H οπτική ανάγνωση της φιλοσοφικής μεταφοράς

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2778663 923 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης (ΙΦΕ - πρώην ΜΙΘΕ)
Βιβλιοθήκη Σχολής Θετικών Επιστημών
Ημερομηνία κατάθεσης:
2018-07-17
Έτος εκπόνησης:
2018
Συγγραφέας:
Αθανασιάδου Αλεξάνδρα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Κατερίνα Ιεροδιακόνου - Καθηγήτρια - ΕΚΠΑ: IΦΕ
Βασιλική Κιντή - Καθηγήτρια - ΕΚΠΑ: IΦΕ
Στέλιος Βιρβιδάκης - Καθηγητής - EKΠΑ: ΙΦΕ
Φαίη Ζήκα - Αναπληρώτρια Καθηγήτρια - Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας Τέχνης- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Παναγιώτης Πούλος - Αναπληρωτής Καθηγητής - Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας Τέχνης- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Αικατερίνη Μπαντινάκη - Επίκουρη Καθηγήτρια - Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών - Πανεπιστήμιο Κρήτης
Μαρία Βενιέρη- Αναπληρώτρια Καθηγήτρια - Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών - Πανεπιστήμιο Κρήτης
Πρωτότυπος Τίτλος:
H οπτική ανάγνωση της φιλοσοφικής μεταφοράς
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Η οπτική ανάγνωση της φιλοσοφικής αναφοράς
Περίληψη:
Η οπτική ανάγνωση της φιλοσοφικής μεταφοράς προτείνει ένα μοντέλο κατανόησης που προκύπτει από τις πρακτικές ανάγνωσης της εικόνας. Ο σκοπός του μοντέλου αυτού είναι η αξιοποίηση πρακτικών πρόσληψης της εικόνας για την εμβάθυνση κατανόησης ενός φιλοσοφικού κειμένου.
Η διατριβή προέκυψε από ένα βασικό ερώτημα: για ποιο λόγο η θεωρία της εικόνας και η δεξιότητα της οπτικής αναγνωσιμότητας, που έχει κατακτηθεί παράλληλλα με αυτή, να μην χρησιμοποιούνται για την ανάλυση των νοητικών εικόνων που σχηματίζονται στον μεταφορικό λόγο, και συγκεκριμένα στον φιλοσοφικό μεταφορικό λόγο; Το ερώτημα δηλαδή εδράζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα εργαλείο προς χρήση, το οποίο δεν είναι άλλο από την αναγνώριση της δομής και τη διάταξη μιας εικόνας από το θεατή, και η υπόθεση εργασίας σχετίζεται με τη διερεύνηση της εφαρμογής του εργαλείου αυτού σε εικόνες που να μην είναι υλικές. Για ποιό λόγο αυτό να μας ενδιαφέρει φιλοσοφικά; Ισχυρίζομαι για δύο λόγους: α) διότι μπορεί να προσφέρει καλύτερη κατανόηση ενός φιλοσοφικού κειμένου, καθώς προσεγγίζει την εκάστοτε περιγραφή διαμέσου μιας άλλης γλώσσας πυκνής και άμεσης, όπως είναι η εικόνα, και β) διότι εάν εφαρμοστεί αυτό το εργαλείο, ενισχύει τον γνωσιακό ρόλο της φαντασίας στη φιλοσοφία.
Για να μπορέσει να διερευνηθεί αυτή η υπόθεση εργασίας, ήταν αναγκαίο να αντιμετωπιστούν τα παρακάτω τέσσερα ζητήματα, τα οποία όρισαν και τη δομή της διατριβής, που χωρίστηκε σε τέσσερα βασικά κεφάλαια. Το πέμπτο είναι απολογιστικό των στόχων και παρουσιάζει τις πιθανές προεκτάσεις εφαρμογής του μοντέλου:
ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: Πώς έχει προσεγγιστεί μέχρι σήμερα η εικονιστική διάσταση της μεταφοράς από τους φιλοσόφους, ποιος υπήρξε ο ρόλος της και τα όρια ανάλυσης της;
ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Μπορεί η εικονιστική διάσταση της μεταφοράς να προσφέρει περισσότερη πληροφορία από ότι η παραδοσιακή ανάλυση του μεταφορικού λόγου, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις υπάρχουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις;
ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα μοντέλο που να εξάγει στοιχεία από τον τρόπο που κατανοούνται οι εικόνες, έχοντας ως εργαλείο την οργάνωση και τη διάταξη της νοητικής εικόνας που δημιουργείται στο νου του αναγνώστη;
ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ: Θα ήταν αυτό χρήσιμο για την περαιτέρω κατανόηση του φιλοσοφικού κειμένου, σε σχέση με άλλα διαδεδομένα μοντέλα που χρησιμοποιούν τη φαντασία ως γνωσιακό εργαλείο;

Το πρώτο κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στη διαμόρφωση ενός ιστορικού πλαισίου. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε ήταν να παρουσιαστούν οι διαφορετικοί τρόποι διαχείρισης της εικονικότητας της μεταφοράς από φιλοσόφους. Σε αυτό το πλαίσιο επελέγησαν οι Αριστοτέλης, Kant, Ηegel, Nietzsche, Ricoeur, Davidson και Lakoff.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάστηκαν τρεις αντιπροσωπευτικοί τρόποι ανάγνωσης εικονοποιητικών μεταφορών στο φιλοσοφικό λόγο.
Ο πρώτος είναι ευρέως αναγνωρίσιμος, καθώς εφαρμόζεται στον καθημερινό και στον ποιητικό λόγο. Μέσα από κλασικά παραδείγματα φαίνεται πώς η εικονιστική διάσταση της μεταφοράς αντιμετωπίζεται ως ένας θύλακας εμπειρίας που προκύπτει από τον εξωτερικό κόσμο. Η εικόνα μοιάζει να εμφανίζεται αβίαστα για να συνδέσει τη θεωρία με μία γνώριμη εικόνα ή με ένα σύμβολο. Ο δεύτερος τρόπος ερμηνείας προκύπτει από την αποδομιστική προσέγγιση, όπου η εικόνα λειτουργεί κυριολεκτικά αλλά ερμηνεύεται με βάση τη στρατηγική που χρησιμοποιείται από το φιλόσοφο. Τέλος, η τρίτη προσέγγιση που παρουσιάζεται είναι και η πιο τεχνική, καθώς εμφανίζεται μέσα από μία διαφορετική θεώρηση του ίδιου του φαινομένου της μεταφοράς. Πρόκειται για το μοντέλο της εννοιολογικής μείξης. Kαι στους τρεις τρόπους προσέγγισης της εικονοποιητικής μεταφοράς η αντιμετώπιση της εικόνας παραμένει σταθερή: η εικόνα αποτελεί προβολή, με άμεσο, έμμεσο, ή κωδικοποιημένο τρόπο, μιας εμπειρίας του εξωτερικού κόσμου.

Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί ουσιαστικά και τον πυρήνα της διατριβής, καθώς είναι αφιερωμένο στην ανάδειξη ενός νέου τρόπου κατανόησης της εικονοποιητικής μεταφοράς του φιλοσοφικού λόγου.
Το μοντέλο εδράζεται σε μια διαφορετική θέαση της νοητικής εικόνας που σχηματίζεται. Ο αναγνώστης, δηλαδή, μπορεί να αφαιρέσει τα στοιχεία που προβάλλονται σε επίπεδο περιεχομένου και να αντιληφθεί μέσα από τη δομή, τα περιγράμματα, και την οργάνωσή της, την εικόνα που σχηματίζεται – είτε αυτή αναφέρεται σε μία σκηνή ή σε μία διαδικασία ή σε μια πρωτότυπη σύνθεση του ίδιου του φιλοσόφου.
Η διάταξη μέσα στην εικόνα συνίσταται στον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται τα διαφορετικά στοιχεία της, ακόμη και αν τα έχει αναγνωρίσει κανείς ήδη ως αντικείμενα, τα οποία ενδεχομένως να φέρουν συμβολισμούς (για παράδειγμα, ο αετός που λειτουργεί ως σύμβολο ισχύος, το ουράνιο τόξο ως σύμβολο ελπίδας κλπ). Το ζήτημα είναι, καθώς διαμορφώνεται η εικόνα μεταφοράς, κάποιος να παρατηρήσει και τις δυναμικές αυτών των στοιχείων που έρχονται στο προσκήνιο, όπως την κίνηση που αποδίδεται με ένα πέταγμα, τον πιθανό εγκιβωτισμό στοιχείων, τις αντιθέσεις τους, το βάρος που δίνεται σε μία μεγέθυνση ή σε μια σμίκρυνση, τον τρόπο που αυτά καδράρονται κλπ. Στόχος του είναι να προτρέψει τον θεατή να δει την εικόνα και όχι μόνο να ερμηνεύσει το νοηματικό περιεχόμενό της.
Από πού όμως μπορεί ο αναγνώστης να ανασύρει αυτά τα εργαλεία ανάγνωσης της εικόνας; Yποστηρίζω ότι αυτός ο τρόπος θέασης, το να δει δηλαδή την εικόνα σε ένα πρώτο επίπεδο, προτού κάνει χρήση των όρων παραγωγής της, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται κ.λπ. – προτού δηλαδή αρχίσει να την ερμηνεύει, αποτελεί μία δεξιότητα που στο πέρασμα του χρόνου έχε καλλιεργηθεί σε σημαντικό βαθμό. Αυτά τα εργαλεία ανάγνωσης είναι σε πολλές οπτικές γλώσσες κοινά, αλλά λειτουργούν με πιο απτό και διακριτό τρόπο στη φωτογραφική εικόνα.
Ισχυρίζομαι ότι η φωτογραφία ωθεί τον θεατή από την αναγνώριση του περιεχομένου – δηλαδή από το «τι βλέπω»– στην αναζήτηση του «πώς πρέπει να το βλέπω» κατά τρόπο σχεδόν αβίαστο, ακριβώς επειδή τα στοιχεία της προκύπτουν από τον εξωτερικό κόσμο, ακόμη και εάν η εικόνα είναι σκηνοθετημένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια. Η διαφημιστική, ειδησεογραφική, αλλά και αισθητική χρήση της φωτογραφίας, όπως και οι πρακτικές των δημιουργών που κινούνται παράλληλα με τις τεχνολογικές εξελίξεις του μέσου, έχουν συντελέσει πλέον στην παρακάτω παραδοχή: ο θεατής αναγνωρίζει ότι η εικόνα, όποια κι αν είναι αυτή και όσο αληθοφανής κι αν μοιάζει, αποτελεί «κατασκευή» ενός δημιουργού. Σε αυτή την κατασκευασμένη λοιπόν εικόνα, της οποίας το περιεχόμενο ο θεατής έχει αυτόμαστα σχεδόν αναγνωρίσει, για να μπορέσει να εξάγει περισσότερη πληροφορία, το βλέμμα του τη διατρέχει αναζητώντας συνήθως μορφικές ομοιότητες ή και λεπτομέρειες που του κινούν την προσοχή και επανοηματοδοτούν την εικόνα.
Κάνοντας χρήση παρόμοιων πολλαπλών παραδειγμάτων και με εικόνες που προκρίνουν τον εντοπισμό μιας λεπτομέρειας, επεδίωξα να διαμορφώσω ένα οπτικό περιβάλλον και να εστιάσω την προσοχή του αναγνώστη στον τρόπο που αβίαστα επεξεργάζεται τις εικόνες, ή ακόμη και εάν αυτό δεν του συμβαίνει, έναν πολύ εύκολο τρόπο που μπορεί να υιοθετήσει για να τις επεξεργάζεται. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε ήταν να φανεί ο τρόπος που κανείς λειτουργεί όταν αντικρίζει τις υλικές εικόνες, για να μπορέσει να εφαρμόσει την αντίστοιχη διαγραμματική ανάγνωση και στις νοητικές που σχηματίζονται μέσα από μεταφορές. Έτσι προχώρησα στον εντοπισμό μορφικών ομοιοτήτων που προέρχονται από μεταφορές του Wittgenstein και του Leibniz, όπως και στον εντοπισμό λεπτομερειών που μπορούν να αποκτήσουν ένα ισχυρό νοηματικό βάρος και να συντελέσουν σε μία διαφορετική ανάγνωση μεταφορών, όπως ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει με φιλοσοφικά παραδείγματα από τον Νietzsche και τον Hegel.
Συμπερασματικά, το μοντέλο δεν φιλοδοξεί να αποκαλύψει πληροφορία τέτοιας σημασίας που να μεταβάλλει το αρχικό νόημα της μεταφοράς. Αντίθετα ο στόχος είναι μία πειραματική χρήση της εικόνας ως γνωσιακού εργαλείου στην εμβάθυνση της κατανόησης και στην αναζήτηση νέων ερωτημάτων σε σχέση με τις συνδέσεις που προτείνονται σχηματικά μέσα από την εικόνα. Παρουσιάστηκαν επίσης πιθανές διαφορετικές εφαρμογές, ανάλογα με την εικόνα που διαμορφώνεται και το φιλοσοφικό κείμενο στο οποίο εντάσσεται. Η δημιουργική αυτή ανάγνωση λειτουργεί ως μοντέλο, ως προς τον τρόπο χρήσης της και όχι ως προς τα ενιαία αποτελέσματα που φέρει. Άλλοτε μπορεί να αναδείξει αφανή πληροφορία που μπορεί να συμπληρώσει μία ανάγνωση, άλλοτε πληροφορία η οποία να δείξει μία άλλη προσέγγιση κατανόησης της έννοιας ή ακόμη και της σύνδεσής της με άλλες έννοιες του κειμένου.

Το κύριο όφελος του μοντέλου είναι η χρήση της φαντασίας ως γνωσιακού εργαλείου, όπως αναπτύχθηκε στο ΤΕΤΑΡΤΟ κεφάλαιο. Αυτό προϋποθέτει, αλλά και ενισχύει
α) μία πιο διευρυμένη ανάγνωση της εικόνας, και κατ’επέκταση μία πλουσιότερη προσληπτική διαδικασία του κειμένου,
β) τη συνέργεια της επίνοιας [insight] στην κατανόηση του φιλοσοφικού κειμένου, και
γ) μία πιο ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη στη διαδικασία κατανόησης.
Η παραπάνω ανάλυση των συνεπειών εφαρμογής του μοντέλου οδηγεί στην αναγνώριση του ενισχυμένου ρόλου της φαντασίας.
Προκειμένου να μπορέσει να αξιολογηθεί ο ρόλος της φαντασίας, το μοντέλο αντιπαραβλήθηκε με το «παιχνίδι υπόκρισης» του Kendall Walton, το οποίο αποτελεί την κανονιστική πλέον θεώρηση για τον τρόπο που η φαντασία εμπλέκεται στην αναπαράσταση. Το μοντέλο της διαγραμματικής αντίληψης διαφέρει από το παιχνίδι υπόκρισης στο ότι η εικόνα αναγνωρίζεται ως οργανικό κομμάτι της μεταφοράς, το οποίο δύναται να προσφέρει περαιτέρω πληροφορία μέσα από την αντιπαραβολή των δύο συστημάτων, της εικόνας και του λόγου.
Σκοπός είναι η ανακατασκευή της ίδιας της εικόνας, όχι για χάρη της εικόνας, αλλά για να μπορέσει να φανεί η διάταξη που την ορίζει και να εξαχθεί μέσα από αυτήν πληροφορία. Ο αναγνώστης δεν εισέρχεται σε κάποιο παιχνίδι της φαντασίας, αλλά παραμένει προσηλωμένος στον κόσμο που δημιουργεί η οργανωμένη εικόνα της μεταφοράς, στην εικόνα, δηλαδή, του δημιουργού. Παρόλο, λοιπόν, που και τα δύο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη φαντασία και η νοητική εικόνα αποτελεί βασικό τους πυρήνα, το μοντέλο που προτείνεται αναδεικνύει διαφορετικές γνωστικές λειτουργίες που σχετίζονται με την αναπαράσταση.
Στο τέλος της μελέτης μου, αναγνωρίζοντας πως το μοντέλο που προτείνω επικεντρώνεται στην εμβάθυνση της κατανόησης της φιλοσοφικής μεταφοράς, διερευνώ εάν μπορεί μία συστηματικοποιημένη χρήση του να επιφέρει περισσότερα αποτελέσματα. Εάν δηλαδή μπορεί κανείς, κατ’ αναλογία με τις επιστημονικές εικόνες, να ποσοτικοποιήσει τις ερμηνείες από την εφαρμογή αυτού του μοντέλου και να συγκρίνει τις δομές που εμφανίζονται είτε στο ίδιο το φιλοσοφικό κείμενο είτε σε κείμενα της ίδιας περιόδου, ώστε να μπορέσει να συγκροτήσει υλικό προς έρευνα, αξιοποιήσιμο σε διεπιστημονικό επίπεδο.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Φιλοσοφία- Ψυχολογία
Λέξεις-κλειδιά:
οπτική ανάγνωση, διαγραμματική αντίληψη, φωτογραφία, φιλοσοφικές μεταφορές, μεταφορά
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
109
Αριθμός σελίδων:
182
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.

Phd Thesis_ Athanasiadou Alexandra.pdf
1 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.