Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Μαρία Κωνσταντουδάκη- Κιτρομηλίδου, Ομότιμη Καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ευγενία Δρακοπούλου, Διευθύντρια Ερευνών, Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Γεώργιος Πάλλης, Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αναστασία Δρανδάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ.
Ιωάννα Μπίθα, Διευθύνουσα του Κέντρου Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών.
Σπυρίδων Πλουμίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ.
Ιωάννα Στουφή-Πουλημένου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Επιγραφικής, Θεολογική Σχολή, ΕΚΠΑ.
Περίληψη:
Στην περιοχή του Ζαγορίου οι ευνοϊκές ιστορικές συνθήκες καθόρισαν ένα πρόσφορο οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον για την άνθιση της θρησκευτικής τέχνης. Η εξάρτηση από το γειτονικό άστυ των Ιωαννίνων, που αποτέλεσε την έδρα του όψιμου Δεσποτάτου της Ηπείρου και αργότερα ακτινοβόλο πνευματικό κέντρο, τα αυτοδιοικητικά προνόμια που έλαβε η περιοχή από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια και τέλος η σημαντική χορηγική δράση παραγόντων της εκκλησίας και των κοινοτήτων διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για τη μετάκληση σημαντικών καλλιτεχνών από άλλες περιοχές και τη διαμόρφωση μιας τοπικής καλλιτεχνικής παράδοσης.
Αφετηρία της θρησκευτικής ζωγραφικής του Ζαγορίου αποτελούν οι τοιχογραφίες της μονής της Αγίας Παρασκευής Μονοδενδρίου (1414), έργο συνδεδεμένο με το καλλιτεχνικό κέντρο της Καστοριάς. Αντίστοιχες καταβολές αντικατοπτρίζονται σε τρεις εικόνες του όψιμου 15ου αιώνα και μία της έκτης δεκαετίας του 16ου αιώνα, στις οποίες αναγνωρίζεται άμεση σχέση με την τέχνη της βορειοδυτικής Μακεδονίας .
Στη συνέχεια, προϊόντος του 16ου αιώνα, γίνεται αισθητή στην τέχνη της περιοχής η επενέργεια των κατακτήσεων της λεγόμενης «Σχολής των Θηβών» ή της «βορειoδυτικής Ελλάδας» που ανθεί στα γειτονικά Ιωάννινα. Στις επιρροές αυτές προσγράφονται οι τοιχογραφίες των ναών του Αγίου Νικολάου στα Καλύβια Ελαφοτόπου και της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Σκαμνέλι (τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα), καθώς και τρεις φορητές εικόνες από τις κοινότητες Kαλωτά και Βραδέτο.
Από το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα καθοριστική για τις τοπικές καλλιτεχνικές εξελίξεις είναι η έλευση ζωγράφων με καταγωγή από το Λινοτόπι, χωριό στην οροσειρά του Γράμμου. Η πρόσφατη έρευνα έχει συνδέσει τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Δημητρίου Παλατιτσίων (1570), του πρώτου υπογεγραμμένου τοιχογραφικού συνόλου του συνεργείου, με τις τοιχογραφίες στη μονή της Ευαγγελίστριας Καστρακίου (1575/6) στο δυτικό Ζαγόρι, συσχετισμός που κατά την άποψή μας επιβεβαιώνεται και με τη συγκριτική μελέτη των φορητών έργων των δύο μνημείων.
Την τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα η τέχνη των Λινοτοπιτών ζωγράφων φαίνεται να έχει ήδη αποκτήσει κύρος σε κύκλους παραγγελιοδοτών του Ζαγορίου, ώστε να τους ανατεθούν πέντε τουλάχιστον τέμπλα στις κοινότητες Κάτω και Άνω Πεδινών, Ελαφοτόπου, Κουκουλίου και Νεγάδων .
Τον 17ο αιώνα η δράση τους στην περιοχή συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι την έκτη δεκαετία. Αποτελούν την κυρίαρχη καλλιτεχνική ομάδα και αναλαμβάνουν την τοιχογράφηση αλλά και τη ζωγραφική τέμπλων και φορητών εικόνων, υπογράφοντας ενίοτε τα έργα τους. Από τους επώνυμους καλλιτέχνες της ομάδας εργάζονται στην περιοχή την περίοδο αυτή ο Μιχαήλ, με φορητά έργα στον Ελαφότοπο, τη Βίτσα, το Μονοδένδρι και την Κλειδωνιά, ο γιος του Κωνσταντίνος με έργα στο Κουκούλι, τα Άνω Πεδινά και τον Ελαφότοπο, ενώ ανιχνεύεται το χέρι ενός ακόμη μέλους της ομάδας, του Νικολάου (ΙV), στον οποίο αποδίδουμε εικόνες και τμήμα τέμπλου στις κοινότητες Βίτσα, Νεγάδες και Μονοδένδρι.
Από την έκτη δεκαετία μέχρι την όγδοη δεκαετία του 17ου αιώνα στο Ζαγόρι κυριαρχούν οι Γραμμοστινοί Ιωάννης Σκούταρης και οι αδελφοί Δημήτριος (ΙΙ) και Γεώργιος. Φιλοτεχνούν τοιχογραφίες, τέμπλα και εικόνες στις κοινότητες Κλειδωνιά, Αρίστη, Σκαμνέλι, Φραγκάδες , Κουκούλι και Βραδέτο .
Στον αντίποδα των συνεργείων από την περιοχή του Γράμμου, από την έβδομη δεκαετία του 17ου αιώνα την τέχνη της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων επηρεάζουν αντιλήψεις με επιρροές από τη δυτική τέχνη του μπαρόκ, γερές βάσεις στην εικονογραφία της Κρητικής Σχολής αλλά και αγάπη για διακοσμητική εκζήτηση με καταβολές στη «Σχολή των Θηβών». Κύριος εκπρόσωπος των τάσεων αυτών είναι ο ιερέας Αθανάσιος από το Γρεβενίτι του Ζαγορίου, που υπογράφει με τους συνεργάτες του τις τοιχογραφίες της μονής Βοτσάς (1680) και στον οποίο αποδίδουμε μια εικόνα στην Καλωτά 1677),αφιερωμένη πιθανότατα στο μετόχι της μονής Βοτσάς, τη μονή Βισσικού. Η εκκοσμικευμένη τέχνη του Αθανασίου δε βρήκε συνέχεια. Ο Ιωάννης, οποίος υπογράφει ως «οικτρός εικονογράφος» τη δεσποτική εικόνα της Παναγίας στο τέμπλο της μονής Βοτσάς και οπωσδήποτε υπήρξε μαθητής του, αποδίδει με ιδίωμα συντηρητικό συνθετικές αρχές της κρητικής σχολής, ενώ για τις βιογραφικές εικόνες του χρησιμοποιεί εικονογραφικά πρότυπα της μακεδονικής παλαιολόγειας παράδοσης. Στην τέχνη του προσγράφονται ακόμη τέσσερα φορητά έργα στις κοινότητες Μονοδενδρίου, Φραγκάδων και Κουκουλίου, ως επί το πλείστον σε μετόχια της μονής Βοτσάς.
Σε δύο κοινότητες, τη Βίτσα και τους Φραγκάδες, σώζονται δύο ζεύγη ομόλογων εικόνων, που κατά την άποψή μας προσγράφονται στο ιδιαίτερο ιδίωμα του Κυπρίου ζωγράφου Ονουφρίου. Η εικόνα του Χριστού με την επωνυμία «ο Πάντων Κριτής» στον ναό του Αγίου Νικολάου Βίτσας έχει ήδη αποδοθεί με αμφιβολίες από τη μέχρι σήμερα έρευνα στον καλλιτέχνη, ενώ οι υπόλοιπες τρεις είναι αδημοσίευτες. Εξωτερικά στοιχεία, όπως η μορφή των φωτοστεφάνων και η διαμόρφωση του χρυσωμένου βάθους με έξεργα ζατρικοειδή μοτίβα, καθώς και το ιδιαίτερο ύφος, στο οποίο συνυπάρχουν επιρροές από την κυπριακή ζωγραφική του 16ου αιώνα συνδυασμένες με την αντικλασική γραμμική πραγμάτευση που χαρακτηρίζει τη συγκαιρινή τέχνη της σημερινής νότιας Αλβανίας, συνηγορούν στην απόδοση των τεσσάρων έργων στο ιδίωμα του ζωγράφου.
Από τα λίγα υπογεγραμμένα έργα του Ζαγορίου συνάγεται η δράση στην περιοχή δύο αθησαύριστων από τη μέχρι σήμερα έρευνα ζωγράφων, του «Χατζηπέτρου της Μεγάλης Ρωσίας» (Κουκούλι 1679) και του Λάμπρου από τη Ζίτσα (Σκαμνέλι 1694). Στο περιθώριο της δράσης των συνεργείων και των επώνυμων ζωγράφων, μια σειρά ανωνύμων έργων της περιόδου αντιπροσωπεύουν την ευρεία κατηγορία της περιφερειακής τέχνης με «αντικλασικό» χαρακτήρα, εκλεκτικισμό προτύπων και απλούστευση των καλλιτεχνικών μέσων, που κυριάρχησε στην ηπειρωτική ύπαιθρο τον 17ο αιώνα.
Η μετάκληση καταξιωμένων ζωγράφων και συνεργείων, η διαρκής έμπνευση από καθιερωμένα πρότυπα, η άμεση αφομοίωση των συγκαιρινών τάσεων σηματοδοτούν το δυναμικό καλλιτεχνικό περιβάλλον της περιοχής του Ζαγορίου που τους επόμενους αιώνες θα διαμορφώσει μια ισχυρή τοπική παραγωγή με ευρύτατη ακτινοβολία.