Air pollution, climate change and chemical pollution: Risk factors of cardiovascular disease in LMICs- A systematic review

Διπλωματική Εργασία uoadl:2919121 277 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Διεθνής Ιατρική-Διαχείριση Κρίσεων Υγείας
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-07-13
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Πετροπούλου-Νάτσου Σοφία
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γεωργόπουλος Σωτήριος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ, Επιβλέπων
Πικουλής Εμμανουήλ, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Καραβοκυρός Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Air pollution, climate change and chemical pollution: Risk factors of cardiovascular disease in LMICs- A systematic review
Γλώσσες εργασίας:
Αγγλικά
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Ατμοσφαιρική ρύπανση, κλιματική αλλαγή και χημική ρύπανση: Παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο στις χώρες μέτριου και χαμηλού εισοδήματος- Συστηματική ανασκόπηση
Περίληψη:
Η καρδιαγγειακή νόσος είναι η κυρίαρχη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Η Ισχαιμική Καρδιακή Νόσος (ΙΚΝ) και το Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο (ΑΕΕ) ευθύνονται για τα δύο τρίτα των θανάτων παγκοσμίως και η πλειονότητα αυτών των θανάτων συμβαίνει σε χώρες μετρίου και χαμηλού εισοδήματος (LMICs). Η επίπτωση της καρδιαγγειακής νόσου στις LMICs αυξάνεται ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες και η αύξηση αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στους παραδοσιακούς, συμπεριφορικούς παράγοντες κινδύνου, όπως είναι το κάπνισμα, η διατροφή κτλ. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι ενδεχομένως να υπάρχουν επιπρόσθετοι παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι δεν έχουν μελετηθεί εις βάθος και οι οποίοι αυξάνουν την επίπτωση της νόσου στις LMICs. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, η κλιματική αλλαγή και η χημική μόλυνση επηρεάζουν δυσανάλογα τις LMICs σε σχέση με τις χώρες υψηλού εισοδήματος (HICs), συνεπώς θα μπορούσαν να τελούν σημαντικό ρόλο στην επίπτωση της νόσου. Σκοπός της εργασίας είναι, μέσω συστηματικής ανασκόπησης της βιβλιογραφίας, να αποσαφηνιστεί η ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης, αυτή η σχέση να ποσοτικοποιηθεί και τελικώς, να προταθούν στόχοι και πεδία για μελλοντική έρευνα στο συγκεκριμένο πεδίο.
Πραγματοποιήθηκε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, με βάση τη μέθοδο PRISMA, σε τρία στάδια. Χρησιμοποιήθηκαν άρθρα, τα οποία εκδόθηκαν από το Γενάρη του 2010 ως το Γενάρη του 2020, με σκοπό να αναδείξουμε τη σχέση της καρδιαγγειακής νόσου με την ατμοσφαιρική ρύπανση, την κλιματική αλλαγή και την μόλυνση από χρήση χημικών ουσιών, στις LMICs. Πιο συγκεκριμένα, τα κλινικά αποτελέσματα που διερευνήσαμε ήταν η νοσηρότητα και η θνησιμότητα από ΑΕΕ και ΙΚΝ, με απώτερο σκοπό να απαντηθούν συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα και πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η σχέση της συγκέντρωσης των περιβαλλοντικών ρύπων, με τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο, ποια είναι η σχέση της θερμοκρασίας με τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο και ποια είναι η σχέση των χημικών ρύπων με τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο.
