Μελέτη των Rhesus αρνητικών και συχνότητα των τύπων weak D και των ποικιλιών partial D του συστήματος Rhesus σε Αιμοδότες και Ασθενείς του Νοσοκομείου

Διπλωματική Εργασία uoadl:2896887 181 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Θρόμβωση-Αιμορραγία-Ιατρική των μεταγγίσεων
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-02-10
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Μαραγκάκη Λαμπρινή
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Πολίτου Μαριάννα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρικής Σχολής , Ε.Κ.Π.Α.
Βαλσάμη Σερένα, Επίκουρη Καθηγήτρια,Ιατρικής Σχολής, Ε.Κ.Π.Α.
Γιαλεράκη Αργυρή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ,Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη των Rhesus αρνητικών και συχνότητα των τύπων weak D και των ποικιλιών partial D του συστήματος Rhesus σε Αιμοδότες και Ασθενείς του Νοσοκομείου
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη των Rhesus αρνητικών και συχνότητα των τύπων weak D και των ποικιλιών partial D του συστήματος Rhesus σε Αιμοδότες και Ασθενείς του Νοσοκομείου
Περίληψη:
Το σύστημα Rhesus είναι το πιο πολυμορφικό και το πιο ανοσογόνο σύστημα ομάδων αίματος και μαζί με το ΑΒΟ το σημαντικότερο στη μεταγγισιοθεραπεία. Το αντιγόνο RhD, ένα πολύπλοκο μωσαϊκό διαφορετικών επιτόπων, είναι το πιο σημαντικό από τα αντιγόνα του συστήματος και προσδιορίζεται σε όλους τους αιμοδότες και ασθενείς. Αν και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι RhD θετικοί ή RhD αρνητικοί, υπάρχει ένα ποσοστό που έχουν μια παραλλαγή του αντιγόνου, και ανήκουν στις κατηγορίες εκείνες που φέρουν τους φαινότυπους weak D, partial D και DEL. Η τυποποίηση των αιμοδοτών πρέπει να λαμβάνει υπόψιν όλες τις εκφράσεις του RhD αντιγόνου προκειμένου να αποφευχθεί η anti-D αλλοανοσοποίηση. Για το λόγο αυτό στην καθημερινή εργαστηριακή πρακτική πρέπει να χρησιμοποιούνται αξιόπιστες μέθοδοι, οι οποίες να λαμβάνουν υπόψιν τη διαφορετική αντίδραση των εμπορικών αντιορών με τους weak D και partial D φαινοτύπους, καθώς επίσης και τη χαμηλή συγκέντρωση του αντιγόνου D σε κάποιες παραλλαγές του.
Σκοπός της μελέτης: Ο στόχος της μελέτης ήταν να προσδιορίσει την κατανομή των πολυμορφισμών του αντιγόνου D σε αιμοδότες και ασθενείς ενός τριτοβάθμιου νοσοκομείου, οι οποίοι παρουσίασαν ασθενή αιμοσυγκόλληση στο RhD κατά τον ορολογικό έλεγχο. Επιπλέον, διερευνήθηκαν τα RHD αλληλόμορφα σε αιμοδότες οι οποίοι προσδιορίστηκαν ως RhD αρνητικοί με ορολογικές δοκιμασίες και είχαν C ή/και Ε στο φαινότυπο Rhesus. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μια μέθοδος αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) με πολλαπλούς εκκινητές προκειμένου να ανιχνευτεί το γονίδιο RHD. Τα θετικά δείγματα εξετάστηκαν στη συνέχεια με δυο εμπορικά προϊόντα βασισμένα στην PCR.
Αποτελέσματα: Από τους 27251 αιμοδότες και 36551 ασθενείς οι οποίοι ελέγχθηκαν σε χρονικό διάστημα 30 μηνών, γονοτυπήθηκαν με μέθοδο εμπορική μέθοδο PCR-SSP 140 δείγματα που εμφάνισαν ορολογικά υπολειπόμενη έκφραση του RhD. Από αυτά, τα 56 δείγματα (40%) τυποποιήθηκαν ως weak D type 1, τα 18 (12.86%) ως weak D type 3, τα 2 (1.43%) ως weak D type 4 και τα 12 (8,57%) ως weak D type 5. Επίσης 16 δείγματα (11.43%) ανήκαν στην κατηγορία των partial D, 17 δείγματα (12.14%) ήταν DEL[M295I] και 1 δείγμα (0.71%) υβριδικό αλληλόμορφο RHD-CE(4-7)-D. Τα εναπομείναντα 16 samples (11.43%) δεν μπορούσαν να διευκρινιστούν με τα kit που χρησιμοποιήθηκαν. Στο δεύτερο σκέλος της μελέτης ελέγχθηκαν 112 δείγματα γενωμικού DNA αιμοδοτών, τα οποία τυποποιήθηκαν ως D- αλλά με C+ ή/και Ε+ με ορολογικές τεχνικές, για την ύπαρξη συγκεκριμένων αλληλουχιών DNA ειδικών του RHD γονιδίου. Συγκεκριμένα αναζητήθηκαν περιοχές των RHD promoter, intron 4, exon 7 και exon 10. Η μοριακή ανάλυση ανέδειξε 104 (92.86%) αρνητικά δείγματα σε όλες τις RHD DNA περιοχές. Από τα υπόλοιπα 8 δείγματα (7.24%), όλα με φαινότυπο Ccee, στα 3 ανιχνεύτηκαν οι περιοχές RHD promoter, intron 4, exon 7 και exon 10, σε 3 οι RHD promoter και exon 10, ενώ 2 είχαν μόνο την περιοχή του exon 10 του γονιδίου. Περαιτέρω γονοτυπικός έλεγχος με δυο εμπορικά kit PCR-SSP ανέδειξε 5 υβριδικά RHD/CE υβριδικά αλληλόμορφα [3 RHD-CE(2-9)-D και 2 RHD-CE(3-7)-D], ένα DEL αλληλόμορφο DEL(M295I), ενώ τα άλλα 2 δείγματα δεν ταυτοποιήθηκαν και απαιτείται ο έλεγχός τους με sequencing.
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα του μοριακού ελέγχου για την καταγραφή της συχνότητας των ποικιλιών D στα δείγματα αιμοδοτών και ασθενών του νοσοκομείου παρουσίασαν ομοιότητες με αντίστοιχα στοιχεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά τους τύπους weak D 1 και 3, ενώ βρέθηκαν σημαντικά ποσοστά weak D type 5 και DEL(M295I). Η αιμοσυγκόλληση είναι η κύρια μέθοδος αναφοράς στη μεταγγισιοθεραπεία αλλά δεν είναι πάντα επαρκής για τη σωστή ανίχνευση ποικιλιών του RhD και ερυθροκυττάρων με μειωμένο αριθμό D μοριών. Μια στρατηγική γονοτύπησης του RHD, η οποία θα ανιχνεύει τις ποικιλίες του D με ικανότητα αλλοανοσοποίησης και θα επιβεβαιώνει τους D αρνητικούς αιμοδότες με κλινικώς σημαντικά αλληλόμορφα, θα μπορούσε να ενισχύσει αποτελεσματικά τον ορολογικό έλεγχο ρουτίνας στην Αιμοδοσία. Τέλος, πολύτιμοι RhD αρνητικοί ασκοί αίματος θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν αν ασθενείς οι οποίοι διαθέτουν συγκεκριμένους γονότυπους RHD μεταγγίζονται ως RhD θετικοί.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Rhesus D, Weak D, partial D, PCR, Αιμοδότες
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
49
Αριθμός σελίδων:
99
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΑΚΗ ΛΑΜΠΡΙΝΗ.pdf (8 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο