Η δράση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα κατά τα έτη 1947-1967: η συμβολή τους στην Προϊστορική Αρχαιολογία και η σχέση τους με το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2287139 744 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2017-11-24
Έτος εκπόνησης:
2017
Συγγραφέας:
Παπαβασιλείου-Μπαλλή Ουρανία-Αλεξάνδρα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Μαντζουράνη Ελένη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεµικού Κόσµου, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Βαβουρανάκης Γιώργος, Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Κοπανιάς Κώστας, Επίκουρος Καθηγητής Αρχαιολογίας Ανατολικής Μεσογείου, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Παπαδάτος Γιάννης, Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Πλάτων Λευτέρης, Αναπληρωτής Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Χασιακού Αφροδίτη, Λέκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Η δράση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα κατά τα έτη 1947-1967: η συμβολή τους στην Προϊστορική Αρχαιολογία και η σχέση τους με το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Η δράση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα κατά τα έτη 1947-1967: η συμβολή τους στην Προϊστορική Αρχαιολογία και η σχέση τους με το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας
Περίληψη:
Η υπό κρίση διατριβή αποτελείται από δύο τόμους, εκ των οποίων ο πρώτος περιλαμβάνει το κείμενο (σελ. 1-520), τις αρχειακές πηγές και τη βιβλιογραφία (σελ. 521-581) και ο δεύτερος αυτό καθεαυτό το αρχειακό υλικό και δύο συνεντεύξεις. Αυτό το αρχειακό υλικό - έγγραφα και αλληλογραφία- δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Η διατριβή διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει την Εισαγωγή και τα κεφάλαια 1 και 2 ενώ το δεύτερο τα κεφάλαια 3, 4 και 5 καθώς και τα Συμπεράσματα.
Στην Εισαγωγή τίθεται το ερευνητικό ερώτημα και καταγράφεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στη συγκρότηση της παρούσας μελέτης. Οριοθετείται το ιστορικό και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της κρίσιμης εικοσαετίας 1947-1967, εντός του οποίου έδρασαν οι δύο Αγγλοσαξονικές αρχαιολογικές Σχολές στην Ελλάδα, η Αμερικανική και η Βρετανική. Επίσης, αιτιολογείται η επιλογή να εξετασθούν μόνο αυτές οι δύο Σχολές και μάλιστα συγκεκριμένα ως προς την συμβολή τους στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής σκέψης και πράξης στην Προϊστορική Αρχαιολογία στη χώρα μας.
Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εξέλιξη της επιστήμης της αρχαιολογίας από τις απαρχές της επιστημονικής ενασχόλησης με τα αρχαία μνημεία κατά τον 18° αιώνα, όταν κύριοι στόχοι της έρευνας ήταν αφενός η ταύτιση μνημείων με αρχαία κείμενα και αφετέρου η αισθητική αποτίμηση των ίδιων των μνημείων. Η σύνθεση των δύο τάσεων αποτελεί τη λεγόμενη «αρχαιογνωσία» (Altertumswissenschaft), η οποία αφορά κατεξοχήν στην κλασική αρχαιολογία, αλλά επηρέασε και την προϊστορική έρευνα. Ακολουθεί το επιστημολογικό υπόδειγμα της Ιστορίας του Πολιτισμού ή παραδοσιακής αρχαιολογίας, σύμφωνα με το οποίο η αρχαιολογική έρευνα βασίζεται σε ένα μίγμα εμπειρισμού και θετικισμού, δίνοντας σημασία αφενός στα υλικά κατάλοιπα καθεαυτά, και αφετέρου στην ορθολογική τυπολογική και χρονολογική ταξινόμησή τους. Η ερμηνεία των δεδομένων συχνά ακολουθεί μία «εθνοκεντρική» κατεύθυνση, ταυτίζοντας σύνολα ομοειδών ευρημάτων με πληθυσμιακές ομάδες κοινής πολιτισμικής ή/και εθνοτικής ταυτότητας.
Στη συνέχεια γίνεται κριτική παρουσίαση των βασικών αρχών της λεγάμενης Νέας ή Διαδικαστικής αρχαιολογίας που κυριάρχησε στις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1960. Το επιστημολογικό αυτό υπόδειγμα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά μεθόδους των φυσικών επιστημών στην αρχαιολογική έρευνα. Η επισκόπηση αυτή της εξέλιξης της αρχαιολογικής επιστήμης ολοκληρώνεται με μία συνοπτική παρουσίαση των θέσεων των λεγάμενων μεταδιαδικαστικών αρχαιολόγων, καθώς αυτό το επιστημολογικό ρεύμα αναπτύχθηκε μετά το 1980. Η συγγραφή αυτού του κεφαλαίου, με τη συνολική αποτίμηση της εξέλιξης της αρχαιολογικής επιστήμης, κρίθηκε απαραίτητη, διότι όλα τα επιστημολογικά υποδείγματα συνυπήρξαν -και εν μέρει ακόμη συνυπάρχουν- στην προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα κατά την χρονολογική περίοδο που εξετάζεται σε αυτήν τη διατριβή.
Το δεύτερο κεφάλαιο αποτελεί στην ουσία συνέχεια του προηγούμενου κεφαλαίου, υπό την έννοια ότι εξειδικεύεται στην εξέταση της προϊστορικής έρευνας στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και την κρίσιμη Μεταπολεμική περίοδο που μας ενδιαφέρει. Μέσα από αναφορές στους κυριότερους εκπροσώπους της έρευνας (Schliemann, Evans, Στάης, Καββαδίας, Τσούντας, Χατζηδάκις, Μυλωνάς, Παπαδημητριού, Μαρινάτος, Πλάτων, Θεοχάρης κ.ά.), παρουσιάζονται συνοπτικά αφενός οι κυριότερες έρευνες πεδίου και αφετέρου τα χαρακτηριστικά της μεθοδολογίας τους καθώς και της ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων. Με το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώνεται η σκιαγράφηση του σύνθετου και συχνά πολυσυλλεκτικού επιστημολογικού πλαισίου, μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι αρχαιολόγοι της υπό εξέταση εικοσαετίας.
Το τρίτο και ιδιαίτερα εκτενές κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη δράση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα κατά την περίοδο 1947-1967. Παρατίθενται εισαγωγικά αλλά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την ίδρυση της Σχολής το 1882, καθώς και για τις πρώτες ανασκαφές των Αμερικανών αρχαιολόγων στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Οι περισσότερες από τις θέσεις που άρχισαν να ανασκάπτονται εκείνη την πρώτη περίοδο αφορούσαν στην κλασική περίοδο. Χαρακτηριστικά αναφέρονται ο Θορικός, η Σικυών, και η Αρχαία Κόρινθος, ενώ αναφέρονται επίσης οι ανασκαφές των προϊστορικών θεσεων των Γουρνιών της Ψείρας και του Μόχλου στην Κρήτη από τους πρωτοπόρους της έρευνας Harriet Boyd-Hawes και Richard Β. Seager.
Ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτού του κεφαλαίου καταλαμβάνει η περίπτωση του πολύ σπουδαίου αρχαιολόγου Carl Blegen. Καταρχάς αναφέρονται εν συντομία τα βιογραφικά στοιχεία του Blegen και η ακαδημαϊκή του εξέλιξη. Στη συνέχεια, η υποψήφια παρακολουθεί τη δράση του Blegen πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε συγκροτήθηκε η επιστημονική του προσωπικότητα, αρχικά στην Αρχαία Κόρινθο και μέσα από τη συνεργασία του με τον φίλο του και διευθυντή της Σχολής Bert Hodge-Hill και ακολούθως στα πρώτα του ανασκαφικά βήματα σε προϊστορικές θέσεις της Κορινθίας (Κοράκου, Ζυγουριές και αλλού) και βέβαια στην Τροία. Τότε συνεργάσθηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον Βρετανό Alan Wace.
Στη συνέχεια εξετάζονται συνδυαστικά οι δημοσιεύσεις των ανασκαφών του Blegen και τα επίσημα έγγραφα της Σχολής αλλά και τη αλληλογραφία του με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, με ιδιαίτερη αναφορά στον Hill και στον Wace. Με αυτόν τον τρόπο ιχνηλατείτε η πορεία για τη συγκρότηση του επιστημολογικού υποδείγματος που ακολούθησε. Ξεχωρίζουν η υιοθέτηση της ανασκαφικής τεχνικής με αυθαίρετες στρώσεις («πάσες» ή «digging in spits») και η ιδιαίτερη έμφαση στην κεραμική τυπολογία, με βάση την οποία συγκρότησε -μαζί με τον Wace- την περιοδολόγηση της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά την Προϊστορία και η οποία αποτελεί κύριο οδηγό της έρευνας και σήμερα.
Για την περίοδο της εικοσαετίας που εξετάζεται εδώ, η σημαντικότερη ανασκαφή του Blegen είναι το λεγόμενο «Ανάκτορο του Νέστορα» στην Πύλο. Μέσα από το αρχειακό υλικό (ημερολόγια ανασκαφής, προσωπική αλληλογραφία, επίσημα έγγραφα της Σχολής κ.ά.), καταγράφεται η πορεία της έρευνας στη θέση, από την αρχική ανασκαφή το 1939, τη δύσκολη διαδικασία εξαγοράς του λόφου αμέσως μετά τον Πόλεμο, όλες τις ανασκαφικές περιόδους αλλά και την τελική δημοσίευση της ανασκαφής. Μέσα από τη μελέτη των ημερολογίων κυρίως αλλά και της τελικής δημοσίευσης ουσιαστικά επιβεβαιώνεται η ίδια μεθοδολογία που ακολούθησε ο Blegen και στις προπολεμικές του ανασκαφές. Η εξέταση της περίπτωσης του Blegen ολοκληρώνεται με μία γενική αποτίμηση της συνολικής του προσωπικότητας ως αρχαιολόγου και ως ανθρώπου.
Στη συνέχεια εξετάζεται η προσωπικότητα του John Caskey. Αρχίζει από τα βιογραφικά του στοιχεία και την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία, και ολοκληρώνει με την εξέταση των δύο πολύ σημαντικών ανασκαφών του, στη Λέρνα της Αργολίδας και στην Αγία Ειρήνη της Κέας. Στην περίπτωση του Caskey δεν υπάρχει στα αρχεία της ΑΣΚΣΑ τόσο πλούσιο αρχειακό υλικό, όπως για την περίπτωση του Blegen. Για τον λόγο αυτό η μελέτη στηρίχθηκε περισσότερο στις δημοσιεύσεις του Caskey. Μέσα από αυτές διαπιστώθηκε ότι, σε γενικές γραμμές, ο Caskey ακολούθησε τον δάσκαλό του Blegen. Παράλληλα όμως, επιχείρησε να βελτιώσει την κεραμική τυπολογία της ηπειρωτικής Ελλάδας και να δημιουργήσει μία ανάλογη τυπολογία για τις Κυκλάδες. Ταυτόχρονα, καινοτόμησε σε σχέση με τον Blegen ως προς την ανασκαφική μεθοδολογία, υιοθετώντας ένα ιδιότυπο δικό του σύστημα παρακολούθησης της στρωματογραφικής ακολουθίας. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι το σύστημα αυτό αποτέλεσε πρόδρομο του μετέπειτα συστήματος «locus» που έχουν εφαρμόσει από τη δεκαετία του 1980 έως και σήμερα οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι, οι περισσότεροι άλλωστε εκ των οποίων είχαν μαθητεύσει κοντά του.
Ως προς τις απόπειρες ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων, ο Caskey υπήρξε πολύ πιο συγκρατημένος σε σχέση με τον ήδη φειδωλό Blegen. Μολονότι ο τελευταίος σποραδικά επιχείρησε τη σύνδεση των προϊστορικών καταλοίπων με τις αναφορές των ομηρικών επών, ο Caskey σύντομα απομακρύνθηκε από αυτό το αρχαιογνωστικό πρότυπο και εστίασε στην εμπειριστική τάση της εποχής του, δηλαδή στην παρακολούθηση των αλλαγών στα αρχαιολογικά δεδομένα καθεαυτά. Προς το τέλος της ζωής του ωστόσο προσπάθησε να έρθει πιο κοντά στις επιστημολογικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1970.
Το κεφάλαιο 4 αναφέρεται στο δράση της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Είναι εξίσου εκτενές με το προηγούμενο, παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή, οι προσωπικότητες που εξετάζονται και οι θέσεις τις οποίες ανέσκαψαν είναι πολύ περισσότερες. Μετά από την παράθεση εισαγωγικών στοιχείων για τις προπολεμικές δραστηριότητες της Σχολής, εξετάζεται ενδελεχώς η προσωπικότητα του Alan Wace, ο οποίος κατ’ αναλογία με τον Blegen - με τον οποίο συνδεόταν και με προσωπική φιλία - αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο προπολεμικής και μεταπολεμικής αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην εξέταση της ανασκαφής των Μυκηνών, χωρίς να παραλείπονται αναφορές στο λοιπό ερευνητικό έργο του Wace, με βάση στις δημοσιεύσεις του, το περιορισμένο αρχειακό υλικό της Σχολής αλλά και στη συνέντευξη με την κόρη του, Elizabeth French. Όσον αφορά στην ανασκαφική μεθοδολογία του, και αυτός, όπως και ο Blegen, ανέσκαπτε «in spits». Συνολικά, ο Wace χαρακτηρίζεται ως τυπικός εκπρόσωπος της παραδοσιακής αρχαιολογίας, με πολυσυλλεκτικό υπόβαθρο, αρχαιογνωστικό, εθνοαρχαιολογικό και εμπειριστικό, υπογραμμίζοντας κυρίως την αυστηρότητα, αλλά και τον θετικισμό και τον ορθολογισμό που τον διέκριναν.
Ακολουθεί η εξέταση της περίπτωσης του Sinclair Hood, με αναφορά στις ανασκαφές του στο Εμπορείο της Χίου και την Κνωσό. Γιά την αξιολόγηση και αποτίμηση του έργου του Hood, βασίσθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις δημοσιεύσεις του, καθώς και σε μία συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο ίδιος στην Εταιρεία Προϊστορικής Αρχαιολογίας - Αιγεύς. Ο Hood υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της παραδοσιακής αρχαιολογίας της μεταπολεμικής περιόδου. Έδωσε έμφαση στα αρχαιολογικά δεδομένα καθεαυτά, ενώ κυριότερη συμβολή του υπήρξε η εισαγωγή των σύγχρονων για την εποχή του ανασκαφικών μεθόδων, δηλαδή του στρωματογραφικής τεχνικής των Wheeler και Kenyon. ‘ανασκαφή με βάση προσχιεδιασμένο πλέγμα σύμφωνα με την τεχνική που αναπτύχθηκε από τους Wheeler και Kenyon”.
Τα στοιχεία που συνελέγησαν για τους λοιπούς Βρετανούς αρχαιολόγους αυτής της εικοσαετίας και πιο συγκεκριμένα για τους Taylour, Sackett, Popham, Huxley και Coldstream και τέλος τον Renfrew, προέρχονται κατεξοχήν από τις δημοσιεύσεις των θέσεων που ανέσκαψαν και από το αρχείο της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Κάποια μάλιστα από τα κενά στην έρευνά της συμπληρώθηκαν από το αρχείο της Αμερικανικής Σχολής και τις αναφορές των εγγράφων του στις βρετανικές έρευνες. Όπως και στην περίπτωση του Wace, για την προσωπικότητα του οποίου έδωσε στοιχεία η προαναφερθείσα συνέντευξη με την Elizabeth French, έτσι και για την έρευνα της δεκαετίας του 1960, σημαντική συμβολή είχε η συνέντευξη από τον Colin Renfrew.
Όλοι οι προαναφερθέντες Βρετανοί αρχαιολόγοι, εκτός από τον Renfrew, είχαν κλασική παιδεία και είχαν εκπαιδευθεί ανασκαφικά κυρίως στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ανήκαν όλοι στο υπόδειγμα της παραδοσιακής αρχαιολογίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην τυπολογία και χρονολόγηση των αρχαιολογικών δεδομένων. Οι ερμηνευτικές τους απόπειρες σποραδικά ενείχαν αρχαιογνωστικά, ιδίως ομηρικά, στοιχεία και ενίοτε ανίχνευαν ζητήματα εξέλιξης και διάχυσης των προϊστορικών πολιτισμών, χωρίς όμως ιδιαίτερες αναφορές στην «εθνοκεντρική» προπολεμική αντίληψη. Επιπροσθέτως, οι αρχαιολόγοι αυτοί προέβησαν σε αναφορές ως προς την οργάνωση των κοινωνιών του προϊστορικού Αιγαίου, χωρίς όμως να τις καταστήσουν κυρίαρχο διακύβευμα της έρευνας. Σε αυτό το σημείο ακριβώς έγκειται η διαφορά με τον τελευταίο και νεώτερο εκπρόσωπο αυτής της εικοσαετίας, τον Colin Renfrew, με τον οποίο κλείνει και αυτός ο κύκλος της υπό εξέταση διατριβής.
Το Κεφάλαιο 5 εντάσσει τους Αμερικανούς και Βρετανούς αρχαιολόγους στο σύγχρονό τους πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Σκιαγραφείται το ιστορικό πλαίσιο της εποχής στις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου αυτού. Στη συνέχεια, αναφέρεται η συμμετοχή των ξένων αρχαιολόγων σε κατασκοπικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τους Αμερικανούς Blegen και Caskey και τους Βρετανούς Wace και Daniel, καθώς και τη συμμετοχή και το θάνατο του Pendlebury στη Μάχη της Κρήτης.
Διαπιστώνεται ένας αναμενόμενος για την εποχή αντικομμουνισμός των ξένων αρχαιολόγων και μία σχετική αποστασιοποίησή τους από τα πολιτικά γεγονότα. Ωστόσο, το ταραγμένο πολιτικό κλίμα της εποχής εκείνης στη χώρα μας φαίνεται, μέσα κυρίως από την αλληλογραφία ορισμένων αρχαιολόγων, να τους απασχολεί σε σχέση και με την καθημερινότητά τους αλλά και με τις πιθανές επιπτώσεις στην ανασκαφική και λοιπή επιστημονική τους δραστηριότητα στην Ελλάδα. Παράλληλα σημειώνεται η επιδίωξη των ξένων αρχαιολόγων να έχουν καλή συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Ελλάδας αλλά και με τις ντόπιες κοινότητες των θέσεων που ανέσκαπταν. Επίσης, παρατηρείται η ύπαρξη πολύ καλών σχέσεων των αρχαιολόγων, Αμερικανών και Βρετανών, με την κοινωνική και πολιτική ελίτ της Ελλάδας, κάτι ευλόγως αναμενόμενο.
Τέλος, ακολουθούν τα Συμπεράσματα, στα οποία επιχειρείται μια σύνοψη των επιμέρους πέντε κεφαλαίων.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Αρχαιολογία
Λέξεις-κλειδιά:
ελληνική προϊστορία, ΑΣΚΣΑ, ΒΣΑ, Blegen, Caskey, Wace, Hood, Popham, Sackett, Coldstream, Huxley, Σάλιαγκος, Εμπορειός Χίου, ανασκαφή Κυθήρων
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
1643
Αριθμός σελίδων:
560
ΤΟΜΟΣ Ι - ΚΕΙΜΕΝΟ.pdf (6 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο