Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Μπουντόλος Κ., Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Αναστασιάδης Μ., Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Καρτερολιώτης Κ., Αναπληρωτής Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΕΚΠΑ
Περίληψη:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η λειτουργική αστάθεια της ποδοκνηµικής άρθρωσης (Π∆Κ), σχετίζεται µ ε µείωση της ιδιοδεκτικότητας της άρθρωσης και µε ελλείµµατα δύναµης. Ενώ έχει ήδη αξιολογηθεί η βιο-µηχανική συµπεριφορά της φυσιολογικής άρθρωσης σε δυναµικές συνθήκες κοψίµατος µε φόρα και πλαγιολίσθησης άµυνας, παρατηρείται ερευνητικό έλλειµµα στη µελέτη της ασταθούς Π∆Κ άρθρωσης. Ο σκοπός της συγκεκριµένης εργασίας ήταν να εξετάσει µ ε στατικό και δυναµικό τρόπο τις διαφορές που παρατηρούνται µεταξύ των χρόνια λειτουργικά ασταθών Π∆Κ αρθρώσεων και των αντίστοιχων υγιών.
ΜΕΘΟ∆ΟΣ Στην έρευνα συµµετείχαν 15 αθλητές καλαθοσφαίρισης (1.92m±0.05m, 92.6±1.1Kg), µε µονόπλευρη λειτουργική αστάθεια της Π∆Κ και 17 αντιστοιχισµένοι σε ηλικία, ανάστηµα και προπονητική εµπειρία υγιείς αθλητές, ως οµάδα ελέγχου. Αξιολογήθηκαν σε στατική συνθήκη µ ε το ισοκινητικό δυναµόµετρο CybexII+: α) για την αντίληψη της θέσης της άρθρωσης µε τον υπολογισµού του σφάλµατος επαναφοράς σε ορισµένες γωνιακές θέσεις 10ο και 20ο υπτιασµού καθώς και 10ο πρηνισµού και β) στη µέγιστη παραγωγή ροπής δύναµης των πρηνιστών και υπτιαστών µυών της Π∆Κ, σε γωνιακές ταχύτητες 60,150,240ο/sec. Στη δυναµική συνθήκη αξιολόγησης της Π∆Κ οι δοκιµαζόµενοι εκτέλεσαν: α) κίνηση κοψίµατος µε φόρα και β) πλαγιολίσθησης άµυνας, πάνω σε δύο συγχρονισµένα µεταξύ τους Η/∆ Kistler. Μετρήθηκαν και οι δύο αρθρώσεις των δοκιµαζόµενων οι οποίες ταξινοµήθηκαν σε 3 οµάδες: α) φυσιολογικές αρθρώσεις των αθλητών ελέγχου (οµάδα Α, n=34), β) ασταθείς αρθρώσεις (οµάδα B, n=15), γ) ετερόπλευρες φυσιολογικές αρθρώσεις των πασχόντων από αστάθεια (οµάδα Γ, n=15). Παράλληλα έγινε ταξινόµηση και ανάλογα µε την πλευρικότητα σε Κυρίαρχη ( Κ) και Μη Κυρίαρχη (ΜΚ) Π∆Κ άρθρωση. H στατιστική που εφαρµόστηκε ήταν µε ανάλυση διασποράς 3x2(2-factor ANOVA), καθώς και µε t-test κατά ζεύγη εντός της οµάδος των 15 πασχόντων αθλητών.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Στη αντίληψης θέσης της άρθρωσης δεν εντοπίστηκαν σηµαντικές διαφορές µεταξύ των οµάδων Α,Β,Γ, ενώ µεταξύ (Κ) και (ΜΚ) άρθρωσης βρέθηκε διαφορά στη γωνία 10ο πρηνισµού όπου το ΜΚ πόδι έχει µικρότερο σφάλµα υπολογισµού γωνίας από το Κ. Η µέγιστη ροπή δύναµης πρηνιστών – υπτιαστών ήταν η µόνη σηµαντική διαφορά που διαπιστώθηκε κατά τη σύγκριση (Κ)-(ΜΚ) ποδιού, στην οποία οι αναλογίες δύναµης πρηνιστών/υπτιαστών και στις 3 γωνιακές ταχύτητες ήταν υψηλότερες στο ΜΚ πόδι. Στη δυναµική συνθήκη αξιολόγησης του κοψίµατος µ ε φόρα, κατά την post hoc ανάλυση, βρέθηκε υψηλότερη κατακόρυφη σχετική δύναµη εδαφικής αντίδρασης Fz1(BW) στην οµάδα Β απ’ότι στη Γ, και συντοµότερος σχετικός χρόνος κορύφωσής (tFz1) στην οµάδα Β απ’ότι στην οµάδα Α. Στη συνθήκη αµυντικής πλαγιολίσθησης δεν παρατηρήθηκαν σηµαντικές διαφορές µεταξύ των οµάδων Α,Β,Γ, ενώ βρέθηκαν σηµαντικές διαφορές στην πλευρικότητα όπου οι αρθρώσεις των ΜΚ ποδιών διέθεταν υψηλότερη κατακόρυφη δύναµη Fz2(BW), και χαµηλότερες πλάγιες Fx1(BW), Fx2(BW).
ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η µη ανάδειξη διαφορών στην αντίληψη της θέσης του ποδιού περί την Π∆Κ άρθρωση πιθανώς οφείλεται στη διατήρηση σχετικά υψηλής λειτουργικότητας της ίδιας της άρθρωσης. Η δοκιµασία αυτή της αντίληψης θέσης του ποδιού µπορεί να αξιοποιηθεί ως µέτρο αξιολόγησης της ιδιοδεκτικότητας της άρθρωσης όταν συνδυάζεται η µηχανική και η λειτουργική αστάθεια της Π∆Κ. Η παραγωγή µυϊκής ροπής δεν επηρεάζεται από τη λειτουργική αστάθεια της Π∆Κ, ενώ αντίθετα, οι ασυµµετρίες στη µυϊκή ισχύ µεταξύ Κ και ΜΚ πλευράς ενδεχοµένως να επηρεάζουν την απόδοση. Οι εδαφικές δυνάµεις αντίδρασης δείχνουν διαφορετική τεχνική εκτέλεση της κίνησης στην ασταθή άρθρωση, σε σχέση µε την υγιή. Οι υψηλές κατακόρυφες ∆ΕΑ στις ασταθείς, αλλά και στις ΜΚ αρθρώσεις πιθανώς να σχετίζονται µε επιλογή του κινητικού µηχανισµού για επιβάρυνση του κάτω άκρου στον κατακόρυφο άξονα όπου οι δυνατότητες διάχυσης των φορτίων είναι µεγαλύτερες στα παθητικά στοιχεία του ΜΣΣ, αφαιρώντας πιέσεις καταπόνησης στον πλάγιο άξονα. Παράλληλα, οι ασυµµετρίες στην πλευρικότητα, οδηγούν στο σχεδιασµό ασκήσεων που θα βελτιώνουν την ασθενέστερη πλευρά και θα επιτρέπουν την αποτελεσµατική εκτέλεση κινήσεων χωρίς τραυµατισµούς.