Ένα «εργαστήριο» ζωγραφικής στην ύπαιθρο της Νάξου (τέλη 13ου-αρχές 14ου αιώνα): κοινωνικός χώρος και εικαστική δημιουργία

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2894872 267 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-01-16
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Κωνσταντέλλου Θεοδώρα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Σοφία Καλοπίση-Βέρτη, Ομότιμη Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μαρία Παναγιωτίδη-Κεσίσογλου, Ομότιμη Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βικτωρία Κέπετζη, τ. Επίκουρη Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αναστασία Δρανδάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αντωνία Κιουσοπούλου, Καθηγήτρια, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γεώργιος Πάλλης, Επίκουρος Καθηγητής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βασιλική Φωσκόλου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Πρωτότυπος Τίτλος:
Ένα «εργαστήριο» ζωγραφικής στην ύπαιθρο της Νάξου (τέλη 13ου-αρχές 14ου αιώνα): κοινωνικός χώρος και εικαστική δημιουργία
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Ένα «εργαστήριο» ζωγραφικής στην ύπαιθρο της Νάξου (τέλη 13ου-αρχές 14ου αιώνα): κοινωνικός χώρος και εικαστική δημιουργία
Περίληψη:
Στην παρούσα διατριβή, μέσα από τη μελέτη ενός συνόλου τοιχογραφιών, επιχειρείται η ανάδειξη του κόσμου ενός «εργαστηρίου» ζωγραφικής που αναπτύχτηκε στην ύπαιθρο της Νάξου από το τελευταίο τέταρτο του 13ου έως και το πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα. Το υλικό αυτό εντοπίστηκε στους εξής ναούς: 1. Άγιος Γεώργιος στον Λαθρήνο (π. 1285), νότια του σημερινού οικισμού Άνω Σαγκρί, 2. Αγία Ειρήνη (π. 1285-1290), νοτιανατολικά του οικισμού Γαλανάδο, δίπλα στον δρόμο που οδηγεί από τη Χώρα στο Σαγκρί, 3. Άγιος Γεώργιος στον Πάνω Μαραθό (1285/6), νοτιοδυτικά του βυζαντινού κάστρου τ’ Απαλίρου, 4. Παναγία στον Αρχατό (1η Σεπτεμβρίου, 1285), στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, 5. Άγιος Γεώργιος (1286/7) στη θέση Δίστομο, στο νοτιοανατoλικό τμήμα του νησιού, 6. Παναγία «στης Γιαλλούς» (1288/9), κοντά στον κόλπο Αγιασσού στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, 7. Άγιος Παντελεήμονας στο Πέρα Χαλκί (1291/2), κοντά στον σημερινό οικισμό Χαλκί, στο κέντρο του νησιού, 8. Άγιος Κωνσταντίνος στη Βουρβουριά (4η Σεπτεμβρίου, 1310) επίσης κοντά στον σημερινό οικισμό Χαλκί, 9. Παναγία στους Κήπους στο Σαγκρί (αρχές 14ου αιώνα;) και 10. Άγιος Γεώργιος στην Κάτω Ποταμιά (π. 1300-1315).
Τα στοιχεία που συνδέουν τα παραπάνω τοιχογραφικά σύνολα εντοπίστηκαν κυρίως σε τρία πεδία, στο κόσμημα, στην τεχνοτροπία και στη μορφή των γραμμάτων. Κοινές αρχές και πρότυπα αναγνωρίστηκαν και στη διάρθρωση του εικονογραφικού προγράμματος και στην εικονογραφία των παραστάσεων. Η έρευνα ωστόσο έδειξε ότι στην τελική εικόνα αυτών σημαντικό ρόλο είχαν οι εκάστοτε παραγγελιοδότες. Οι προτιμήσεις των τελευταίων, που σχετίζονταν με ζητήματα της θρησκευτικής και της κοινωνικής τους ταυτότητας, και τις ανάγκες της καθημερινής τους ζωής, εκδηλώθηκαν μέσω της επιλογής συγκεκριμένων σκηνών και αγίων και τοποθετήθηκαν σε σημεία που ήταν ορατά, προσβάσιμα και συγκέντρωναν τα βλέμματα και τις προσευχές των πιστών, ή σε σημεία που αποτελούσαν το επίκεντρο της λειτουργικής πρακτικής. Σε σημαντικά σημεία τοποθετήθηκαν και οι προσωπογραφίες τους.
Η εικαστική γλώσσα που χρησιμοποίησε η συγκεκριμένη ομάδα ζωγράφων, τόσο στο πεδίο της εικονογραφίας, όσο και στο πεδίο της τεχνοτροπίας, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στη μεσοβυζαντινή εικαστική παράδοση, ενσωματώνοντας παράλληλα χαρακτηριστικά από τις σύγχρονες καλλιτεχνικές εξελίξεις. Κάποια από στοιχεία αντλήθηκαν από την τοπική εικαστική παράδοση και πιθανότατα από σύγχρονες καλλιτεχνικές δημιουργίες του νησιού. Ορισμένα βέβαια εικονογραφικά θέματα που απαντούν άπαξ στους ναούς (λ. χ. Χειρ Θεού με τις Ψυχές των Δικαίων, Παλαιός των Ημερών σε δόξα, η Αποκαθήλωση με τη σινδόνη) θα μπορούσαν να συνδεθούν με τις αυτόνομες επαφές που κάποιοι ζωγράφοι είχαν με εικαστικό υλικό που προερχόταν πιθανότατα από πολιτισμικά περιβάλλοντα εκτός του νησιού.
Ο ιδιαίτερα φροντισμένος τρόπος απόδοσης των επιγραφών, όπως και η ύπαρξη ορισμένων γραφολογικών στοιχείων, θεωρήθηκε ότι πιθανότατα δηλώνει την επαφή των ζωγράφων, ίσως κάποιων από αυτών, με τον χώρο των χειρογράφων. Η υπόθεση αυτή φαίνεται ισχυρή στην περίπτωση του κληρικού και ζωγράφου Μιχαήλ από τον ναό της Παναγίας στον Αρχατό (1285), αφού όπως είναι γνωστό οι κληρικοί συχνά ήταν γραφείς χειρογράφων, είτε εκτελούσαν σχετικές εργασίες.
Το θεματολόγιο –στον βαθμό που αυτό μπορεί να αξιολογηθεί, δεδομένης της μερικής διατήρησης των τοιχογραφιών– είναι περιορισμένο. Η ύπαρξη κοινών τύπων και επιγραμμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί δηλωτική της ύπαρξης ενός κοινού σώματος σχεδίων, ενός οδηγού με λεκτικές περιγραφές, ή μιας συλλογής με επιγράμματα. Δεν αποκλείεται ωστόσο η αναπαραγωγή κάποιων από των παραπάνω στοιχειών να γινόταν όπως συχνά συνέβαινε και δια μνήμης. Θα ήταν ελκυστικό να αποδώσουμε την κοινή μορφή των γραμμάτων σε μια διαδικασία εκμάθησης της γραφής που λάμβανε χώρο στο πλαίσιο του εξεταζόμενου «εργαστηρίου».
Λίγες είναι οι πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από το διαθέσιμο υλικό σχετικά με τη σύνθεση και την οργάνωση του συγκεκριμένου «εργαστηρίου». Δεν είναι εύκολο επίσης να διευκρινιστεί αν ποτέ αυτό έλαβε τη μορφή μιας οργανωμένης συντεχνίας, ή μιας αυτόνομης οικονομικής ομάδας, όπως γνωρίζουμε από μεταγενέστερες εποχές. Δεν αποκλείεται οι ζωγράφοι να είχαν παράλληλα και άλλες ασχολίες, όπως ο κληρικός Μιχαήλ.
Από τη θέση των εκκλησιών συνάγεται ότι η δραστηριότητα των ζωγράφων αυτών επικεντρώθηκε κυρίως στο δυτικό, κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού και σε περιοχές με σημαντική αγροτική και οικιστική δραστηριότητα κατά τη βυζαντινή εποχή και κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας. Η ανάλυση των αφιερωτικών επιγραφών και των κτητορικών πορτραίτων που διατηρούνται στις εκκλησίες έδειξε ότι εύποροι γαιοκτήμονες-κτηνοτρόφοι, κληρικοί και λαϊκοί, χήρες και άγαμες γυναίκες –εντόπιοι κατά κύριο λόγο και κάποιοι με ετερόχθονη καταγωγή– χρησιμοποίησαν τους ζωγράφους του συγκεκριμένου «εργαστηρίου». Η δράση των παραπάνω κοινωνικών δυνάμεων στο ιστορικό τοπίο του νησιού και πιθανότατα η δημιουργία νέων αγροτοποιμενικών κοινοτήτων στο νοτιοδυτικό του τμήμα φαίνεται ότι διαμόρφωσαν έναν ευνοϊκό κοινωνικό και οικονομικό χώρο, «ένα δίκτυο πελατών και χρηστών», όπου έγινε δυνατή η δραστηριότητα της εξεταζόμενης ομάδας ζωγράφων.
Η παραπάνω καλλιτεχνική δραστηριότητα δεν θα πρέπει, ωστόσο, να αντιμετωπίζεται ως ένα μεμονωμένο καλλιτεχνικό φαινόμενο την εποχή αυτή στη Νάξο. Ήδη από τις αρχές του 13ου αιώνα ένας σημαντικός αριθμός εκκλησιών διακοσμείται με νέες τοιχογραφίες. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις και ειδικά στο λεκανοπέδιο της Τραγαίας αναγνωρίζεται η εμβέλεια που απέκτησε το ύφος κάποιων ζωγράφων, όπως και κοινές αναφορές και συνδέσεις μεταξύ των δημιουργών, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο «εργαστηρίων». Καμία ωστόσο ομάδα τοιχογραφικών συνόλων δεν διασώζει τις μαρτυρίες εκείνες που να επιτρέπουν την ανάδειξη του κόσμου ενός τοπικού «εργαστηρίου» σε αυτό το εύρος, όπως το εξεταζόμενο. Η μελέτη του φωτίζει τον τρόπο δράσης παραγγελιοδοτών και ζωγράφων στην ύπαιθρο ενός νησιού στην ύστερη εποχή και ένα πλούσιο κεφάλαιο της πολιτισμικής ιστορίας της μεσαιωνικής Νάξου.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Αρχαιολογία
Λέξεις-κλειδιά:
Βυζαντινή Αρχαιολογία, Βυζαντινή Τέχνη, Βυζαντινές Σπουδές
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
1150
Αριθμός σελίδων:
597
Konstantellou_Dissertation.pdf (67 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο