Αρχαία Ιερά Υπερτοπικού Χαρακτήρα στο Αιγαίο: Από τις Προϊστορικές Συναθροίσεις στις Πανελλήνιες Τελετουργίες

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2906498 738 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Βιβλιοθήκη Φιλοσοφικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-05-14
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Νίκου Ιωάννης
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Βαλαβάνης Παναγιώτης, Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Λαμπρινουδάκης Βασίλειος, Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μποζάνα-Κούρου Παναγιώτα, Ομότιμη Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πλάντζος Δημήτριος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Παλαιοκρασσά Λυδία, Ομότιμη Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πέππα-Παπαϊωάννου Ειρήνη, Ομότιμη Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πολυχρονάκου-Σγουρίτσα Παναγιὠτα, Ομότιμη Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Αρχαία Ιερά Υπερτοπικού Χαρακτήρα στο Αιγαίο: Από τις Προϊστορικές Συναθροίσεις στις Πανελλήνιες Τελετουργίες
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Αρχαία Ιερά Υπερτοπικού Χαρακτήρα στο Αιγαίο: Από τις Προϊστορικές Συναθροίσεις στις Πανελλήνιες Τελετουργίες
Περίληψη:
Ως κορωνίδα των ιερών και απαραβίαστων τόπων, όπου ο Ελληνισμός άνθισε και μεγαλούργησε κατά την αρχαιότητα, τα υπερτοπικά ιερά του Αιγαίου υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν πρεσβευτές μιας πολυδιάστατης θρησκευτικής πραγματικότητας, μείζονες δίαυλοι πολιτισμού με πολυεπίπεδο ρόλο. Η παρούσα διατριβή διερευνά την γένεση και εξέλιξη του φαινομένου της υπερτοπικότητας στην αιγαιακή λατρευτική δραστηριότητα, όπως αυτή στοιχειοθετείται μέσα από την εξέταση της ανάδυσης, της συγκρότησης και της ιστορικής πορείας, συγχρονικής και διαχρονικής, των μεγίστων κοινών λατρευτικών εστιών που αναπτύχθηκαν στις τέσσερις πλευρές του αρχιπελάγους. Στο πλαίσιο της ανά χείρας εργασίας, επιχειρείται για πρώτη φορά μια σφαιρική θεώρηση του θέματος επί τη βάσει μιας συστηματικής και διεξοδικής ανασύνθεσης του βίου, της λειτουργίας και της μορφής μιας σειράς τέτοιων θέσεων σε καίρια γεωγραφικά-τοπογραφικά συμφραζόμενα, που συγκεντρώνουν ξεχωριστό ενδιαφέρον ως κόμβοι λατρείας, θρησκευτικά-πνευματικά κέντρα, και, συνολικά, ως πολύσημα τοπία, χώροι επικοινωνίας ή διαμεσολάβησης, έδρες σπάνιας πολιτιστικής και πολιτισμικής συμπύκνωσης, συλλέκτες δράσεων και εμπειριών με ιδιαιτέρως ευρεία ακτινοβολία, με μακραίωνη κρίσιμη συμβολή και με διαμορφωτική επίδραση σε πλείστες διαφορετικές όψεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Καταρτίζοντας ως μεθοδολογικό οδηγό ένα κύριο σώμα αρχαιολογικών κριτηρίων της υπερτοπικότητας (πολυ-συμμετοχικότητα ή πολυσυλλεκτικότητα, ετερογένεια αφιερωμάτων και αναθετών, γραπτές μαρτυρίες: κείμενα και επιγραφές, διεξαγωγή δραστηριοτήτων ευρείας κλίμακας, αρχιτεκτονική ανάπτυξη και υλικός πλούτος, τοποθεσία-τοπογραφία-γεωγραφική θέση, ρυθμός και συχνότητα της λατρευτικής δραστηριότητας) στην επεξεργασία (αναζήτηση, αξιολόγηση και ερμηνεία) του αρχαιολογικού υλικού και των περί αυτού πρωτογενών και δευτερογενών πηγών σε συνεκτίμηση με συναφείς μνείες αρχαίων συγγραφέων, η εν λόγω μελέτη αγκαλιάζει ένα πλατύ χρονικό φάσμα· αφετηρία της είναι η Εποχή του Χαλκού, κατά την οποία αναφαίνονται οι παρθενικές γνωστές υλικές υπόνοιες υπερτοπικότητας σε λατρείες του Αιγαίου, ενώ εκτείνεται, εν συνεχεία, (ιδίως) από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους έως και το πέρας της Αρχαϊκής περιόδου, διάστημα εντός του οποίου αρκετές θεμελιώδεις αιγαιακές θρησκευτικές δομές έχουν πλέον αποκρυσταλλωθεί σε σημαντικό βαθμό και όλα τα (μέχρι τότε) σπουδαία υπερτοπικής εμβέλειας ιερά έχουν ήδη τεθεί σε τροχιά έντονα δυναμικής προόδου, αποκτώντας εξέχουσα υλική και συμβολική ισχύ και καλλιεργώντας δεσμούς και θεσμούς (ανα)μεταξύ των μελών των επί μέρους κοινωνιών που συναποτελούν το ανθρώπινο δυναμικό τους. Τα ως εκ των άνω δεδομένα συντίθενται και αποτιμώνται ανά χρονική περίοδο και γεωγραφική ζώνη μέσα σε ένα σαφές ιστορικό πλέγμα σε σύνδεση με τις εκάστοτε κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές συνθήκες, ενίοτε άμεσα ή έμμεσα συνυφασμένα με σημαίνοντα γεγονότα, προβαίνοντας, εκ παραλλήλου, στα αναγκαία ερωτήματα, παρατηρήσεις, υποθέσεις, αμφισβητήσεις, προβληματισμούς, διαπιστώσεις, αναθεωρήσεις, συγκρίσεις και διακρίσεις σύμφωνα με την φύση και κατ’ αναλογίαν προς τις απαιτήσεις της κάθε περίπτωσης.

Το προϊστορικό Αιγαίο δεν έχει να επιδείξει παρά λίγες υποψήφιες υπερτοπικές λατρευτικές θέσεις σε σχέση με αυτό των ιστορικών χρόνων. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, ο αινιγματικός Κάβος-Δασκαλειό στην Κέρο των Κυκλάδων, με πλούσιο σύνολο ευρημάτων και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ασκούμενης λατρευτικής πρακτικής, αναφύεται ως ο πρώτος και, κατ’ ουσίαν, μοναδικός, κατά πάσα πιθανότητα υπερτοπικός τελετουργικός χώρος της περιόδου, με ενδεχομένως πολλαπλή λειτουργικότητα, αν και δεν αποκλείεται να υπήρχαν και άλλοι πολυσυλλεκτικοί λατρευτικοί χώροι, οι οποίοι να ευνοούσαν κοινές συγκεντρώσεις πολυάριθμων ετερόκλητων συμμετεχόντων-επισκεπτών. Η αύξηση των ενδείξεων υπερτοπικότητας στην λατρεία της Μέσης Εποχής του Χαλκού αφορά, κατά βάσιν, ιερά σε δεσπόζουσες εξωαστικές τοποθεσίες, μακριά από οικισμούς, στην Κρήτη (Κάτω Σύμη Βιάννου, ιερά κορυφής και ιερά σπηλαίων στην Ανατολική και Κεντρική Κρήτη) και στα υπό μινωική επιρροή Κύθηρα (Άγιος Γεώργιος στο Βουνό) σε συνάρτηση με την εδραίωση και εξάπλωση του ανακτορικού πολιτικού συστήματος και της ιδεολογίας ανώτερων κοινωνικών κύκλων καθώς και με την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα και τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών αντιστοίχως. Η τάση ίδρυσης ή/και ισχυροποίησης λατρειών υπερτοπικής απήχησης έλαβε εκ νέου ώθηση κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, σε συσχετισμό και πάλι με κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, όπως σηματοδοτεί η περαιτέρω ανάπτυξη κάποιων ιερών (Κάτω Σύμη Βιάννου) και η μεγάλη ελάττωση ή η επιλεκτική διατήρηση σε χρήση λιγοστών άλλων (ιερά κορυφής – κυρίως του Γιούχτα – και ιερά σπηλαίων) προς επίρρωση της κρατούσας ιεραρχίας δυνάμεων· σε αντίθεση με την Κρήτη, στις Κυκλάδες και στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουμε ελάχιστα ίχνη, που μπορεί να παραπέμπουν σε πολυ-συμμετοχικές λατρευτικές συνιζήσεις (ιερό στην θέση του μεταγενέστερου ιερού του Απόλλωνος Μαλεάτου στην Επίδαυρο). Στους Μυκηναϊκούς χρόνους, οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα επέφεραν την εξασθένιση πολλών παλαιότερων ιερών της Κρήτης, όπου σημειώνεται σοβαρότατη μείωση των εν ενεργεία υπερτοπικών χώρων λατρείας, με ευάριθμες θέσεις να επιβιώνουν (Κάτω Σύμη Βιάννου, Γιούχτας, Ψυχρό, Πατσός), και ταυτόχρονη στροφή προς μικρές τοπικές λατρείες· αβέβαιος παραμένει ο προσδιορισμός των συνιστωσών και διαφόρων παραμέτρων των λατρειών στο υπόλοιπο Αιγαίο, με τα ιδιάζοντα οικοδομικά σύνολα του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών και του ιερού της Φυλακωπής Μήλου να δίνουν αμφισβητούμενα εναύσματα για σκέψεις περί υπερτοπικών λατρειών ή συλλατρειών, ενώ εξίσου αμφιλεγόμενη είναι η υπόθεση περί της πιθανής απόδοσης υπερτοπικής χροιάς σε έναν αριθμό ιερών της ηπειρωτικής Ελλάδος σε θέσεις απομακρυσμένες από οικιστικές περιοχές.

Η ακανόνιστη διασπορά των υπερτοπικών ή πιθανών υπερτοπικών λατρευτικών πόλων και, ωσαύτως, η εντύπωση θρησκευτικής ποικιλομορφίας στο προϊστορικό Αιγαίο έδωσε σταδιακά την θέση της σε μιαν ολοένα και πιο ομοιογενή (ως προς συγκεκριμένες εκφάνσεις της) αλλά συνάμα πολυσχιδή εικόνα θρησκευτικής στάσης και συμπεριφοράς, απότοκο μεταμορφωτικών αλλαγών που συγκλόνισαν δημιουργικά τον αιγαιακό κόσμο από την Μεταβατική περίοδο και, με ακόμα πιο γοργό ρυθμό, από τους Γεωμετρικούς και, κατόπιν, στους Αρχαϊκούς χρόνους. Η σύσταση νέων και η ανάταξη προϋπαρχόντων ιερών υπερτοπικού βεληνεκούς έχρισαν τα κοινά λατρευτικά κέντρα των Ελλήνων όχι απλώς θρησκευτικούς πρωτεργάτες μιας νέας εποχής αλλά, εις έτι, σημεία αναφοράς και εγγυητές της κοινωνικής τάξεως και συνοχής, εν τέλει, καθοσιωμένα πεδία εξωτερικής και εσωτερικής κατεργασίας, τελετουργικής και βιωματικής μέθεξης, εκδήλωσης μιας κοινής κοινωνικής, κοινοτικής και εθνικής συνειδητότητας δια της αμοιβαίας αναγνώρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας. Η διακαής μέριμνα για μεγάλης κλίμακας πολυ-συμμετοχικές θρησκευτικές συναρθρώσεις, με την συγκυριακή ή τακτική συνεισφορά και εξωελληνικών φορέων, σε ελεγχόμενο περιβάλλον και υπό την αιγίδα των θεών, κατέστη συνώνυμη της σύμπραξης στην κοινή λατρεία σπάζοντας το φράγμα της τοπικότητας και διαδόθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Αιγαίου, πλην όμως όχι καθολικά ούτε σε ομοιόμορφη συσπείρωση. Τα πανελλήνια ιερά (Δελφοί, Iερό Απόλλωνος· Ολυμπία, Iερό Διός· Ισθμία, Iερό Ποσειδώνος· Νεμέα, Iερό Διός) προβάλλουν ως κορυφαίοι ιεραρχικά προεξάρχοντες εκπρόσωποι της υπερτοπικότητας, καθώς παρουσιάζουν μερικές από τις πλουσιότερες – υλικά και κειμενικά αποτυπωμένες – συναθροίσεις λατρευτών-επισκεπτών και συλλογές αναθημάτων, κτιστών κατασκευών και τεχνέργων. Κοντά τους έρχονται να προστεθούν πολυάριθμοι υπερτοπικοί πυρήνες της ηπειρωτικής Ελλάδος (Ποσείδι, Iερό Ποσειδώνος· Δωδώνη, Iερό Διός· Καλαπόδι, Iερό Αρτέμιδος και Απόλλωνος· Ελευσίς, Iερό Δήμητρος και Κόρης· Περαχώρα, Iερό Ήρας), του χώρου των Κυκλάδων (Δήλος, Iερό Απόλλωνος· Δεσποτικό, Iερό Απόλλωνος), της Κρήτης (Κάτω Σύμη Βιάννου, Iερό Ερμού και Αφροδίτης· Ίδη, Σπήλαιο Διός ή Ιδαίον Άντρον), του Ανατολικού Αιγαίου και της Ιωνίας (Σάμος, Iερό Ήρας· Δίδυμα, Iερό Απόλλωνος· Έφεσος, Iερό Αρτέμιδος), όλοι τους αψευδείς μάρτυρες ενός ένδοξου λατρευτικού παρελθόντος και παθιασμένοι εκφραστές του αγώνος (νοούμενου ως ευγενούς άμιλλας και ως ανταγωνισμού), εραστές του μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού. Η μοναδική υλική και συμβολική διόγκωσή τους συν τω χρόνω και η υστεροφημία τους το πιστοποιούν με αδιαφιλονίκητο τρόπο.

Στο σύνολό τους, τα υπερτοπικά ιερά του προϊστορικού και ιστορικού Αιγαίου δεν ήταν τυχαίοι, αυθόρμητοι είτε αυθαίρετοι, θρησκευτικοί σχηματισμοί χάριν κάποιου ευκαιριακού σχεδίου· ήταν ένα λελογισμένο διάβημα συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης στον ίδιο λατρευτικό στίβο μακριά από οποιαδήποτε στείρα τυποποίηση ή εξιδανίκευση, με οδηγό ένα κοινό φως, που διαπερνούσε τον νου, την καρδιά, την ψυχή των λατρευτών, έδινε ζωή στις ιδέες τους, έραινε τις εγκόσμιες προσδοκίες και υπερβατικές βλέψεις τους. Η δε συμμετοχή στις τελετουργικές διαδικασίες αυτών των αρίστων ιερών ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης και συνειδητής απόφασης, πράξη εθελούσια και κριτική, εμφατική δήλωση πολιτικού και θρησκευτικού πολιτισμού.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Αρχαιολογία
Λέξεις-κλειδιά:
αρχαία ελληνικά ιερά, Αιγαίο, υπερτοπικός, αιγαιακή θρησκεία, λατρεία, τελετουργία
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
4821
Αριθμός σελίδων:
1101