H εφαρμογή της προκαλτσιτονίνης στη διαγνωστική των λοιμώξεων

Διδακτορική Διατριβή uoadl:1305574 1826 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τομέας Υγείας - Μητέρας - Παιδιού
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2015-04-20
Έτος εκπόνησης:
2015
Συγγραφέας:
Κουτρούλης Ιωάννης
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Βασιλική Συριοπούλου
Πρωτότυπος Τίτλος:
H εφαρμογή της προκαλτσιτονίνης στη διαγνωστική των λοιμώξεων
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
'The application of procalcitonin in infectious diseases diagnostics'
Περίληψη:
Γενικά: Τελευταία, η χρήση της προκαλσιτονίνης (PCT) έχει καθιερωθεί ως
διαγνωστικός και προγνωστικός βιοδείκτης στις λοιμώξεις των παίδων και των
ενηλίκων, η χρήση της όμως σε παιδιά με τραύμα είναι πολύ περιορισμένη σύμφωνα
με τα υπάρχοντα στοιχεία.
Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να μελετηθεί η προκαλσιτονίνη
στον ορό του αίματος ως διαγνωστικός και προγνωστικός δείκτης σε παιδιά με
τραύμα. Συγκεκριμένα ο στόχος της μελέτης είναι να διερευνηθεί εάν η
προκαλσιτονίνη του ορού θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστος διαγνωστικός και προγνωστικός δείκτης σε παιδιά με
τραύμα και κυρίως στο διαχωρισμό μεταξύ σήψης και συνδρόμου συστηματικής
φλεγμονώδους αντίδρασης (SIRS) στα παιδιά με τραύμα και να συγκριθεί με άλλους
ευρέως χρησιμοποιούμενους βιοδείκτες όπως η CRP.
Μέθοδοι: Αρχικά, έγινε εμπεριστατωμένη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας,
χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων Pubmed. Επικεντρωθήκαμε στη χρήση μετα-
ανάλυσης από πληθυσμούς ενηλίκων, εξετάζοντας την ερμηνεία και τη μεθοδολογία
κάθε έρευνας και όπου ήταν δυνατόν, βρήκαμε αντίστοιχες παιδιατρικές μελέτες
για να καθοριστεί εάν τα ίδια αποτελέσματα ισχύουν
και στον παιδικό πληθυσμό. Οι πιο σημαντικές ερευνητικές εργασίες αναλύθηκαν
διεξοδικά.
Στη μελέτη περιλήφθησαν παιδιά ηλικίας 0-18 ετών που μεταφέρθηκαν στο Τμήμα
Επειγόντων Περιστατικών του SCHC (Pensylvannia, PA, USA) και για τα οποία έγινε
μερική ή πλήρης ενεργοποίηση της ομάδας τραύματος και άμεση εισαγωγή στη Μονάδα
Εντατικής Θεραπείας Παίδων (ΜΕΘ). Οι μετρήσεις PCT έγιναν στους ασθενείς στις
ώρες 0, 6, 12, 24 από την
εισαγωγή στο νοσοκομείο και στη συνέχεια καθημερινά μέχρι την οριστική έξοδο
από την ΜΕΘ ή το θάνατο.
Οι ασθενείς με τραύμα ανάλογα με την κλινική διάγνωση χωρίστηκαν σε τρεις
ομάδες: α) παιδιά με τραύμα και σήψη, β) παιδιά με τραύμα και σύνδρομο
συστηματικής φλεγμονώδους αντίδρασης (SIRS) και γ) παιδιά με τραύμα και με
χωρίς σήψη ή SIRS.
Αποτελέσματα: Στην παρούσα μελέτη περιελήφθησαν 90 παιδιά με τραύμα με εύρος
ηλικίας από 13 μήνες μέχρι 18 έτη και μέση ηλικία τα 7 έτη. Οι περισσότεροι εκ
των ασθενών ήταν άρρενες σε ποσοστό 62% (n=52). Τα αμβλέα τραύματα (86 %)
κυριάρχησαν στους ασθενείς της μελέτης κυρίως από τροχαία ατυχήματα. Ο μέσος
όρος στην κλίμακα σοβαρότητας των τραυματισμών (ISS) ήταν 18, ενώ η θνησιμότητα
έφτασε το 11%. Ποσοστό
33% (n=29) των ασθενών πληρούσε τα κριτήρια για διάγνωση σήψης και 22% (n=20)
τα κριτήρια για διάγνωση SIRS. Ο μέσος χρόνος παραμονής στη ΜΕΘ ήταν 8 ημέρες
και η αναπνευστική υποστήριξη κατά μέσο όρο για 5 ημέρες. Οι κύριες λοιμώξεις
που διαγνώστηκαν ήταν πνευμονία, λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και
βακτηριαιμία. Σημειώθηκε παροδική αύξηση των επιπέδων PCT σε όλες τις ομάδες
κατά τη διάρκεια των πρώτων 24 με 48 ωρών μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Μια
δεύτερη κορυφή με ακόμα
υψηλότερα επίπεδα PCΤ, παρατηρήθηκε σε ασθενείς με τραύμα και σήψη μεταξύ των
ημερών 6 και 9. Αυξημένα PCT επίπεδα μετά τις πρώτες 48 ώρες δεν παρατηρήθηκαν
στην ομάδα με τραύμα και SIRS αλλά ούτε στην ομάδα με ασθενείς με τραύμα και
χωρίς σήψη ή SIRS. Η μέση τιμή PCT ήταν σημαντικά υψηλότερη στην ομάδα παιδιών
με τραύμα και σήψη έναντι αυτής με 72 Η εφαρμογή της Προκαλσιτονίνης στη
Διαγνωστική των Λοιμώξεων
Ιωάννης Κουτρούλης τραύμα και SIRS και αυτής με τραύμα και χωρίς σήψη ή SIRS
(6.9, 1.1, 0.4 ng αντίστοιχα, p<0.05). Οι ασθενείς με επίπεδα PCT του 5 ng/ml ή
υψηλότερα είχαν σημαντικά αυξημένη θνησιμότητα όταν συγκρίθηκαν με ασθενείς με
επίπεδα μικρότερα από 5 ng/ml (p <0.05).
Όλοι οι ασθενείς είχαν αρχικά αυξημένα επίπεδα CRP (>200 mg/l), τα οποία
διατηρήθηκαν και μετά τις 48 ώρες από την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Σημαντική
μείωση στις τιμές της CRP επήλθε μετά την 7η ημέρα νοσηλείας και αργότερα από
την κλινική βελτίωση του ασθενούς.
Επίσης τα επίπεδα της CRP δε συσχετίστηκαν ούτε με την έναρξη της κατάλληλης
θεραπείας στους ασθενείς με τραύμα και σήψη σε αντίθεση με την PCT τα επίπεδα
της οποίας άρχισαν να υποχωρούν μετά τη χορήγηση αντιβιοτικών.
Συμπεράσματα: Στη μελέτη αυτή για πρώτη φορά διερευνήθηκε η χρησιμότητα της PCT
μετατραυματικά στο βαρέως πάσχοντα παιδικό πληθυσμό και διαπιστώθηκε ότι μπορεί
να χρησιμοποιηθεί ως βιοδείκτης για τη διαφοροποίηση της σήψης από το μη
λοιμώδες SIRS. Η
διακύμανση των επιπέδων της PCT μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να προσδιοριστεί
η διάρκεια της αντιμικροβιακής θεραπείας στους συγκεκριμένους ασθενείς.
Λέξεις-κλειδιά:
Προκαλσιτονίνη, Τραύμα, Παιδιά, Σήψη, Λοιμώξεις
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
80
Αριθμός σελίδων:
86
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο.

document.pdf
5 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο.