The Role of the Court of Justice of the European Union in the New Economic Governance Framework.

Διπλωματική Εργασία uoadl:2855500 428 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Βιβλιοθήκη Νομικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2019-02-24
Έτος εκπόνησης:
2019
Συγγραφέας:
Νομικού Ελένη
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Ρεβέκκα Εμμανουέλα Παπαδοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Νομική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πρωτότυπος Τίτλος:
The Role of the Court of Justice of the European Union in the New Economic Governance Framework.
Γλώσσες εργασίας:
Αγγλικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Ο ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο νέο σύστημα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης
Περίληψη:
Ο ρόλος του ΔΕΕ στο νέο σύστημα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως διττός, καθώς εξασφαλίζει αφενός τη συνοχή του πλαισίου της Νέας Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης εντός της έννομης τάξης της ΕΕ, ενώ παράλληλα υιοθετεί μια παρεμβατική στάση απέναντι στην κυριαρχία των κρατών μελών στον ευαίσθητο και παρακρατημένο από τα κράτη μέλη τομέα της οικονομικής πολιτικής.
Ειδικότερα, αναγνωρίζεται ευρέως η συμβολή του ΔΕΕ στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσω της άσκησης των ανατεθειμένων από τις Συνθήκες δικαστικών λειτουργιών του. Ασκώντας τα ερμηνευτικά του καθήκοντα, το Δικαστήριο έχει αναδιαμορφώσει ριζικά τη φύση της έννομης τάξης της ΕΕ και, ειδικότερα, τη σχέση μεταξύ του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου. είναι εμφανής η επίδραση των ερμηνευτικών επιλογών του Δικαστηρίου τόσο στην κατακόρυφη όσο και στην οριζόντια κατανομή των αρμοδιοτήτων εντός της έννομης τάξης της ΕΕ.
  Όσον αφορά την οικονομική κρίση της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουμε σήμερα, το ΔΕΕ διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της εσωτερικής συνταγματικότητας των απαντήσεων της ΕΕ σε αυτή. Έτσι, έχει επανειλημμένα ζητηθεί να κριθεί εάν συγκεκριμένα πολιτικά και νομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν σε απάντηση στην κρίση της Ευρωζώνης συμβαδίζουν ή υπερβαίνουν την ενωσιακή έννομη τάξη. Συνεπώς, οι Συνθήκες αποτέλεσαν το κριτήριο για την κρίση περί της συνταγματικότητας των πράξεων των νομοθετικών και διοικητικών θεσμικών οργάνων της ΕΕ αλλά και των ενεργειών των κρατών μελών.
Αυτός ο κεντρικός ρόλος του δικαίου της ΕΕ αντικατοπτρίζεται επίσης στη νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με την οικονομική κρίση. Αυτό εξέδωσε δύο σημαντικές αποφάσεις μέχρι στιγμής: την Pringle και την Gauweiler. Στην απόφαση Pringle, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι οι συμφωνίες που διαπραγματεύονται τα κράτη μέλη δεν μπορούν να μεταβάλουν τις αρμοδιότητες που προβλέπουν η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Όταν ανατίθενται καθήκοντα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ με διεθνή συνθήκη, αυτά πρέπει επιπλέον να συνάδουν τα προβλεπόμενα από τη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ καθήκοντα.
Το Δικαστήριο, ενεργώντας λοιπόν ως διαμεσολαβητής, αποδέχτηκε αυτή τη νομική πραγματικότητα, επιβεβαιώνοντας ωστόσο παράλληλα την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου σε τέτοιες συμφωνίες καθώς και τη δική του αρμοδιότητα να ελέγχει εάν τα κράτη μέλη σέβονται τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ κατά τη σύναψη ανεξάρτητων διεθνών συμφωνιών .
Στον τομέα της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), ο ενωσιακός νομοθέτης επέλεξε τη μέθοδο του συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών. Σύμφωνα με το άρθρο 121, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη θεωρούν τις οικονομικές πολιτικές τους θέμα κοινού ενδιαφέροντος και τις συντονίζουν. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, οι αποφάσεις των κρατών μελών πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες που έχουν τεθεί σε επίπεδο ΕΕ.
Αυτή η μέθοδος επιδιώκει να προωθήσει την εκμάθηση πολιτικής μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών, των βέλτιστων πρακτικών και της αποτελεσματικότητας της πολιτικής, καθώς και την επίτευξη ορισμένων στόχων πολιτικής ή την τήρηση των κανόνων μέσω πολυμερούς εποπτείας και αξιολόγησης από ομοτίμους. Οι μορφές ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης που συνδέονται με τον συντονισμό των πολιτικών περιγράφονται ως περισσότερο «διακυβερνητικές και αντιτίθενται στην κοινοτική μέθοδο, η οποία συχνά θεωρείται συνώνυμη της διακυβέρνησης που βασίζεται σε κανόνες hard law.
Πράγματι, η συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις του Συμβουλίου στους τομείς της δημοσιονομικής πολιτικής και της πολιτικής για την απασχόληση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη όπως στην περίπτωση κανονισμών και οδηγιών της ΕΕ, όπου μη συμμορφούμενα κράτη μέλη μπορούν να παραπεμφθούν ενώπιον του ΔΕΕ με την προσφυγή παραβάσεως. Καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες γίνονται όλο και περισσότερο αλληλεξαρτώμενες, ορισμένες αποφάσεις που λαμβάνονται από ένα κράτος μέλος ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση αποτελεί το σύνολο κανόνων και διαδικασιών για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών σε επίπεδο ΕΕ. Οι αποτελεσματικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία της ΕΕ και της ΟΝΕ. Κατά την τελευταία δεκαετία, ύστερα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η ΕΕ προέβη στη μεταρρύθμιση και ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ένωση. Τα αντίστοιχα νομικά μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, οδήγησαν σε σημαντική συγκέντρωση εξουσιών στον τομέα της οικονομικής διακυβέρνησης. Τόσο τα θεσμικά όργανα της ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη υιοθέτησαν ένα σύνολο νομικών μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση των δημοσιονομικών περιορισμών σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε το νομοθετικό πακέτο που εισήγαγε η Επιτροπή το φθινόπωρο του 2010 και το οποίο τελικά τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2011. Η δέσμη αυτή, η οποία αποτελείται από πέντε κανονισμούς και μία οδηγία και γενικά αναφέρεται ως «Six Pack», έχει τροποποιήσει βαθιά την αρχιτεκτονική της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ενισχύσει την ικανότητα των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να προλαμβάνουν και να διορθώνουν παρεκκλίσεις των κρατών μελών από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Πρωταρχικός στόχος του ήταν να αυξήσει την αποτελεσματικότητα τόσο του προληπτικού όσο και του διορθωτικού σκέλους του ΣΣΑ: δηλαδή της διαδικασίας πολυμερούς εποπτείας βάσει του άρθρου 121 και τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κατά το άρθρο 126 ΣΛΕΕ.
Αφενός, το «Six Pack» βελτίωσε το λεγόμενο «προληπτικό σκέλος» του ΣΣΑ, ενισχύοντας τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις δημοσιονομικές τους επιδόσεις και εισάγοντας μια νέα «διαδικασία μακροοικονομικής ανισορροπίας» που διεξάγεται από η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποιώντας τα κράτη μέλη για τα αποσταθεροποιητικά στοιχεία των οικονομιών τους. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύει την οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ και στην ευρωζώνη από την δημιουργία της οικονομικής και της νομισματικής ένωσης.
Από την άλλη πλευρά, το "Six Pack" αναθεώρησε το λεγόμενο "διορθωτικό σκέλος" του ΣΣΑ, εξουσιοδοτώντας την Επιτροπή να επιβάλει κυρώσεις στα κράτη μέλη για παραβιάσεις των κανόνων περί ελλείμματος και χρέους, περιορίζοντας το περιθώριο εκτιμήσεως του Συμβουλίου κατά την επιβολή προστίμων κατά των κρατών που υπόκεινται στην Διαδικασία Υπερβολικού Ελείμματος.
Επιπλέον, το "Six Pack" εισήγαγε ελάχιστες απαιτήσεις για το σχεδιασμό και τη λειτουργία της νομοθεσίας για τον κρατικό προϋπολογισμό και αναγνώρισε επίσημα ένα νέο πλαίσιο διακυβέρνησης - το αποκαλούμενο "Ευρωπαϊκό Εξάμηνο", το οποίο δημιουργήθηκε ανεπίσημα το 2010 - κατά τη διάρκεια του οποίου τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα σχέδια προϋπολογισμού τους στην Επιτροπή για αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους γενικότερους οικονομικούς προσανατολισμούς της ΕΕ.
Σε συνέχεια αυτής της μεταρρύθμισης, εγκρίθηκε τον Μάιο του 2013 ένα δεύτερο σύνολο κανονισμών της ΕΕ, που γενικά αναφέρεται ως “Two Pack", ενισχύοντας τον έλεγχο από την ΕΕ των διαδικασιών διαμόρφωσης των εθνικών προϋπολογισμών περιορίζοντας περαιτέρω την εθνική δημοσιονομική αυτονομία.
Παράλληλα με τη γενική αυστηρότητα, χαρακτηριστικό της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και με νομική βάση το άρθρο 136 της ΣΛΕΕ, ο μηχανισμός αυτός επέτεινε τον έλεγχο των εθνικών διαδικασιών του προϋπολογισμού, ενώ διαφοροποίησε περαιτέρω το νομικό πλαίσιο που ισχύει για ζώνη του ευρώ. Συνεπώς, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ υποχρεούνται να θεσπίσουν ένα κοινό δημοσιονομικό χρονοδιάγραμμα και κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες, όπως οι ανεξάρτητες μακροοικονομικές προβλέψεις και τα ανεξάρτητα δημοσιονομικά συμβούλια, που θα παρακολουθούν την εφαρμογή των εθνικών κανόνων. Βάσει αυτής της καινοτομίας, οι εθνικές κυβερνήσεις υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Επιτροπή σχέδιο του προϋπολογισμού τους τον Σεπτέμβριο κάθε έτους πριν το κείμενο κατατεθεί για συζήτηση και έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια. Με άλλα λόγια, το ευρωπαϊκό εξάμηνο περιλαμβάνει την παρακολούθηση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, ενώ η εφαρμογή από τα κράτη μέλη των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων που εγκρίθηκαν σε επίπεδο ΕΕ πραγματοποιείται κατά το δεύτερο εξάμηνο ή το λεγόμενο " εθνικό εξάμηνο ".
Η Επιτροπή μπορεί στη συνέχεια να ζητήσει από τα κράτη μέλη να προβούν σε τροποποιήσεις των δημοσιονομικών τους σχεδίων εντός 3 εβδομάδων, αν αποκλίνουν εμφανώς από τα πρότυπα της ΕΕ όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιδόσεις και συγκεκριμένα τις υποχρεώσεις τους βάσει του ΣΣΑ και τις συστάσεις που εξέδωσε το Συμβούλιο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Το Two Pack αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής επιδιώκοντας την εναρμόνιση των ειδικών όρων και των διαδικασιών παρακολούθησης που συνοδεύουν τη χρηματοδοτική συνδρομή με τις γενικές διαδικασίες των άρθρων 121 και 126 της ΣΛΕΕ και του ΣΣΑ. Με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται η ειδική παρακολούθηση που συνδέεται με τη χρηματοδοτική συνδρομή στο γενικότερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης.
Οι ευρωπαϊκές αντιδράσεις στη δημοσιονομική κρίση οδήγησαν επομένως σε πληθώρα διαδικασιών παρακολούθησης και συντονισμού που χρήζουν εναρμόνισης. Το ευρωπαϊκό εξάμηνο, ως μέρος του αποκαλούμενου «Six-Pack», θεωρείται ότι είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή Kaarlo Tuori, μια προσπάθεια συντονισμού μετά-επιπέδου αυτών των διαφορετικών διαδικασιών παρακολούθησης και συντονισμού.
Ωστόσο, υποστηρίζεται ευρέως ότι οποιαδήποτε απόπειρα ενίσχυσης του ρόλου του ΔΕΕ, είτε με την αντικατάσταση συστάσεων με νομικά δεσμευτικές αποφάσεις είτε με την έγκριση της προσφυγής παραβάσεως στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας, απαιτεί αναθεώρηση των Συνθηκών. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε όσον αφορά ένα υποσύνολο κρατών μελών (π.χ. όπως τα κράτη μέλη της ευρωζώνης), δεδομένου ότι όλα τα μέσα ενισχυμένης συνεργασίας ενός υποσυνόλου κρατών μελών (είτε βάσει του άρθρου 20 ΣΕΕ, του άρθρου 136 της ΣΛΕΕ είτε με τη σύναψη διακυβερνητικών Συνθηκών) δεν μπορεί να παραβιάζει το πρωτογενές δίκαιο και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να το τροποποιήσει.
Στο πλαίσιο αυτό, η εννοιολογική διαγραφή του άρθρου 126 παράγραφος 10 της ΣΛΕΕ σημαίνει ότι η διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου να διαπιστώσει την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος και να αποφασίσει εάν το κράτος μέλος έλαβε τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής, θα αντικατασταθεί από τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ωστόσο, παραμένει αμφίβολο το εάν τα δικαστήρια είναι καλύτερα εξοπλισμένα για την εκτίμηση των περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων και τη λήψη τεχνοκρατικών αποφάσεων κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής.
Οι περιορισμένες αρμοδιότητες της Ένωσης στο πλαίσιο του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών οδηγούν στη χρησιμοποίηση των κυρώσεων ως του κυρίου μέσου για την επίτευξη των στόχων προς όφελος της εποπτείας και του διαλόγου. Το ΣΣΑ ωστόσο, έχει ως στόχο να βοηθήσει τα κράτη μέλη και όχι να τους επιβάλει κυρώσεις. Μετά τη μέτρια απόδοση του αναθεωρημένου ΣΣΑ για την περίοδο 2005-2008, καθώς και την ελληνική κρίση, ο ενωσιακός νομοθέτης επανεξέτασε το ρόλο των κυρώσεων στο πλαίσιο του οικονομικού πυλώνα της ΟΝΕ.
Η μεταρρύθμιση του 2011 καταργώντας την αρχή της διοικητικής κύρωσης όπως αυτή διαμορφώνεται στο άρθρο 126 παράγραφος 11 της ΣΛΕΕ, δεν την περιορίζει μόνο στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος αρνείται να συμμορφωθεί με την προειδοποίηση που του έχει στο άρθρο 126, παράγραφος 9 της ΣΛΕΕ. Η ανησυχία για την ενίσχυση της αξιοπιστίας του εποπτικού πλαισίου προϋπολογισμού της Ένωσης απαιτεί δράση όταν η συζήτηση από μόνη της δεν επιτρέπει ή δεν φαίνεται να αλλάζει τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους.
Για να αποκατασταθούν παρελθούσες δυσλειτουργίες κατά τον καθορισμό των ΜΔΣ, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1175/2011 απαιτεί από τα κράτη μέλη να βασίζονται σε ευρύτερο σύνολο μακροοικονομικών παραγόντων στις εξηγήσεις τους σχετικά με τις εθνικές δημοσιονομικές επιλογές που περιέχονται στα προγράμματα σταθερότητας ή σύγκλισης (άρθρο 3 παράγραφος 2 Κανονισμού 1466/1997 όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 1175/2011).
Για τις χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ, η διαδικασία στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους ολοκληρώνεται με την απόφαση του Συμβουλίου για μη αποτελεσματική δράση, ενώ για τα μη συμμορφούμενα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ η απόφαση αυτή προκαλεί ένα άλλο, και προηγουμένως μη υφιστάμενο, στάδιο επιβολής οικονομικών κυρώσεων.
Ο κανονισμός 1173/2011 αναφέρει ότι ο στόχος της "θέσπισης ενός συστήματος ότι ο στόχος της "θέσπισης συστήματος κυρώσεων για την ενίσχυση της εφαρμογής του προληπτικού και διορθωτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (αιτιολογική σκέψη 27). Το σύστημα αυτό ικανοποιεί την ανάγκη βελτίωσης της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ένωση, η οποία πρέπει να βασίζεται σε μια αποφασιστική εθνική ενσωμάτωση των κανόνων και των πολιτικών που συμφωνήθηκαν από κοινού και σε ένα πιο ισχυρό πλαίσιο για την εποπτεία των εθνικών οικονομικών πολιτικών σε ενωσιακό επίπεδο.
Ως εκ τούτου, ο μηχανισμός κυρώσεων στο πλαίσιο του κανονισμού 1173/2011 για τη ζώνη του ευρώ, καθώς και το γενικό σύστημα κυρώσεων που προβλέπεται στους κανονισμούς 1175/2011 και 1177/2011 για τα κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ θεωρούνται ως μέσο διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής δημοσιονομικής εποπτείας. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται στα κράτη στο πλαίσιο αυτό, αν και ταξινομούνται στο άρθρο 9 του κανονισμού ως «διοικητικού χαρακτήρα», φαίνεται να υπερβαίνουν το πεδίο της δημόσιας ανακοίνωσης των συστάσεων του Συμβουλίου. Ωστόσο, αυτές οι κυρώσεις δεν μετατρέπονται σε πολιτικές, όπως για παράδειγμα η στέρηση των δικαιωμάτων ψήφου στο Συμβούλιο.
Μια σημαντική παράμετρος για την προώθηση της κύρωσης ως εργαλείου συντονισμού είναι η οιονεί αυτόματη εφαρμογή της, η οποία συνδέεται με την επιλογή της ανάστροφης πλειοψηφίας.. Δεδομένου ότι η απόφαση της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει εντός 10 ημερών, αυτό περιορίζει σαφώς την έκταση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου.
Αναλύοντας την σχετικά πρόσφατη απόφαση Ισπανίας κατά Συμβουλίου (C-521/15), εξέτασα επίσης την αποτελεσματικότητα του συστήματος κυρώσεων για την παραποίηση στατιστικών στοιχείων όπως προβλέπεται στον κανονισμό 1173/2011 και την πλήρη αρμοδιότητα του ΔΕΕ όσον αφορά τόσο τη νομιμότητα όσο και την αναλογικότητα της επιβαλλόμενης κύρωσης. Το νέο σύστημα κυρώσεων, παρέχοντας στον μηχανισμό τη νομική δέσμευση που απαιτείται για να αποτελέσει κίνητρο για τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με τους κανόνες του ΣΣΑ, συμπληρώνει ένα κενό συντονισμού, στο οποίο αποδίδονται η αναποτελεσματικότητα αυτού του μηχανισμού αλλά και οι εκτροχιασμοί των προϋπολογισμών πολλών κρατών μελών,
Αναμφισβήτητα, στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια μεγαλύτερης διαφάνειας και δημοκρατικής λογοδοσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 13 ΣΕΕ άλλωστε, το Δικαστήριο ορίζεται επισήμως ως θεσμικό όργανο της Ένωσης και ως τέτοιο, μαζί με τους πολιτικούς θεσμούς της Ένωσης, υπάγεται αναμφισβήτητα στις διατάξεις των Συνθηκών. Πράγματι, όπως έχει επανειλημμένα δηλώσει το ΔΕΕ, η Ένωση βασίζεται στο κράτος δικαίου, καθόσον ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα δεν μπορούν να αποφύγουν τον έλεγχο της συμμόρφωσης των πράξεών τους με το βασικό συνταγματικό χάρτη, τις Συνθήκες. Επομένως, είναι αναγκαία η εσωτερική συνταγματικότητα και, με άλλα λόγια, η νομιμότητα, προκειμένου να ενισχυθεί ο θεσμικός ρόλος του ΔΕΕ στο πλαίσιο των Συνθηκών.
Ωστόσο, η νομιμότητα, μπορεί να αξιολογηθεί και από μια σειρά πολιτικών, κοινωνιολογικών και ηθικών προοπτικών. Παρόλο που το ιστορικό παρελθόν της ΕΕ έχει μεγάλη νομιμοποίηση, οι τελευταίες δεκαετίες έχουν μαρτυρήσει την ύπαρξη μιας σθεναρής συζήτησης που χαρακτηρίζεται από αλληλεπικαλυπτόμενες κατηγορίες μεροληψίας, δικαστικού ακτιβισμού και κακής νομικής αιτιολογίας και αδιαφάνεια του ΔΕΕ. Παρά την ευρεία υποστήριξή της, είναι γεγονός ότι το ΔΕΕ υπόκειται τόσο σε μεγαλύτερη κανονιστική κριτική όσο και σε χαμηλότερα επίπεδα δημόσιας στήριξης από ό,τι στο παρελθόν.
Λόγω της στενής διασύνδεσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο πυλώνων της ΟΝΕ, είναι αναπόφευκτο να προχωρήσουμε μακροπρόθεσμα σε μια ενισχυμένη ολοκλήρωση, στο μέτρο που θα υπάρξει βέβαια η απαραίτητη πολιτική βούληση. Η περαιτέρω διεύρυνση των λειτουργιών του ΔΕΕ ως δικαστικού οργάνου, είναι αναμφισβήτητα απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα και η δημόσια λογοδοσία της ΕΕ, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο νέο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης.
Συμπερασματικά, λόγω του γεγονότος ότι η ζώνη του ευρώ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ραγδαία εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον χαρακτηριζόμενο από την άνοδο των μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών, μια πιο ανθεκτική και ολοκληρωμένη ΟΝΕ θα απήλασε τις χώρες της Ευρωζώνης από εξωτερικές οικονομικές συγκρούσεις, θα διατηρούσε το ευρωπαϊκό μοντέλο κοινωνικής συνοχής αλλά την επιρροή της ΕΕ σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνεπώς, όλες οι προαναφερθείσες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η «περισσότερη Ευρώπη» δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά περισσότερο μέσο για την εξυπηρέτηση των πολιτών της Ευρώπης και την αύξηση της ευημερίας τους.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Δίκαιο – Νομοθεσία
Λοιπές θεματικές κατηγορίες:
Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Λέξεις-κλειδιά:
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νέα Οικονομική Διακυβέρνηση, Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, κρίση Ευρωζώνης, Συντονισμός οικονομικών πολιτικών
Ευρετήριο:
Ναι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
1
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
60
Αριθμός σελίδων:
71
MASTER THESIS 24 2 2019 .pdf (1 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο