Ο προγνωστικός ρόλος της λιπονεκτίνης και της ρεζιστίνης σε ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο : Μελέτη παρακολούθησης τεσσάρων ετών

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2936319 127 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-02-23
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Κατσιμάρδος Ανδρέας
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Λεκάκης Ιωάννης, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ηλιοδρομίτης Ευστάθιος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ραλλίδης Λουκιανός, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, Επιβλέπων
Δευτεραίος Σπυρίδων, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Φιλιππάτος Γεράσιμος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αλεξόπουλος Δημήτριος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Παρίσης Ιωάννης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Ο προγνωστικός ρόλος της λιπονεκτίνης και της ρεζιστίνης σε ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο : Μελέτη παρακολούθησης τεσσάρων ετών
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Ο προγνωστικός ρόλος της λιπονεκτίνης και της ρεζιστίνης σε ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο : Μελέτη παρακολούθησης τεσσάρων ετών
Περίληψη:
Υπάρχουσα γνώση και αντικειμενικός σκοπός: Η αδιπονεκτίνη θεωρείται ότι έχει αντιαθηρογόνες ιδιότητες ενώ η ρεζιστίνη ότι προάγει την αθηροσκλήρωση. Ωστόσο, οι μελέτες στις οποίες έχει ερευνηθεί ο ρόλος της αδιπονεκτίνης και της ρεζιστίνης ως προς τα κλινικά συμβάματα έχουν οδηγήσει σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Με την παρούσα προοπτική μελέτη, ερευνήσαμε την μακροπρόθεσμη προγνωστική αξία της αδιπονεκτίνης και της ρεζιστίνης σε ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο σε μία εποχή που η φαρμακευτική αγωγή με στατίνες είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη.
Μέθοδοι: Συνολικά 776 διαδοχικοί ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο στρατολογήθηκαν και παρακολουθήθηκαν για ένα μέσο χρονικό διάστημα 5 ετών. Αναλύθηκαν τα επίπεδα της αδιπονεκτίνης ορού, της ρεζιστίνης ορού, των λιπιδίων, της hs-CRP, της IL-6 και της ομοκυστεΐνης. Το πρωτογενές καταληκτικό σημείο ήταν η καρδιαγγειακή θνητότητα και τα δευτερογενή καταληκτικά σημεία ήταν οι νοσηλείες για ΟΣΣ, αρρυθμιολογικό σύμβαμα ή ισχαιμικό ΑΕΕ.
Αποτελέσματα: Κατά την παρακολούθηση των ασθενών συλλέχθηκαν δεδομένα από 713 ασθενείς από τους οποίους οι 79 υπέστησαν καρδιαγγειακό θάνατο (11,1%) ενώ 205 ασθενείς (28,8%) εκδήλωσαν δευτερογενές καταληκτικό σημείο. Πεντακόσιοι ενενήντα οκτώ ασθενείς (83,9%) ήταν σε φαρμακευτική αγωγή με στατίνες. Η αδιπονεκτίνη είχε σημαντική θετική συσχέτιση με την hsCRP (r=0,075, p=0,037), την IL-6 (r=0,107, p=0,018), και την ομοκυστεΐνη (r=0,177, p <0,001) ενώ η ρεζιστίνη είχε σημαντική θετική συσχέτιση με την αρτηριακή υπέρταση (r=0,156 ,p <0,001) την hs-CRP (r=0,167, p <0,001), την IL-6 (r=0,161, p=0,002) και την ομοκυστεΐνη (r=0,212, p <0,001). Τα επίπεδα της αδιπονεκτίνης ήταν ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης του καρδιαγγειακού θανάτου μετά από προσαρμογή ως προς τους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση στεφανιαίας νόσου (HR: 1,071; 95% CI: 1,040 – 1,104; p<0,001). Περαιτέρω προσαρμογή ως προς το κλάσμα εξώθησης, την hs-CRP και την αγωγή με στατίνες δεν τροποποίησε τη συσχέτιση (HR: 1,092; 95% CI: 1,053 – 1,133; p<0,001). Οι ασθενείς με τιμές αδιπονεκτίνης στο ανώτερο τριτημόριο (≥6,49 μg/mL) είχαν 2,7 φορές υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου συγκριτικά με τους ασθενείς με τιμές αδιπονεκτίνης στο κατώτερο τριτημόριο (≤3,79 μg/mL) μετά από προσαρμογή ως προς τους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση στεφανιαίας νόσου (HR: 2,744; 95% CI: 1,542 – 4,882; p=0,001). Τα επίπεδα της ρεζιστίνης δεν είχαν προγνωστική αξία για την εκδήλωση του καρδιαγγειακού θανάτου (HR: 1,044; 95% CI: 0,994 – 1,096; p=0,087).
Συμπεράσματα: Η αδιπονεκτίνη είναι ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης του καρδιαγγειακού θανάτου σε ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο στη σύγχρονη εποχή της διαδεδομένης χορήγησης στατινών ενώ η ρεζιστίνη δεν έχει προγνωστική αξία.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Λιπονεκτίνη, Αδιπονεκτίνη, Ρεζιστίνη, Στεφανιαία νόσος
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
150
Αριθμός σελίδων:
95
Katsimardos Andreas PhD.pdf (3 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο