Summary:
Στην παρούσα εργασία μελετήσαμε προοπτικά και τυχαιοποιημένα 62 ασθενείς με
κυστεοειδές οίδημα της ωχράς κηλίδας, λόγω κλαδικής αμφιβληστροειδικής φλεβικής
απόφραξης, οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν θεραπευτικά με laser φωτοπηξία δίκην
δικτύου στην περιοχή της ωχράς ή με ενδοϋαλοειδική έγχυση Ranibizumab 0,5 mg.
Σκοπός ήταν η σύγκριση των δύο θεραπευτικών προσεγγίσεων από πλευράς
αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, καθώς και η επίδρασή τους στην ανάπτυξη της
παράπλευρης κυκλοφορίας. Ο χρόνος παρακολούθησης ήταν 1 έτος. Εξήχθησαν τα
παρακάτω συμπεράσματα:
1. Αμφότερες οι αγωγές έχουν θετικά, λειτουργικά και ανατομικά, αποτελέσματα
στην αντιμετώπιση του οιδήματος της ωχράς.
2. Τα θετικά αποτελέσματα εμφανίζονται πρώιμα ( από το 1ο τρίμηνο της
θεραπείας).
3. Η μελέτη μας είναι η 2η διεθνώς, η οποία συγκρίνει την αποτελεσματικότητα
των δύο αυτών θεραπευτικών προσεγγίσεων. Ωστόσο, πλεονεκτεί της πρώτης γιατί
περιλαμβάνει περισσότερους ασθενείς, έχει μακρύτερο χρόνο παρακολούθησης και
γιατί οι ασθενείς μας μετά τις 3 πρώτες μηνιαίες εγχύσεις δεν ετίθεντο για
άλλους 3 μήνες απλώς σε παρακολούθηση, αλλά έκαναν επί 9 μήνες επανάληψη των
εγχύσεων «σύμφωνα με τις ανάγκες».
4. Η επαναλαμβανόμενη ενδοϋαλοειδική έγχυση Ranibizumab υπερέχει κατά πολύ,
λειτουργικά και ανατομικά, σε αποτελεσματικότητα συγκριτικά με την εφαρμογή των
ακτίνων laser, στη διάρκεια του 1ου έτους παρακολούθησης.
5. Ο μέσος όρος των ενδοϋαλοειδικών εγχύσεων Ranibizumab κατά τη διάρκεια του
1ου έτους θεραπείας είναι 7 (3 τους πρώτους 3 μήνες και 4 τους υπόλοιπους 9
μήνες, «σύμφωνα με τις ανάγκες»).
6. Οι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις Ranibizumab δεν επηρεάζουν την ανάπτυξη
παράπλευρης κυκλοφορίας, αριθμητικά και χρονικά. Το θέμα αυτό εξετάζεται για 1η
φορά διεθνώς στη μελέτη μας.