«Η οδηγία 2014/59/ΕΕ για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και η πρόσφατη ενσωμάτωση της στο εθνικό δίκαιο» [Μία κριτική θεώρηση αυτής, ιδίως υπό το πρίσμα του 17 Σ και του ΠΠΠ 1 της ΕΣΔΑ]

Διπλωματική Εργασία uoadl:2255732 713 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική
Βιβλιοθήκη Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης - Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης - Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών - Κοινωνιολογίας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2017-11-19
Έτος εκπόνησης:
2017
Συγγραφέας:
Ζαχαροπούλου Παναγιώτα
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ.
Πρωτότυπος Τίτλος:
«Η οδηγία 2014/59/ΕΕ για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και η πρόσφατη ενσωμάτωση της στο εθνικό δίκαιο» [Μία κριτική θεώρηση αυτής, ιδίως υπό το πρίσμα του 17 Σ και του ΠΠΠ 1 της ΕΣΔΑ]
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
«Η οδηγία 2014/59/ΕΕ για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και η πρόσφατη ενσωμάτωση της στο εθνικό δίκαιο» [Μία κριτική θεώρηση αυτής, ιδίως υπό το πρίσμα του 17 Σ και του ΠΠΠ 1 της ΕΣΔΑ]
Περίληψη:
H σχετικά πρόσφατη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 χαρακτηρίζεται από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας ως η σημαντικότερη κρίση που γνώρισε μεταπολεμικά το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αρχικά, εκδηλώθηκε ως κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων των ανεπτυγμένων οικονομιών, η οποία μεταδόθηκε με ταχύτατους ρυθμούς στις διατραπεζικές αγορές σε όλο τον κόσμο προκαλώντας ανυπέρβλητα προβλήματα ρευστότητας. Στην έκταση που έλαβε η κρίση αυτή συνέβαλαν οι αλλαγές που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην λειτουργία της διεθνούς οικονομίας και η επίδραση της παγκοσμιοποίησης.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναζητήθηκαν εξ αρχής τρόποι θεσμικής και νομοθετικής αντιμετώπισης των συνεπειών της, με κοινό παρανομαστή την αναγνώριση της ανεπαρκούς επιτήρησης και ελέγχου των τραπεζών και των χρηματαγορών. Παράλληλα, δεδομένης της έντονης επιρροής της τραπεζικής αφερεγγυότητας σε ολόκληρη την οικονομία, κατέστη επιτακτική η ανάγκη θέσπισης ενός κανονιστικού πλαισίου που θα ρυθμίζει άμεσα τις λειτουργίες του εκάστοτε αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος με σκοπό την άμεση αποφυγή αρνητικών αντανακλαστικών συνεπειών έναντι του δημοσίου συμφέροντος.
Στο πλαίσιο αυτό, στην Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης της 29ης Ιουνίου 2012, οι Αρχηγοί των κρατών μελών και των κυβερνήσεων της ευρωζώνης ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την υποβολή συγκεκριμένων νομοθετικών προτάσεων αναφορικά με την άμεση λειτουργία ενός εποπτικού μηχανισμού για τα πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο μίας ευρύτερης πολιτικής για την διαμόρφωση μιας «Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης». Οι θεσμικές και κανονιστικές εξελίξεις που ακολούθησαν, με βάση τα όσα αποφασίστηκαν σε πολιτικό επίπεδο το 2012, ήταν ιδιαιτέρως σημαντικές με αποκορύφωμα την τροποποίηση της οδηγίας 2001/24/ΕΚ σχετικά με την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, θέτοντας πλέον εν τοις πράγμασι ένα ενιαίο, κοινό πλαίσιο. Πρόκειται για την εισαγωγή της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, γνωστή και ως «BRRD». Οι διατάξεις δε αυτής ενσωματώθηκαν στην ελληνική δικαιική τάξη, μόλις τον Αύγουστο 2015 με τον Ν.4335/2015, παρά μάλιστα το γεγονός ότι η ελληνική τραπεζική κρίση ήταν απόρροια της δημοσιονομικής κρίσης που έπληττε την Χώρα.
Κύρια χαρακτηριστικά του εν λόγω νομοθετικού πλαισίου αποτελεί η προσπάθεια για ταχύτερη εξυγίανση του αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς την μεσολάβηση δικαστικής διαδικασίας αλλά και χωρίς την συμβολή του κοινωνικού συνόλου. Σκοπός της νομοθετικής αυτής προσπάθειας αποτελεί η διαφύλαξη ή έστω η αποκατάσταση της οικονομικής θέσης του πιστωτικού ιδρύματος, μέσω της υιοθέτησης μιας σειράς μέτρων εξυγίανσης με έντονο παρεμβατικό χαρακτήρα επί των κεκτημένων περιουσιακών δικαιωμάτων των πιστωτών του ιδρύματος, θέτοντας όμως παράλληλα υπό αμφισβήτηση την συμβατότητα της με τις αντίστοιχες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Την αμφιβολία αυτή επιδιώκει να εξαλείψει μερίδα της θεωρίας επικαλούμενη την αναγκαιότητα της λήψης των μέτρων αυτών για την διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επισημαίνοντας παράλληλα ότι συνάδουν απόλυτα με τις βασικές αρχές της Συμβάσεως που δεν είναι άλλες από την αρχή της αναλογικότητας και της νομιμότητας.
Ωστόσο, το δημόσιο συμφέρον δεν αποτελεί μία υπερθετική έννοια ικανή να ξεπεράσει από μόνη της τα ερωτηματικά που ανακύπτουν ως προς τον οριακό χαρακτήρα των εν λόγω μέτρων. Διότι, τα θεμελιώδη δικαιώματα και δη τα περιουσιακά, ως αντικείμενο διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών εννόμων τάξεων δεν έχουν αποκλειστικά ατομικιστικό προσανατολισμό που να δικαιολογεί την εκάστοτε παράκαμψη τους με την απλή επίκληση της εν λόγω δικαιολογητικής βάσης. Ως εκ τούτου, προκύπτει η αναγκαιότητα ερμηνείας της ad hoc παρεμβατικής βούλησης του νομοθέτη υπό το πρίσμα των νέων κοινωνικο-οικοκονομικών συνθηκών, επιδεικνύοντας τον δέοντα σεβασμό απέναντι στον πυρήνα του θεσμού της ίδιας της ΕΕ, που δεν είναι άλλος από το πρωτογενές δίκαιο αυτού.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Κοινωνικές, Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες
Λοιπές θεματικές κατηγορίες:
Δίκαιο – Νομοθεσία
Λέξεις-κλειδιά:
Ανάκαμψη, Δημόσιο Συμφέρον, Εξυγίανση, Περιουσιακά Δικαιώματα, Πιστωτικά Ιδρύματα, Οικονομική Κρίση, Τραπεζική Κρίση
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
52
Αριθμός σελίδων:
117
Π Ν ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ_ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ_BRRD_ΠΠΠ 1_17Σ.pdf (2 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο