Summary:
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί αθρόα συμμετοχή ατόμων σε αθλητικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, οι οποίες απαιτούν κράτημα της αναπνοής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτός ο χειρισμός της αναπνοής όπως και η έκθεση του προσώπου σε νερό προκαλούν βραδυκαρδία, υπέρταση και αγγειοσυστολή, φαινόμενο γνωστό ως καταδυτικό αντανακλαστικό. Είναι επίσης γνωστό ότι η ικανότητα για άπνοια ποικίλλει σημαντικά, από 30 έως 548 sec, όχι μόνο από άτομο σε άτομο αλλά και στο ίδιο άτομο ανάλογα με την εκάστοτε συνθήκη. Είναι όμως άγνωστο εάν υπάρχουν διαφορές σ’ αυτήν την ικανότητα ανάμεσα στα φύλα η οποία συμβάλλει στους παράγοντες που καθορίζουν τέτοια ευρεία διακύμανση απόκρισης. Ακόμα, η επίδραση της έκθεσης του προσώπου σε κρύο νερό στις φυσιολογικές αποκρίσεις της άπνοιας σε άνδρες και γυναίκες παραμένει αδιευκρίνιστη. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η επίδραση του φύλου στην ικανότητα για άπνοια και οι πιθανοί μηχανισμοί που μπορούν να εξηγήσουν αυτές τις διαφορές. Υποτέθηκε ότι: α) η μέγιστη διάρκεια άπνοιας θα ήταν μεγαλύτερη στους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες λόγω του εντονότερου αντανακλαστικού κατάδυσης και των μεγαλύτερων πνευμονικών όγκων και β) η έκθεση του προσώπου σε κρύο νερό θα περιόριζε την ικανότητα για άπνοια και θα ενέτεινε το καταδυτικό αντανακλαστικό στον ίδιο βαθμό και στα δύο φύλα.
Για τη διερεύνηση των παραπάνω υποθέσεων 16 δοκιμαζόμενοι, 8 άνδρες (Α) και 8 γυναίκες (Γ), ηλικίας 18-30 χρονών πραγματοποίησαν δύο δοκιμασίες άπνοιας: α) μέγιστης διάρκειας επαναλαμβανόμενων προσπαθειών, συνολικά οχτώ, με ενδιάμεσο διάλειμμα 2 λεπτών και β) προκαθορισμένης διάρκειας στα 40 sec, κάτω από δύο διαφορετικές πειραματικές συνθήκες η κάθε μια, με (ΒΗFI) και χωρίς έκθεση (ΒΗFOI) του προσώπου σε νερό θερμοκρασίας ~15οC. Η διάρκεια κρατήματος της αναπνοής μετρήθηκε σε όλες τις προσπάθειες άπνοιας. Μετρήθηκαν επίσης η καρδιαγγειακή απόκριση, όπως η καρδιακή συχνότητα (HR), ο όγκος παλμού (SV), η καρδιακή παροχή (Q) και η συνολική περιφερική αντίσταση (TPR), ο κορεσμός της αιμοσφαιρίνης σε οξυγόνο (SaO2) και η δερματική ροή αίματος (SkBF) σε όλη τη διάρκεια του πειραματικού πρωτοκόλλου, η αναπνευστική απόκριση πριν και αμέσως μετά από κάθε άπνοια και η αιματολογική απόκριση όπως ο αιματοκρίτης (Hct) και η συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης ([Hb]) πριν την άπνοια, μετά την 3η και 8η άπνοια. Ο δείκτης αγγειοσυστολής υπολογίστηκε από τις θερμοκρασίες δακτύλου και πήχη κατά τη διάρκεια του πειραματικού πρωτοκόλλου. Πριν την εκτέλεση του πρωτοκόλλου άπνοιας όλοι οι δοκιμαζόμενοι αξιολογήθηκαν για την αναπνευστική τους λειτουργία και για την αερόβια ικανότητά τους.
Η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου ήταν υψηλότερη στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες (Α: 49,2±2,7 ml•kg-1•min-1 έναντι Γ: 36,4±1,9 ml•kg-1•min-1, p:0,00). Παρόμοια, οι πνευμονικές χωρητικότητες ήταν μικρότερες στις γυναίκες. Ο Hct και [Hb] ήταν υψηλότεροι στους άνδρες χωρίς να τροποποιηθούν στη διάρκεια των προσπαθειών και στις δύο συνθήκες άπνοιας. Ο χρόνος άπνοιας προοδευτικά αυξήθηκε από την 1η έως την 8η προσπάθεια χωρίς να παρατηρηθούν σημαντικές διαφορές μεταξύ των φύλων (Α: +34,43±4,79 sec και Γ: +22,64±5,83 sec) και μεταξύ των πειραματικών συνθηκών (BHFI: +29,07±5,37 sec και BHFOI: +28,00±5,71 sec). Παρόμοια, η μέγιστη ικανότητα άπνοιας δεν διαφοροποιήθηκε σε άνδρες (103,90±3,21 sec) και γυναίκες (104,97±4,21 sec) και δεν επηρεάστηκε από την συνθήκη άπνοιας (BHFI: 103,74±3,90 sec και BHFOI: 105,13±3,58 sec). Επιπλέον, ο χρόνος άπνοιας προβλέφθηκε σε σημαντικό βαθμό από την αερόβια ικανότητα, τη συνολική πνευμονική χωρητικότητα, τα επίπεδα του αιματοκρίτη και από τη συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης μόνο στους άνδρες. Κατά την άπνοια μέγιστης διάρκειας, η μείωση της HR (Α: -11,79±2,44% και Γ: -6,90±1,73%), η υπερτασική απόκριση (Α: +13,62±1,21% και Γ: +11,90±1,33%) και η πτώση του SaO2 (A: -3,19±0,69% και Γ: -3,81±1,01%) δε διέφερε μεταξύ των φύλων. Αντίθετα, η μεταβολή του SV (Α: -12,46±1,47% έναντι Γ: -8,77±2,11%, p:0,08), της Q (Α: -23,02±1,89% έναντι Γ: -15,06±2,43%, p:0,05) και η αύξηση της TPR (Α:51,27±3,88% έναντι Γ: 34,19±3,87%, p:0,01) ήταν μεγαλύτερη στους άνδρες.
Η έκθεση του προσώπου ενέτεινε τις παραπάνω καρδιαγγειακές αποκρίσεις, επίδραση η οποία ήταν όμοια σε άνδρες και γυναίκες. Παρόμοια, η επαναλαμβανόμενη άπνοια επηρέασε είτε θετικά είτε αρνητικά τις φυσιολογικές αποκρίσεις της άπνοιας χωρίς να διαφοροποιηθεί μεταξύ των φύλων.
Συμπερασματικά, η ικανότητα για άπνοια δεν διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών παρά τις σημαντικές διαφορές που παρατηρήθηκαν μεταξύ τους ως προς την αερόβια ικανότητα, το μέγεθος του πνεύμονα και την αιματολογική κατάσταση. Οι παράγοντες που καθορίζουν τη μέγιστη διάρκεια άπνοιας φαίνεται να είναι διαφορετικοί μεταξύ των φύλων. Η επίδραση της έκθεσης του προσώπου σε κρύο νερό και της επαναλαμβανόμενης προσπάθειας στη διάρκεια άπνοιας και στις λειτουργικές αποκρίσεις ήταν πανομοιότυπη στην πλειοψηφία των φυσιολογικών παραμέτρων.