενής ζώνη στο ανατολικό περιθώριο της λεκάνης Κάτω Μεσσηνίας μεταξύ άλλων εξίσου σημαντικών ρηγμάτων, τόσο χερσαίων όσο και υποθαλάσσιων, με υψηλό δυναμικό για πρόκληση σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πέρα από την ισχυρή εδαφική δόνηση.
Για τις περιοχές αυτές, εφαρμόστηκε η παρακάτω προσέγγιση:
• Λεπτομερής περιγραφή της γεωλογικής και νεοτεκτονικής δομής.
• Λεπτομερής και πλήρης καταγραφή και επανεξέταση της ιστορικά και πρόσφατα καταγεγραμμένης σεισμικότητας με όλους τους γνωστούς ιστορικούς και ενόργανους σεισμούς από όλες τις διαθέσιμες πηγές.
• Λεπτομερής και πλήρης καταγραφή των επιπτώσεων των σεισμών με ιδιαίτερη έμφαση στις σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από όλες τις διαθέσιμες πηγές.
• Ερευνητικές εργασίες πεδίου στις σεισμόπληκτες περιοχές αμέσως μετά την εκδήλωση πρόσφατων σεισμών και καταγραφή των επιπτώσεών τους
• Διάκριση των σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε πρωτογενείς και δευτερογενείς με βάση τα διαθέσιμα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά.
• Εφαρμογή της σεισμικής περιβαλλοντικής κλίμακας ESI 2007 για τον προσδιορισμό των τοπικών σεισμικών εντάσεων (local seismic intensities) όλων των γνωστών ιστορικών και πρόσφατων σεισμών με επιπτώσεις στην περιοχή έρευνας και τον προσδιορισμό της μέγιστης σεισμικής έντασης (maximum seismic intensity) με βάση τα διαθέσιμα ποσοτικά τους χαρακτηριστικά.
• Αναγνώριση των πιο συχνά παρατηρούμενων σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και συσχέτιση τους με διάφορους παράγοντες, που ευνοούν την εκδήλωσή τους.
• Χωρική κατανομή των εντάσεων στα ρηξιτεμάχη των περιοχών έρευνας και εξαγωγή των πιο επηρεασμένων από τις σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ρηξιτεμαχών και επιμέρους περιοχών αυτών.
• Επανεκτίμηση όλων των διαθέσιμων ήδη δημοσιευμένων σεισμικών εντάσεων και χαρτών ισοσείστων από την εφαρμογή παραδοσιακών μακροσεισμικών κλιμάκων, που βασίζονται κυρίως σε βλάβες στο δομημένο περιβάλλον της περιοχής έρευνας.
• Σύγκριση των σεισμικών εντάσεων των παραπάνω παραδοσιακών μακροσεισμικών κλιμάκων με τις σεισμικές περιβαλλοντικές εντάσεις για την εξαγωγή ομοιοτήτων και διαφορών και την πληρέστερη αποτύπωση της επίδρασης των σεισμών στην περιοχή έρευνας.
• Εφαρμογή μεθοδολογιών προσδιορισμού της κατολισθητικής επιδεκτικότητας, της επιδεκτικότητας στην εκδήλωση φαινομένων ρευστοποίησης και της επιδεκτικότητας στις επιπτώσεις tsunami με σκοπό τον προσδιορισμό ευάλωτων, επιδεκτικών ζωνών.
• Εκπόνηση χαρτών ιστορικού εκδήλωσης των επιπτώσεων αυτών και συσχέτισή τους με τους χάρτες επιδεκτικότητας με σκοπό να διαπιστωθεί αν τα φαινόμενα αυτά εκδηλώνονται τυχαία ή ελέγχονται και καθορίζονται από συγκεκριμένους παράγοντες και κατανέμονται σε συγκεκριμένες ζώνες με καθοριστικά για την εκδήλωση αυτών των φαινομένων χαρακτηριστικά.
• Συσχέτιση των πρωτογενών, όπου υπάρχουν, και των δευτερογενών σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων με τις ενεργές τεκτονικές δομές της περιοχής έρευνας. Για τη συσχέτιση αυτή κρίθηκε σκόπιμη και αναγκαία η μελέτη και περιγραφή της γεωλογικής, τεκτονικής και νεοτεκτονικής δομής της περιοχής έρευνας. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις ενεργές τεκτονικές δομές και τα νεοτεκτονικα ρηξιτεμάχη της περιοχής, όπως αυτά προέκυψαν όχι μόνο από τη σχετική βιβλιογραφική ανασκόπηση αλλά και με εργασίες υπαίθρου, που πραγματοποιήθηκαν κατά καιρούς και κάλυψαν όλες τις πληγείσες από τις σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις περιοχές, όπως οι νεοτεκτονικές λεκάνες και τα νεοτεκτονικά κέρατα της Δυτικής Πελοποννήσου και τα νησιά της Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ιθάκης και Ζακύνθου.
• Ανάλυση και συσχέτιση πρωτογενών και δευτερογενών σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων με σεισμολογικές παραμέτρους, όπως το σεισμικό μέγεθος και η σεισμική ένταση.
• Δημιουργία πίνακα δεδομένων για τα σεισμικά γεγονότα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που είχαν προκληθεί από αυτά.
Η πλήρης σεισμική ιστορία των καταστροφικών ιστορικών και πρόσφατων σεισμών στα νότια Ιόνια Νησιά και τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο περιλαμβάνει 52 σημαντικούς σεισμούς, που έχουν εκδηλωθεί όχι μόνο στη χέρσο αλλά και στις παρακείμενες θαλάσσιες περιοχές με σημαντικές επιπτώσεις στον τοπικό πληθυσμό, στο φυσικό περιβάλλον, στα κτήρια και στις υποδομές. Οι δευτερογενείς επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον περιλαμβάνουν υδρολογικές ανωμαλίες, tsunami, εδαφικές ρωγμές, αστοχίες πρανών, φαινόμενα ρευστοποίησης, επιπτώσεις στη βλάστηση, αναπήδηση βράχων και διαρροές υδρογονανθράκων. Σύννεφα σκόνης δεν παρατηρήθηκαν σε κάποιο από τα σεισμικά γεγονότα, που ερευνήθηκαν. Πρωτογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις έχουν επίσης αναφερθεί μετά από ισχυρούς σεισμούς στις παραπάνω περιοχές συμπεριλαμβανομένων επαναδραστηριοποίηση ρηγμάτων και επιφανειακές διαρρήξεις.
Όσον αφορά τη χρονική περίοδο, που καλύπτουν τα ιστορικά εκδήλωσης των σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που δημιουργήθηκαν, ισχύουν τα εξής:
• για τη Λευκάδα το ιστορικό εκτείνεται από το 1630 έως το 2015,
• για την Κεφαλονιά εκτείνεται από το 1636 έως το 2014,
• για την Ιθάκη εκτείνεται από το 1915 έως το 1953,
• για την Ζάκυνθο εκτείνεται από το 1513 έως το 2018,
• για την νοτιοδυτική Πελοπόννησο εκτείνεται από το 1842 έως το 2011.
Οι ιστορικά καταγεγραμμένοι σεισμοί με ημερομηνία γένεσης πριν το 1900 έχουν προκαλέσει πρωτογενείς και δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε 157 θέσεις. Οι ενόργανοι σεισμοί με ημερομηνία γένεσης μετά το 1900 έχουν προκαλέσει πρωτογενείς και δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε 260 θέσεις. Ειδικότερα, πρωτογενείς και δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις έχουν καταγραφεί:
• στην Λευκάδα σε 33 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 96 θέσεις από πρόσφατους,
• στην Κεφαλονιά σε 29 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 88 θέσεις από πρόσφατους,
• στην Ιθάκη σε 8 θέσεις από πρόσφατους,
• στη Ζάκυνθο σε 53 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 11 θέσεις από πρόσφατους,
• στην Πελοπόννησο σε 42 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 57 θέσεις από πρόσφατους.
Οι πιο συνηθισμένες δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα νότια Ιόνια Νησιά και την νότια Πελοπόννησο είναι:
• οι αστοχίες πρανών σε 39 σεισμικά γεγονότα,
• οι εδαφικές ρωγμές σε 32 γεγονότα,
• τα tsunami σε 31 γεγονότα,
• τα φαινόμενα ρευστοποίησης σε 23 γεγονότα,
• οι υδρολογικές ανωμαλίες σε 18 γεγονότα,
• οι διαρροές υδρογονανθράκων σε 5 γεγονότα,
• η αναπήδηση βράχων σε 1 γεγονός και
• οι επιπτώσεις στη βλάστηση σε 1 γεγονός.
Οι πρωτογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις περιορίζονται:
• στην επιφανειακή παραμόρφωση σε 6 σεισμούς και
• στις επιφανειακές συνσεισμικές διαρρήξεις σε 5 σεισμούς.
Από τη συσχέτιση σεισμών και σεισμικών μεγεθών διαπιστώνεται ότι:
• τα περισσότερα σεισμικά γεγονότα, που έχουν πλήξει τις περιοχές έρευνας, έχουν μέγεθος, που κυμαίνεται από 6.6 έως 7.0. Ακολουθούν:
• 17 σεισμοί με μέγεθος, που κυμαίνεται από 6.1 έως 6.5,
• 6 σεισμοί με μέγεθος από 5.1 έως 5.5,
• 5 σεισμοί με μέγεθος από 5.6 έως 6.0,
• 5 σεισμοί με μέγεθος από 7.1 έως 7.5 και
• 2 σεισμοί με μέγεθος από 4.5 έως 5.0.
• Το μέγεθος 11 σεισμών δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί.
Από τη συσχέτιση σεισμών και σεισμικών περιβαλλοντικών εντάσεων για όλη την περιοχή έρευνας διαπιστώνονται τα εξής:
• στη Λευκάδα, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VI-VIIESI 2007 και VIIIESI 2007.
• στην Κεφαλονιά, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VIIIESI 2007.
• στην Ιθάκη, όλοι οι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση ΙΧESI 2007.
• στη Ζάκυνθο, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VIIIESI 2007.
• στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VIIESI 2007.
Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Λευκάδας για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι:
• το ρηξιτέμαχος της πόλης της Λευκάδας,
• το δυτικό παράκτιο και βορειοανατολικό παράκτιο τμήμα του ρηξιτεμάχους Τσουκαλάδων – Κατούνας,
• το ρηξιτέμαχος του Αγίου Νικήτα,
• το βόρειο τμήμα του ρηξιτεμάχους Δρυμώνα,
• το κεντρο-βόρειο τμήμα (πρανή του Μέγα όρους), το ανατολικό τμήμα (πρανή του όρους Σκάρων) και το νότιο τμήμα (περιοχή νότια του όρους Ελάτη) του ρηξιτεμάχους Μέγα όρους – Σκάρων,
• το κεντρικό και δυτικό τμήμα της χερσονήσου Λευκάτα και
• το ανατολικό τμήμα του ρηξιτεμάχους Βλυχού – Πόρου, όπου αναπτύσσονται οι χερσόνησοι Βλυχού και Πόρου και ο κόλπος Βλυχού.
Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Κεφαλονιάς για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι:
• στο ρηξιτέμαχος της χερσονήσου Αργοστολίου, η παράκτια περιοχή της πόλης του Αργοστολίου, οι παράκτιες περιοχές του κόλπου Αργοστολίου και οι νοτιοανατολικές ακτές της χερσονήσου,
• στο ρηξιτέμαχος της χερσονήσου Παλικής, η παράκτια περιοχή της πόλης του Ληξουρίου, η παράκτια περιοχή από το Ληξούρι έως τον οικισμό του Αγίου Δημητρίου και από τον Άγιο Δημήτριο έως το παράκτιο έλος Λιβαδιού, οι δυτικές, νότιες και βόρειες ακτές της Παλικής και το νοτιοανατολικό τμήμα της Παλικής,
• στο ρηξιτέμαχος του Αίνου και της ανατολικής Κεφαλονιάς, τα δυτικά πρανή του όρους, οι παράκτιες περιοχές των κόλπων Αγίας Ευφημίας, Σάμης και Πόρου, οι κεντρο-ανατολικές και νοτιοανατολικές ακτές του ρηξιτεμάχους και τα νοτιοανατολικά πρανή του όρους,
• στο ρηξιτέμαχος της χερσονήσου Ερίσου, η ευρύτερη περιοχή της Άσσου,
• στο ρηξιτέμαχος της νοτιοανατολικής Κεφαλονιάς, η ευρύτερη περιοχή της Σκάλας,
• στη μεταβατική ζώνη από το όρος Αίνος προς τη χερσόνησο Ερίσου, η περιοχή Μύρτου,
• στη μεταβατική ζώνη από το όρος Αίνος προς τη χερσόνησο Παλικής, η περιοχή Ζόλας.
Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Ιθάκης για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι:
• • το βόρειο ρηξιτέμαχος και
• • το νότιο ρηξιτέμαχος.
Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Ζακύνθου για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι:
• το ρηξιτέμαχος του Σκοπού,
• το ανατολικό τμήμα του ρηξιτεμάχους της Κεντρικής Ζακύνθου
• το ρηξιτέμαχος του κόλπου Κεριού,
• το δυτικό τμήμα του ρηξιτεμάχους της Κεντρικής Ζακύνθου,
• το ρηξιτέμαχος της Νότιας Ζακύνθου
• το ρηξιτέμαχος της Βόρειας Ζακύνθου.
Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι:
• το πεδινό και παράκτιο τμήμα της, όπου αναπτύσσεται ο κύριος κλάδος του Πάμισου ποταμού και οι εκβολές του αντίστοιχα,
• το ανατολικό περιθώριο της λεκάνης της Κάτω Μεσσηνίας, όπου αναπτύσσεται η σεισμική ρηξιγενής ζώνη υπεύθυνη για την εκδήλωση των σεισμών του 1986, του 2004 και του 2011,
• οι παράκτιες περιοχές του Μεσσηνιακού κόλπου, ειδικότερα στην Καλαμάτα, στο Πεταλίδι και στην Κορώνη,
• το βόρειο τμήμα του Ταϋγέτου, όπου αναπτύσσονται φαράγγια και πρανή με απότομες κλίσεις σε αλπικούς σχηματισμούς,
• τα περιθώρια του βυθίσματος Δήμιοβας – Περιβολακίων με τις σημαντικές περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες του,
• η μεταβατική ζώνη από τη μορφοτεκτονική ταπείνωση Πύργου – Χριστιάνων προς τα όρη της Κυπαρισσίας,
• το δυτικό παράκτιο τμήμα της Μεσσηνίας και
• το νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Πυλίας.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Θετικές Επιστήμες
Λέξεις-κλειδιά:
Νεοτεκτονική, Ενεργός Τεκτονική, Ενεργά Ρήγματα, Σεισμικά Ρήγματα, Φυσικές καταστροφές, Σεισμοί, Ιστορικοί Σεισμοί, Ενόργανοι Σεισμοί, Σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, σεισμικό μέγεθος, σεισμική περιβαλλοντική ένταση, κατολισθητική επιδεκτικότητα, επιδεκτικότητα σε ρευστοποίηση, επιφανειακή παραμόρφωση, αστοχίες πρανών, καταπτώσεις, tsunami, εδαφικές ρωγμές, ΓΣΠ, γεωπληροφορίες, βάση δεδομένων σεισμικών καταστροφών
Ευρετήριο:
Ναι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
10
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
783
Αριθμός σελίδων:
876
Mavroulis_PhD_Thesis.pdf (163 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο