Carnivoran Dietary Adaptations: A Multiproxy Study on the Feeding Ecology of the Fossil Carnivorans of Greece

Διπλωματική Εργασία uoadl:2888228 214 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Περιβάλλοντα Ιζηματογένεσης, Οικοσυστήματα και Γεωβιοπόροι
Βιβλιοθήκη Σχολής Θετικών Επιστημών
Ημερομηνία κατάθεσης:
2019-12-20
Έτος εκπόνησης:
2019
Συγγραφέας:
Καργόπουλος Νικόλαος
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Σωκράτης Ρουσιάκης, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δημήτριος Κωστόπουλος, Καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Γεώργιος Ηλιόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Γεωλογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Πρωτότυπος Τίτλος:
Carnivoran Dietary Adaptations: A Multiproxy Study on the Feeding Ecology of the Fossil Carnivorans of Greece
Γλώσσες εργασίας:
Αγγλικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Διατροφικές Προσαρμογές Σαρκοφάγων: Μία Πολυπαραμετρικής Μελέτη της Τροφικής Οικολογίας των Απολιθωμένων Σαρκοφάγων της Ελλάδας
Περίληψη:
Το θέμα της παρούσας Διπλωματικής εργασίας είναι η παλαιοοικολογία των απολιθωμένων σαρκοφάγων της Ελλάδας και συγκεκριμένα οι διατροφικές τους συνήθειες. Τα Σαρκοφάγα δεν τρέφονται αποκλειστικά με κρέας, αλλά συχνά έχουν παμφαγικές, εντομοφαγικές ή ακόμα και φυτοφαγικές συνήθειες. Σε αυτή την εργασία τα σημερινά σαρκοφάγα χωρίστηκαν σε 12 διατροφικές κατηγορίες. Το απολιθωμένο υλικό ανήκει σε 47 είδη σε 8 οικογένειες, που προέρχονται από δύο περιόδους του γεωλογικού χρόνου: το Ανώτερο Μειόκαινο (11,6-5,3 εκατομμύρια χρόνια πριν) και το Βιλλαφράγκιο (3,5-0,8 εκατομμύρια χρόνια πριν). Αυτές οι περίοδοι περιλαμβάνουν κάποιες από τις πιο πλούσιες απολιθωματοφόρες θέσεις της Ελλάδας, παρέχοντας αρκετό υλικό για να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες μέθοδοι. Τα εξαγόμενα αποτελέσματα προέκυψαν μετά από σύγκριση με 75 είδη σε 13 οικογένειες αρτίγονων Σαρκοφάγων.
Το κυρίως τμήμα αυτής της εργασίας ήταν ο υπολογισμός μίας σειράς παραμέτρων που συνδέονται με την δίαιτα των ειδών. Οι παράμετροι που υπολογίστηκαν ήταν οι εξής: δύναμη δαγκώματος, αντοχή των άνω κυνοδόντων και κοπτήρων στην κάμψη, εγκεφαλική χωρητικότητα, σχετικό πλάτος ρύγχους, μυολογία μαστοειδούς περιοχής, οδοντική μεσοτριβή, κοπτικές και αλεστικές επιφάνειες των δοντιών, διαφυματικές εντομές των δοντιών και γενικότερη οδοντική μορφολογία. Όλες αυτές οι παράμετροι χρησιμοποιήθηκαν συνδυαστικά, ώστε να εξαχθεί το ακριβέστερο δυνατό αποτέλεσμα.
Το πρώτο κεφάλαιο των αποτελεσμάτων έχει να κάνει με την δίαιτα κάποιων αινιγματικών ειδών. Η Indarctos atticus φαίνεται ότι ήταν παμφάγα με τα φυτά να αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της διατροφής της. Τα είδη Ursus etruscus, Ursavus ehrenbergi και Ursavus depereti ήταν οπορτουνιστικά παμφάγα. Ο Simocyon primigenius φαίνεται πως ήταν πτωματοφάγο, αλλά και θηρευτής μικρού-μεσαίου μεγέθους θηλαστικών και πιθανά συμπλήρωνε την δίαιτά του σε μικρό ποσοστό από φυτά. Έναν παρόμοιο ρόλο, χωρίς οστεοθραυστικές ικανότητες, φαίνεται πως είχε το είδος Plesiogulo crassa. Τέλος, το είδος Baranogale helbingi εκτιμάται ότι ήταν παμφάγο με προτίμηση στο κρέας, όπως τα σημερινά κουνάβια.
Το δεύτερο κεφάλαιο των αποτελεσμάτων ασχολείται με την συνύπαρξη ειδών που φαίνονται να έχουν παρόμοια οικολογία. Το πρώτο κομμάτι είναι οι ύαινες, που ήταν παρόμοιες με την σημερινή στικτή ύαινα, και ζούσαν στο Τουρώλιο (Adcrocuta eximia, Lycyaena chaeretis και Belbus beaumonti). Προέκυψε ότι η Adcrocuta επικρατεί έναντι των άλλων ειδών, επειδή ήταν μεγαλύτερη, πιο εύρωστη, καλύτερα προσαρμοσμένη στην θραύση οστών και πιθανότατα κοινωνική, οδηγώντας τις άλλες δύο ύαινες σε χαμηλές πληθυσμιακές πυκνότητες. Η επόμενη ομάδα ήταν τα ικτιθήρια του Ανώτερου Μειοκαίνου (Plioviverrops orbignyi, Protictitherium crassum, Ictitherium viverrinum και Hyaenotherium wongii). Τα πρώτα δύο γένη φαίνεται πως ήταν οπορτουνιστικά εντομοφάγα-παμφάγα. Όμως τα άλλα δύο γένη υπολογίστηκε πως είχαν παρόμοιους οικολογικούς ρόλους με το Hyaenotherium να είναι πιο σαρκοφάγο και το Ictitherium πιο οπορτουνιστικό. Αυτή η αλληλοεπικάλυψη των οικολογικών τους θώκων είναι πιθανότατα και η αιτία για την διακριτή τους βιογεωγραφία με το Ictitherium να κυριαρχεί στο Πικέρμι και το Hyaenotherium στη Σάμο. Η τρίτη περίπτωση συνύπαρξης που μελετήθηκε ήταν τα αιλουροειδή του Πικερμίου (Pristifelis attica, Metailurus parvulus, Metailurus major, Paramachairodus orientalis, Amphimachairodus giganteus). Αυτά τα είδη μπορούσαν να συνυπάρχουν καθώς δεν είχαν το ίδιο σωματικό βάρος. Κατά συνέπεια και τα θηράματά τους δεν είχαν το ίδιο βάρος. Τα μόνα είδη που είχαν αντίστοιχο μέγεθος ήταν τα Metailurus major και Paramachairodus orientalis, που αποτελούν δύο διαφορετικά εξελικτικά στάδια μαχαιροδόντων. Επομένως, αυτά τα δύο είδη θα πρέπει να ήταν ανταγωνιστικά μεταξύ τους και πιθανότατα αυτός είναι ο λόγος για την σπανιότητά τους. Άλλο ένα κομμάτι ήταν τα Mustelidae του Τουρώλιου (Martes woodwardi, Promeles palaeattica, Promephitis lartetii, Parataxidea maraghana, Sinictis pentelici και ένα νέο είδος αυτής της οικογένειας). Αυτά τα είδη φαίνεται ότι κάλυπταν αντίστοιχους θώκους και είχαν παρόμοιο σωματικό μέγεθος, με την εξαίρεση του μικρότερου Promephitis. Πιθανότατα, αυτός είναι ο λόγος για την χαμηλή τους πυκνότητα και για την διακριτή βιογεωγραφία των Promeles και Parataxidea (παρόντα στο Πικέρμι και στη Σάμο αντίστοιχα). Η πέμπτη περίπτωση ήταν η συνύπαρξη των μαχαιροδόντων Homotherium και Megantereon στο Βιλλαφράγκιο. Φαίνεται ότι αυτή η συνύπαρξη ήταν δυνατή λόγω της διαφοράς των δύο ειδών στο σωματικό μέγεθος και στις κυνηγετικές στρατηγικές, με το Homotherium να είναι καλύτερα προσαρμοσμένο σαν δρομέας και να μην πραγματοποιεί το στιγμιαίο δάγκωμα των μαχαιροδόντων. Κάτι αντίστοιχο φαίνεται και στα είδη Chasmaporthetes lunensis και Pliohyaena perrieri. Το πρώτο είδος φαίνεται ότι ήταν ένας αγελαίος, ταχύς κυνηγός, ενώ το δεύτερο ένα μοναχικό πτωματοφάγο. Η τελευταία ομάδα ήταν τα κυνοειδή της Απολλωνίας (Vulpes praeglacialis, Lycaon lycaonoides, Canis apolloniensis, Canis arnensis και Canis etruscus). Η Vulpes praeglacialis κατελάμβανε έναν θώκο αντίστοιχο των σημερινών αλεπούδων και ο Lycaon αντίστοιχο των σημερινών λύκων. Τα άλλα τρία είδη αποτελούν μία διαδοχή από μία μορφή παρόμοια με τσακάλι (Canis arnensis) σε μία μορφή παρόμοια με μικρόσωμο λύκο (Canis etruscus) με τον Canis apolloniensis να αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο. Αυτή η συνύπαρξη των τριών ειδών πιθανότατα οδηγούσε σε διαειδικό ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Το τρίτο κεφάλαιο των αποτελεσμάτων έχει να κάνει με την χρονική αλλαγή (ή μη αλλαγή) κάποιων φυλογενετικών γραμμών. Η πρώτη περίπτωση είναι η γραμμή Promeles palaeattica - Meles dimitrius - Meles meles. Αυτή η γραμμή φαίνεται να προσαρμόζεται σε μία διατροφή περισσότερο βασισμένη στα φυτά και σε ένα αυξανόμενο σωματικό μέγεθος. Η δεύτερη γραμμή ήταν αυτή του γένους Nyctereutes: N. donnezani - N. megamastoides - N. procyonoides. Και σε αυτήν την γραμμή παρατηρείται η επιλογή της αύξησης του ποσοστού των φυτών στην δίαιτα, αλλά αυτή τη φορά το σωματικό μέγεθος μειώνεται. Οι επόμενες δύο περιπτώσεις έχουν να κάνουν με δύο γραμμές που είχαν σταθερούς αντιπροσώπους στο απολιθωματοφόρο αρχείο της Ελλάδας από το Μειόκαινο μέχρι το Ανώτερο Πλειστόκαινο. Η πρώτη γραμμή είναι αυτή των οστεοθραυστικών υαινών αντίστοιχων της σημερινής στικτής ύαινας: Dinocrocuta  Adcrocuta  Pliohyaena  Pachycrocuta  Crocuta και η δεύτερη είναι αυτή των μεγαλόσωμων αιλουροειδών: Amphimachairodus/Paramachairodus/Metailurus major - Homotherium/Megantereon/Panthera gombaszoegensis - Panthera leo/pardus.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Θετικές Επιστήμες
Λέξεις-κλειδιά:
Παλαιοντολογία, Σαρκοφάγα, Θηλαστικά, Οικομορφολογία
Ευρετήριο:
Ναι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
2
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
257
Αριθμός σελίδων:
214
Kargopoulos 2019 - Carnivoran Dietary Adaptations.pdf (14 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο