Μελέτη του μοριακού υποβάθρου ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn για την ανάπτυξη ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου για την πρόβλεψη της βλεννογονικής επούλωσης

Διπλωματική Εργασία uoadl:2923754 163 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Εφαρμογές της Βιολογίας στην Ιατρική
Βιβλιοθήκη Σχολής Θετικών Επιστημών
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-10-01
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Καρανάσου Ελένη-Άννα
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γαζούλη Μαρία, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή Αθηνών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη του μοριακού υποβάθρου ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn για την ανάπτυξη ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου για την πρόβλεψη της βλεννογονικής επούλωσης
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη του μοριακού υποβάθρου ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και νόσο του Crohn για την ανάπτυξη ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου για την πρόβλεψη της βλεννογονικής επούλωσης
Περίληψη:
Η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα είναι χρόνιες, φλεγμονώδεις και
υποτροπιάζουσες νόσοι που πλήττουν την περιοχή του εντέρου, ενώ αποτελούν την
κατηγορία των ιδιοπαθών φλεγμονωδών νόσων του εντέρου (ΙΦΝΕ). Παραδοσιακά,
απαντώνται περισσότερο στο Δυτικό κόσμο με χαρακτηριστική υπεροχή του Βορρά
έναντι του Νότου στον αριθμό περιστατικών. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια λόγω της
μετανάστευσης, της εκβιομηχανοποίησης και της υιοθέτησης ενός πιο «Δυτικού»
τρόπου ζωής από χώρες που θεωρούνταν «χαμηλού κινδύνου» παρατηρείται μία
συνεχής αύξηση των νέων περιστατικών και σε αυτές τις περιοχές. Οι ακριβείς λόγοι
που μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη μίας τέτοιας πάθησης είναι μέχρι στιγμής
άγνωστοι, συμπεριλαμβάνοντας το ύποπτο γενετικό υπόβαθρο και τις διαταραγμένες
ανοσολογικές αποκρίσεις του πάσχοντος ατόμου σε κοινά μικρόβια σε συνδυασμό με
περιβαλλοντικούς παράγοντες (πχ διατροφή, κάπνισμα) και επιγενετικές
τροποποιήσεις. Η συμπτωματολογία ποικίλει επίσης ανάλογα το πάσχον όργανο (για
την ελκώδη κολίτιδα μόνο το παχύ έντερο, ενώ για τη νόσο του Crohn όλος ο
γαστρεντερικός σωλήνας) και η ένταση των συμπτωμάτων κυμαίνεται από ήπια νόσο
έως και βαριάς μορφής. Επιπλέον, οι ασθενείς με ΙΦΝΕ χαρακτηρίζονται από
περιόδους έξαρσης και ύφεσης. Για τη διάγνωσή τους αξιοποιούνται κατά κύριο λόγο
οι ενδοσκοπικές τεχνικές (κολονοσκόπηση, γαστροσκόπηση) και συμπληρωματικά
βιοχημικές, αιματολογικές και απεικονιστικές τεχνικές. Η θεραπεία καθορίζεται
ανάλογα με την έκταση και τη βαρύτητα της νόσου, ξεκινώντας με αμινοσαλυκιλικό
οξύ και τα παράγωγα αυτού, κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα και
βιολογικοί παράγοντες που στοχεύουν μοριακά μονοπάτια απορρυθμισμένα κατά τη
νόσο (πχ infliximab έναντι του TNFα, vedolizumab έναντι της α4β7 ιντεγκρίνης). Σε
περίπτωση μη απόκρισης στη φαρμακευτική θεραπεία ή επικίνδυνων συμπτωμάτων
επιλέγονται χειρουργικές μέθοδοι, όπως η κολεκτομή, για τη διαχείρισή τους.
Στην παρούσα μελέτη ελέγχθηκε η πιθανή διαφορά στην έκφραση γονιδίων σε
ομάδες ασθενών, με σκοπό να προκύψουν προφίλ έκφρασης για την πρόβλεψη της
απόκρισης στη θεραπεία και την επερχόμενη βλεννογονική επούλωση. Για το σκοπό
αυτό επιλέχθηκαν τα γονίδια IL23A, CXCL6 & 10, CD40LG, PIGR, VCAM1, MMP9
και SAA1 και ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε σε βιοψίες ασθενών με ελκώδη κολίτιδα
προ θεραπείας για τους οποίους ήταν ήδη γνωστή η μελλοντική απόκριση στο
vedolizumab. Τα γονίδια αυτά εμπλέκονται σε ποικίλες ανοσολογικές λειτουργίες και
η έκφρασή τους έχει βρεθεί διαταραγμένη σε ασθενείς. Επιπλέον, σε μία δεύτερη
ομάδα ασθενών ΙΦΝΕ οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία με infliximab ελέγχθηκε η
έκφραση των VCAM1, MMP9 και SAA1 προ και μετά θεραπείας. Τα γονίδια αυτά
αξιοποιούνται ήδη ως γενετικοί δείκτες πρόβλεψης της βλεννογονικής επούλωσης σε
ασθενείς με νόσο του Crohn, επομένως σε συνδυασμό με την άλλη ομάδα μπορούν
να προκύψουν συμπεράσματα για το γενετικό υπόβαθρο των ασθενών και πως αυτό
σχετίζεται με την απόκριση στη θεραπεία.
Τα αποτελέσματα κατέδειξαν μία εντονότερη φλεγμονή στους ασθενείς που δεν
αποκρίθηκαν στη θεραπεία με αυξημένη έκφραση των περισσότερων από τα
παραπάνω γονίδια σε αυτούς τόσο σε επίπεδο ιστού όσο και σε επίπεδο ορού.
Χαρακτηριστικότερη εικόνα έδωσαν τα γονίδια IL23A, MMP9 και CXCL6, τα οποία
βρέθηκαν υπερεκφρασμένα πάνω από 2 φορές στους ασθενείς που δεν αποκρίνονται
στο vedolizumab και ίσως μπορούν να λειτουργήσουν ως προβλεπτικοί δείκτες για τη
βλεννογονική επούλωση σε ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα. Επιπλέον, από τη δεύτερη
ομάδα η εικόνα ήταν παρόμοια, οδηγώντας έτσι στο συμπέρασμα πως υπάρχουν
ομάδες γονιδίων και μονοπάτια τα οποία είναι κοινά για την απόκριση και στους δύο
βιολογικούς παράγοντες. Συμπερασματικά, η υπερέκφραση των γονιδίων που
σχετίζονται με ανοσολογικές αποκρίσεις και φλεγμονή είναι χαρακτηριστικό των
ασθενών που δεν ανταποκρίνονται σε θεραπεία και η περαιτέρω έρευνα αυτών σε
μεγαλύτερες ομάδες ασθενών μπορεί να δώσει δείκτες τόσο για την πρόβλεψη όσο
και για τη στόχευση ως μέθοδο αντιμετώπισης των ΙΦΝΕ.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Θετικές Επιστήμες
Λέξεις-κλειδιά:
Ελκώδης κολίτιδα, Νόσος Crohn, προγνωστικοί δείκτες, IL23A, CXCL6, CXCL10, CD40LG, PIgR, VCAM1, MMP9, SAA1, βλεννογονική επούλωση
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
132
Αριθμός σελίδων:
68
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΚΑΡΑΝΑΣΟΥ ΕΛΕΝΗ ΑΝΝΑ.pdf
2 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο. H πρόσβαση επιτρέπεται μόνο εντός του δικτύου του ΕΚΠΑ.