Η αναζήτηση της βιβλιογραφίας έγινε με βάση «λέξεις-κλειδιά». Σε επόμενο στάδιο, έγινε ανάγνωση του πλήρους κειμένου από τα επιλεγμένα άρθρα. Στην τελική επεξεργασία των δεδομένων, συμπεριλήφθηκαν μόνο έρευνες από LMICs. Επίσης, συμπεριλήφθηκαν μόνο άρθρα που παρέθεταν δείκτες θνησιμότητας, αριθμό επισκέψεων σε τμήμα επειγόντων περιστατικών και αριθμό νοσηλειών και τα οποία συνόδευαν τα αποτελέσματά τους με διαστήματα αξιοπιστίας. Αποκλείστηκαν άρθρα, τα οποία δεν περιέγραφαν λεπτομερώς τη μεθοδολογία, τα χαρακτηριστικά του υπό μελέτη πληθυσμού, καθώς και αυτά που αφορούσαν ατμοσφαιρική ρύπανση εσωτερικού χώρου, κλασικούς παράγοντες καρδιαγγειακής νόσου ή βιοδείκτες. Επίσης, αποκλείστηκαν άρθρα με αυτό-αναφερόμενη θνησιμότητα, καθώς και μεμονωμένες αναφορές περιστατικών (case studies).
Η επιταχυνόμενη αστικοποίηση που παρατηρείται στην Αφρική και στην Ασία, στα πλαίσια της απότομης οικονομικής ανάπτυξης αυτών των περιοχών. Ταυτόχρονα σχετίζεται με την επισιτιστική ανασφάλεια, την αυξημένη ξηρασία λόγω της κλιματικής αλλαγής, αλλά και τις βίαιες δημογραφικές αλλαγές, μέσω της μετανάστευσης, της γεωπολιτικής αστάθειας και των κοινωνικών ανισοτήτων που οξύνονται διαρκώς. Το 2014, το 54% του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικούσε σε αστικά κέντρα και το ποσοστό αυτό προβλέπεται να φτάσει το 66% μέχρι το 2050, ενώ στη Λατινική Αμερική το ποσοστό αυτό είναι ήδη 90%. Η αστικοποίηση αποτελεί δυναμική κοινωνική διαδικασία, αφού διαμορφώνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι άνθρωποι ζουν και εργάζονται. Ταυτόχρονα, προωθεί την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής, ο οποίος αποτρέπει τη σωματική άσκηση και προάγει την κακή διατροφή, το στρες, και την απομόνωση. Συνολικά δηλαδή, ευνοεί την εμφάνιση παραγόντων που ευνοούν την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Επιπροσθέτως, η αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση συνδέονται άρρηκτα με την ατμοσφαιρική ρύπανση και την κλιματική αλλαγή, παράγοντες που πιθανώς να αυξάνουν την επίπτωση της καρδιαγγειακής νόσου στις LMICs. Τέλος, υποστηρίζεται η υπόθεση πως η αστικοποίηση δύναται να επηρεάσει ακόμη και την γονιδιακή έκφραση πρωτεϊνών που σχετίζονται με την υπέρταση και άλλους σχετικούς παράγοντες κινδύνου.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί σημαντική απειλή για τον παγκόσμιο πληθυσμό και ταυτόχρονα ένα μείζον θέμα Δημόσιας Υγείας. Ευθύνεται για παραπάνω από 7 εκατομμύρια ετήσιους θανάτους, οι οποίοι σχετίζονται κυρίως με τα NCDs και συγκεκριμένα, με την καρδιαγγειακή νόσο. Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι επακόλουθο της ανεξέλεγκτης αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης. Το 80% των αστικών κέντρων υπερβαίνουν τα όρια του που θεσπίζει ο ΠΟΥ ως ανώτερο επιτρεπόμενο επίπεδο ρύπανσης. Οι περισσότερες από αυτές περιοχές ανήκουν στις LMICs.
Οι πιο κοινές πηγές των ατμοσφαιρικών ρύπων είναι οι εκπομπές των αυτοκινήτων (25%) και της βιομηχανίας (15%), κυρίως ο τομέας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, σε μεγάλο βαθμό οι ρύποι προέρχονται από τη γεωργία και την καύση των απορριμμάτων (16). Οι πλέον επιβλαβείς ουσίες για τον άνθρωπο είναι το Διοξείδιο του Άνθρακα, το Όζον, ο Άνθρακας και τα Αιωρούμενα Σωματίδια (Α.Σ.) Τα τελευταία, είναι οι ουσίες που έχουν μελετηθεί περισσότερο, καθώς θεωρούνται οι πιο επιβλαβείς για την υγεία.
Η σχέση των ατμοσφαιρικών ρύπων με την θνητότητα της καρδιαγγειακής νόσου, έχει μελετηθεί στις LMICs, σε περιορισμένο βαθμό. Οι περισσότερες μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί στην Κίνα, λιγότερες στην Λατινική Αμερική και σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Πρόκειται κυρίως για μελέτες σειρών, οι οποίες σκοπό έχουν να συσχετίσουν την αυξημένη συγκέντρωση των ρύπων, με την αύξηση στην καρδιαγγειακή θνητότητα (Σχετικός Κίνδυνος- Σ.Κ.). Μια έρευνα στο Πεκίνο, μια πόλη με μέσα επίπεδα Α.Σ. 96.2μg/m3, αύξηση της συγκέντρωσης των Α.Σ. κατά 10μg/m3, βρέθηκε να προκαλεί αύξηση 0.25% (95% CI: 0.16, 0.34) στην καρδιαγγειακή θνητότητα. Αντίστοιχα, στην πόλη Λαντζού για αύξηση 10μg/m3,παρατηρήθηκε αύξηση στην θνητότητα από ΑΕΕ, κατά 1.22% (95% CI: 0.11, 2.35) την τέταρτη ημέρα μετά την έκθεση του πληθυσμού σε υψηλά επίπεδα ρύπανσης.
Η Κίνα αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο ποσοστό μελετών πάνω στη σχέση της καρδιαγγειακής νόσου με την ατμοσφαιρική ρύπανση, καθώς πλήττεται σοβαρά από αυτή. Η CAPES, μια μεγάλη μελέτη στην Κίνα, που περιλάμβανε 16 πόλεις με 96 εκατομμύρια κατοίκους, βρήκε πως μια αύξηση των Α.Σ. κατά 10μg/m3, σχετίζεται με αύξηση της θνησιμότητα κατά 0.43% (95%CI:0.37,0.49%). Πιο αυξημένος αντίστοιχος Σ.Κ. παρατηρήθηκε στο Μεξικό, χωρίς όμως στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα, με αύξηση στη θνητότητα του ΑΕΕ κατά 3.43% (95%CI: 0.10, 6.28) και αύξηση στην ΙΚΝ κατά 1.22% (95%CI: 0.17, 2.28) (23). Σε μια από τις πολυκεντρικές μελέτες της Λατινικής Αμερικής, η ο κίνδυνος ήταν 0.72% (95%CI: 0.54, 0.89). Είναι εμφανές ότι τα αποτελέσματα από τις διάφορες μελέτες δε διαφέρουν σημαντικά, ωστόσο, λίγες είναι αυτές που παραθέτουν στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα. Σε μια άλλη έρευνα στην Κίνα, η οποία συμπεριέλαβε 70.947 άτομα, ελέγχθηκε η σχέση της μακροχρόνιας έκθεσης σε διάφορους ρύπους, με την καρδιαγγειακή θνησιμότητα, σε ένα διάστημα 9 χρόνων. Αύξηση 10μg/m3 σε Α.Σ., Διοξείδιο του Θείου και Μονοξείδιο του Αζώτου, βρέθηκε να αντιστοιχεί σε αύξηση της θνητότητας κατά 0.9% (95% CI: 0.3, 1.5), 3.2 (95% CI: 2.3, 4.0) και 2.3 (95% CI: 0.6, 4.1), αντίστοιχα. Στην Νανγίν της Κίνας το 2016, το ΑΕΕ αποτελούσε το 44% των θανάτων από ατμοσφαιρική ρύπανση και η ΙΚΝ το 28%, ενώ στο Βαράνασι της Ινδίας από το 2003 ως το 2015, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 18% και 29%.
Σχετικά με την καρδιαγγειακή νοσηρότητα, μια έρευνα στο Πακιστάν, ανέδειξε Σ.Κ.=1.14 (95% CI:1.04,1.25) για τις αυξημένες ατμοσφαιρικές τιμές Νικελίου και 1.21 (95%CI:1.03,1.43) για το Αλουμίνιο, ενώ στο Πεκίνο αύξηση στη συγκέντρωση των Α.Σ. κατά 10 μg/m3, σχετίστηκε με αύξηση του Σ.Κ. για νοσηλεία από ΙΚΝ, κατά 0.56% (95%CI: 0.16, 0.95). Αντιθέτως, σε μια μεγαλύτερη μελέτη στην Κίνα, αντίστοιχη αύξηση στη συγκέντρωση των Α.Σ. σχετίστηκε με αύξηση των περιπτώσεων ΑΕΕ κατά 1.16 (95%CI: 1.03, 1.30). Παρόμοια αποτελέσματα ανέδειξε μία από τις ελάχιστες πολυκεντρικές μελέτες κοορτής σε LMICs, που περιλάμβανε τη Γκάνα, την Ινδία, το Μεξικό και τη Νότια Αφρική. Εκεί, ο συνολικός λόγος σχετικών πιθανοτήτων για την εμφάνιση ΑΕΕ, στις περιπτώσεις υψηλής ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ήταν 1.13 (95%CI: 1.04, 1.22).
Για αύξηση στη συγκέντρωση των Α.Σ. κατά 10μg/m3, η αύξηση στην καρδιαγγειακή θνησιμότητα και νοσηρότητα κυμαινόταν από 0.25% ως 1.22% και από 0.14% ως 0.26% αντίστοιχα. Η αντίστοιχη αύξηση στη θνητότητα και στη νοσηρότητα από ΑΕΕ κυμαινόταν από 1.22% ως 3.43% και από 1.16% ως 1.37% αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα των μελετών που συμπεριλήφθηκαν δεν παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις, ωστόσο η γενίκευσή τους δεν είναι ασφαλής. Ένας από τους κύριους λόγους είναι ότι έχουν χρησιμοποιηθεί διαφορετικές μεθοδολογίες, οι πληθυσμοί παρουσιάζουν ετερογένειες και οι μετρήσεις των ρύπων έχουν γίνει με διαφορετικούς τρόπους. Επίσης, δεν αξιολογήθηκαν οι ίδιοι συγχυτικοί παράγοντες, όπως οι μετερεωλογικές συνθήκες, αν και είναι γνωστό ότι αυτές επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό την επίδραση της έκθεσης. Στις περιπτώσεις που βρέθηκαν παρόμοια αποτελέσματα, αυτά αφορούσαν συχνά σε διαφορετικές ημέρες μετά την αρχική έκθεση (Lag Days). Επιπροσθέτως, στις μελέτες της θνησιμότητας, δεν ήταν ξεκάθαρο αν η το διάστημα αφορούσε την ημέρα εμφάνισης των συμπτωμάτων ή την ημέρα θανάτου. Είναι βασικό να τονίσουμε πως στις περιβαλλοντικές μελέτες, είναι χρήσιμο να ελέγχεται το ενδεχόμενο της διαφορετικής έκθεσης των υποπληθυσμών στο ίδιο περιβαλλοντικό φαινόμενο, καθώς και το γεγονός αυτοί μπορούν οι υποπληθυσμοί δύνανται να έχουν διαφορετική ανταπόκριση στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Ταυτόχρονα, κοινωνικοί προσδιοριστές, οι οποίοι φαίνεται να επηρεάζουν την έκθεση, αλλά και η συνύπαρξη ήδη υπάρχουσας καρδιαγγειακής νόσου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν ως πιθανοί συγχυτικοί παράγοντες, που δύνανται να επηρεάσουν την τελική σχέση.
Τα τελευταία 130 χρόνια, η μέση θερμοκρασία της Γης έχει αυξηθεί κατά 0.85°C, με κάθε μια από τις τελευταίες δεκαετίες να είναι πιο ζεστή από όλες τις δεκαετίες μετά το 1850. Ταυτόχρονα, ο ρυθμός της αύξησης της θερμοκρασίας έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 50 χρόνια. Η κλιματική αλλαγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη δραστηριότητα, κυρίως με την μαζική καύση ορυκτών καυσίμων, την αποψίλωση των δασών και τους ταχύτατους ρυθμούς γεωργικής παραγωγής. Όλες οι προαναφερθείσες διαδικασίας, εκλύουν τεράστιες ποσότητες Διοξειδίου του Άνθρακα στην ατμόσφαιρα, οι οποίες παγιδεύονται λόγω των υψηλών θερμοκρασιών επιτείνοντας το «Φαινόμενο του Θερμοκηπίου». Δηλαδή, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος ανάμεσα στην αυξημένη θερμοκρασία και στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Υπολογίζεται πως ανάμεσα στο 2030 και στο 2050, η κλιματική αλλαγή θα ευθύνεται για 250.000 παραπάνω θανάτους το χρόνο και θα προκαλεί ετήσια οικονομική ζημία στα συστήματα
Η επίδραση των ακραίων θερμοκρασιών στο καρδιαγγειακό σύστημα είναι πολυπαραγοντική. Αρχικά, το κρύο προκαλεί αύξηση των κατεχολαμινών, ταχυκαρδία και αύξηση της αρτηριακής πίεσης, ενώ αποτελεί παράγοντα κινδύνου και για αθηρωμάτωση. Από την άλλη, η ζέστη προάγει την αφυδάτωση και την αντιδραστική ταχυκαρδία, ενώ αυξάνει την πηκτικότητα του αίματος. Φαίνεται μάλιστα πως το φαινόμενο του καύσωνα έχει δυο αντίκτυπα στην υγεία, ένα άμεσο, το οποίο εξαρτάται από το ύψος της θερμοκρασίας και ένα δευτερεύον, ανάλογα με τη διάρκεια του φαινομένου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι εκτός από την ίδια τη θερμοκρασία, κι άλλοι παράγοντες επιδρούν στη σχέση αυτής με την Καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα. Φαίνεται πως οι πληθυσμοί που ζουν σε συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες και θερμοκρασίες, σταδιακά προσαρμόζονται στο τοπικό κλίμα. Συγκρινόμενοι με άλλους πληθυσμούς, όταν εκτίθενται σε ένα περιβαλλοντικό ερέθισμα, αντιδρούν διαφορετικά, έχοντας αναπτύξει ένα είδος αντοχής στο συγκεκριμένο ερέθισμα. Έτσι, έχει φανεί ότι πληθυσμοί που είναι λιγότερο πιθανό να εκτίθενται συχνά σε ακραία υψηλές θερμοκρασίες, είναι πιο ευάλωτοι σε αυτές και εμφανίζουν υψηλότερους δείκτες θνητότητας στην περίπτωση ενός καύσωνα. Το αντίστοιχο ισχύει για την έκθεση σε ακραία χαμηλές θερμοκρασίες. Σε μια μελέτη 27 πόλεων στη Βραζιλία, οι χαμηλές και οι υψηλές θερμοκρασίες σχετίστηκαν με αύξηση του Σ.Κ. για καρδιαγγειακή θνησιμότητα κατά 26% (95% CI: 17, 35) και 7% (95%CI:1, 13) αντίστοιχα. Στις πόλεις με ζεστό κλίμα, η θερμοκρασία πέραν της οποίας αυξανόταν σημαντικά η θνητότητα, ήταν υψηλότερη σε σχέση με τις πόλεις με πιο κρύο κλίμα.
Παρότι τα αποτελέσματα από τις μελέτες που συλλέξαμε δε διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, δεν είναι ασφαλές να γίνουν γενικεύσεις, λόγω της απουσίας κοινών ορισμών για τις υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες. Επίσης, σε πολλές έρευνες δεν έχουν ληφθεί υπόψιν οι ίδιοι συγχυτικοί παράγοντες, όπως η ώρα της ημέρας, το διάστημα μεταξύ των ακραίων φαινομένων, τα επίπεδα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, η πιθανή αστεγία, το φύλο, η κατάσταση της υγείας, η ημέρα της εβδομάδας κτλ. Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν την έκθεση του πληθυσμού στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, παρατηρήθηκαν κοινά μοτίβα, τα οποία αξίζει να ληφθούν υπόψιν στο μελλοντικό σχεδιασμό μελετών. Αρχικά, στην πλειονότητα των μελετών, η καμπύλη θερμοκρασίας- θνητότητας έχει σχήμα U, υποδηλώνοντας ότι η θνητότητα είναι ελάχιστη στις μέτριες θερμοκρασίες και αυξάνεται στις ακραίες. Το φάσμα αυτών των μέτριων, ήπιων θερμοκρασιών διαφέρει σε διαφορετικές περιοχές, ενισχύοντας την υπόθεση για το σημαντικό ρόλο του τοπικού κλίματος, του γεωγραφικού πλάτους και της προσαρμοστικότητας των πληθυσμών. Επίσης, κοινή παρατήρηση αποτέλεσε το γεγονός ότι η θνητότητα αυξανόταν απότομα στις ηπιότερες μεταβολές της θερμοκρασίας και σταθεροποιούταν στις ακραία υψηλές ή χαμηλές, φαινόμενο το οποίο μπορεί να αποδοθεί στην «μετακινούμενη θνησιμότητα/ mortality displacement».
Εν συνεχεία, θα σχολιασθεί ένα αναδυόμενο ζήτημα Δημόσιας Υγείας στις LMICs. Συγκεκριμένα, πρόκειται μια νόσο των νεφρών, η οποία σχετίζεται με διαταραχές στην αγγειακή κυκλοφορία, όπως ισχύει και στην περίπτωση του ΑΕΕ και της ΙΚΝ. Η νόσος είναι γνωστή ως «Νεφροπάθεια της Κεντρικής Αμερικής»(Mesoamerican Nephropathy-MEN) ή «Νεφρική Νόσος Αγνώστου Αιτιολογίας». Ενδημεί σε χώρες της Κεντρικής Αμερικής, κυρίως στην Νικαράγουα και στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου μάλιστα αποτελεί την πιο συχνή αιτία πρόωρου θανάτου στους νεαρούς ενήλικες. Το Ελ Σαλβαδόρ μάλιστα, έχει τον υψηλότερο δείκτη θνησιμότητας από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, παγκοσμίως. Η ΜΕΝ επηρεάζει δυσανάλογα τις πιο φτωχές χώρες και αφορά κυρίως, νεαρούς ενήλικους άνδρες, κατοίκους αγροτικών και επαρχιακών περιοχών, που εκτίθενται σε υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία. Ο επιπολασμός της νόσου είναι πολύ ψηλός στους εργάτες των ζαχαρότευτλων, οι οποίοι καλούνται να εργαστούν καθημερινά και αδιάκοπα, σε θερμοκρασίες ως και 42°C. Επίσης, αφορά πληθυσμούς που ασχολούνται με την αλιεία και την εξόρυξη ορυκτών.
Στη Νικαράγουα, 29 αγρότες ζαχαρότευτλων, χωρίς προ υπάρχουσα νεφρική νόσο, συγκρίθηκαν με 25 άτομα που δεν εκτίθονταν σε τόσο υψηλές θερμοκρασίες (48). Η τιμή κρεατινίνης μετρήθηκε πριν και μετά τη βάρδια, για 9 εβδομάδες. Στο τέλος του διαστήματος αυτού, η μέση τιμή της κρεατινίνης των αγροτών ζαχαρότευτλων αυξήθηκε κατά 16% (p=0.002) και η μέση τιμή του Ρυθμού Σπειραματικής Διήθησης μειώθηκε κατά 10ml/min (p= 0.02). Σε μια παρόμοια έρευνα, η εργασία στο κόψιμο ζαχαρότευτλων σχετίστηκε με 20% (95%CI: 13, 27) πιο υψηλή τιμή κρεατινίνης μετά από 12 μήνες παρακολούθησης.
Τα φυτοφάρμακα χρησιμοποιούνται ευρέως παγκοσμίως και ειδικά στις LMICs, όπου επικρατεί έντονη επισιτιστική ανασφάλεια, λόγω της γεωπολιτικής αστάθειας και της κλιματικής αλλαγής. Υπάρχουν πάνω από 150.000 φυτοφάρμακα από τα οποία μόνο το 20% έχει ελεγχθεί για τοξικότητα. Ακόμα λιγότερη είναι η έρευνα που έχει γίνει σχετικά με επίδραση των ουσιών αυτών στο καρδιαγγειακό σύστημα. Σε μια από τις ελάχιστες έρευνες σε αυτό το πεδίο, η χρήση οργανοφωσφορικών φυτοφαρμάκων σχετίστηκε με αύξηση καρδιακών συμβάντων στην Ταιβάν και πιο συγκεκριμένα, με Σ.Κ. για αρρυθμίες και στεφανιαία νόσο ίσο με 1.25 (95% CI: 1.07, 1.39) και 1.13 (95% CI: 1.01, 1.27) αντίστοιχα.
Από όσο γνωρίζουμε, η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που προσεγγίζει και τους τρεις περιβαλλοντικούς παράγοντες σε σχέση με την καρδιαγγειακή νόσο. Η ανάδειξη της σχέσης αυτής, έγινε μέσω ανασκόπησης της βιβλιογραφίας των τελευταίων δέκα ετών. Χρησιμοποιήθηκε αναλυτική μεθοδολογία, με αυστηρά κριτήρια επιλογής των άρθρων. Αποσαφηνίστηκε ο ρόλος σημαντικών συγχυτικών παραγόντων, περιβαλλοντικών και κοινωνικών. Συνεπώς, μέσω της έρευνας αυτής, παρέχεται ένα πιο ολοκληρωμένο θεωρητικό υπόβαθρο για το μελλοντικό σχεδιασμό μελετών σε αυτόν τον τομέα. Ο βασικός περιορισμός της έρευνάς μας είναι πως, λόγω των διαφορετικών μεθοδολογιών και ορισμών, που χρησιμοποιήθηκαν στις επιλεγμένες μελέτες, δεν είναι ασφαλές να γενικευτούν τα αποτελέσματα που συλλέχθηκαν. Επίσης, χώρες της Αφρικής δεν αντιπροσωπεύονται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία.
Η καρδιαγγειακή νόσος επηρεάζει δυσανάλογα τις φτωχές χώρες, όμως η σχέση αυτή δεν έχει λάβει την αρμόζουσα προσοχή σε επίπεδο έρευνας και πρόληψης στις LMICs. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προαχθεί και να υποστηριχθεί η έρευνα στις χώρες αυτές. Χρειάζεται επίσης, σχεδιασμός πολυκεντρικών, προοπτικών μελετών.
Είναι αδήριτη η ανάγκη για θεσμικές, αλλά και ουσιαστικές αλλαγές στους τομείς της παραγωγής και της ενέργειας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να ενσωματωθούν σε αυτές, οι κοινωνικοί προσδιοριστές της υγείας. Είναι σημαντικό να ενθαρρυνθούν εναλλακτικές προτάσεις στις στρατηγικές πρόληψης της ασθένειας, οι οποίες θα είναι προϊόν διατομεακής και διεπιστημονικής συνεργασίας σύμφωνα με την αρχή του “Health in All Policies”.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Ατμοσφαιρική ρύπανση, Κλιματική αλλαγή, Χημική ρύπανση, Καρδιαγγειακή νόσος, Χώρες μέτριου και χαμηλού εισοδήματος
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
107
Αριθμός σελίδων:
80
Διπλωματική-Σοφία Πετροπούλου.pdf (1 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο