H Αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει ως πρόβλημα της Κοινωνιολογίας του Δικαίου

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2929571 286 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Νομικής
Βιβλιοθήκη Νομικής Σχολής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2020-11-30
Έτος εκπόνησης:
2020
Συγγραφέας:
Καπαρτζιάνη Χρυσούλα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Ελένη Ρεθυμιωτάκη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής
Μαρία Γαβουνέλη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής
Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου Καθηγητής Νομικής
Φίλιππος Βασιλόγιαννης Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής
Βασίλης Βουτσάκης Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής
Γιώργος Μπάλιας Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής
Ανδρέας Χέλμης Αναπληρωτής Καθηγητής Νομική
Πρωτότυπος Τίτλος:
H Αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει ως πρόβλημα της Κοινωνιολογίας του Δικαίου
Γλώσσες διατριβής:
Αγγλικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
H Αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει ως πρόβλημα της Κοινωνιολογίας του Δικαίου
Περίληψη:
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί μέσω της βιβλιογραφικής έρευνας, της θεωρητικής μελέτης και της εμπειρικής έρευνας να διερευνήσει την εφαρμογή της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει, την πρόσληψή της από τους πολίτες και παράλληλα να θέσει μείζονα θέματα περιβαλλοντικής διακυβέρνησης υπό το φως της Κοινωνιολογίας του Δικαίου. Στο Εισαγωγικό Kεφάλαιο προσδιορίζεται και διερευνάται η έννοια του νομικού πολιτισμού (Legal culture) και οι μερικότερες συνιστώσες του. Η εμπειρική διερεύνηση του νομικού πολιτισμού, που επιχειρεί η παρούσα μελέτη, εστιάζεται στο να αναδείξει το πώς συμπλέκονται οι αξίες που εμπεριέχει η νομική ρύθμιση με αυτές των πολιτών στους οποίους απευθύνεται, πώς αντιλαμβάνονται οι κοινωνοί το περιβάλλον και τις πολιτικές της διαφύλαξης του, κ.ά. Ως απώτερο δε στόχο έχει να διερευνήσει το βαθμό της αποτελεσματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων και να αναδείξει τους λόγους που τη δυσχεραίνουν ή την προωθούν.
Η παρούσα μελέτη χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο Μέρος Ι παρουσιάζεται η οικονομική θεωρία του περιβάλλοντος και η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, έτσι όπως αυτή προσδιορίστηκε στο διεθνές και ενωσιακό δίκαιο. Στο Κεφάλαιο 1 παρουσιάζεται η συμπλοκή της έννοιας οικονομίας και περιβάλλοντος. Καταδεικνύεται ότι η εκθετική μεγέθυνση του καπιταλισμού και η ραγδαία αυξανόμενη κατανάλωση πρώτων υλών και ενέργειας, είχαν ως αποτέλεσμα ένα εκθετικά μεγεθυνόμενο παγκόσμιο περιβαλλοντικό πρόβλημα. Ασκείται κριτική στο σύγχρονο μοντέλο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Στο Κεφάλαιο 2 του πρώτου μέρους παρουσιάζεται το πώς τα εργαλεία της αγοράς και η οικονομική επιστήμη κυριαρχούν στην «αξιοποίηση» των περιβαλλοντικών αγαθών και πώς διεισδύουν στο κανονιστικό «γίγνεσθαι» του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου, μέσω της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει. Αποτυπώνεται η ιστορία και η λειτουργία της αρχής που υιοθετήθηκε το έτος 1992 στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο.
Στο Μέρος ΙΙ προσεγγίζονται οι περιβαλλοντικές διακινδυνεύσεις, η σύνδεση περιβάλλοντος και ανθρώπινης υγείας και το θέμα της επιστημονικής διαμάχης. Παρουσιάζεται, ακόμα, η κοινωνιολογική θεωρία για τη διακινδύνευση, ο ρόλος του δικαίου και οι αρχές του εκδημοκρατισμού στη διαχείριση του περιβαλλοντικού κινδύνου, όπως αποτυπώθηκαν στη Σύμβαση του Άαρχους. Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο 3, αναλύεται η τεχνοεπιστήμη ως κοινωνική δραστηριότητα που εντείνει την περιβαλλοντική διακινδύνευση. Παρουσιάζονται δύο παραδείγματα, εκείνο της κλιματικής κρίσης, και εκείνο της έκθεσης στις ουσίες PCBs (Polychlorinated biphenyls). Γιατί οι κοινωνικές αντιδράσεις μπροστά σε ένα τέτοιο κίνδυνο καθυστερούν να οδηγήσουν σε ανάληψη δράσης; Η απάντηση βρίσκεται στην πολιτισμική θεωρία για την πρόσληψη του κινδύνου. Καταδεικνύεται, τελικά, ότι η διαχείριση ενός κινδύνου, που απορρέει από την τεχνοεπιστήμη, συνυφαίνεται με την κατανομή της κοινωνικής εμπιστοσύνης μεταξύ της τεχνοεπιστήμης και του δικαίου, στο βαθμό που νομιμοποιούνται με αμοιβαία αναφορά. Παρουσιάζονται συγκριτικά δύο πολύ σημαντικές θεωρητικές κοινωνιολογικές συμβολές : του Ulrich Beck και του Niklas Luhmann. Το δίκαιο καλείται να συγκεράσει επιστημονικές εκτιμήσεις, ηθικές, πολιτιστικές και κοινωνικές αξίες που ενέχονται στην πρόσληψη των κινδύνων από τους πολίτες προκειμένου να ρυθμίσει την περιβαλλοντική διακινδύνευση, έτσι ώστε να προσδιοριστεί ο αποδεκτός κίνδυνος. Λαμβάνει υπόψη όλες τις επιστημονικές εκδοχές, δηλαδή και τις μειοψηφούσες. Η αρχή της προφύλαξης είναι η θεμελιώδης νομική έννοια, η οποία αφενός μεν στηρίζει αυτή τη νέα λειτουργία του δικαίου, αφετέρου δε κατευθύνει την πολιτική δράση. Στο τέταρτο κεφάλαιο του μέρους αυτού, εξετάζεται η σημασία και η λειτουργία των περιβαλλοντικών δικαιωμάτων, που επιχειρούν να εκδημοκρατίσουν τη διαχείριση του περιβαλλοντικού κινδύνου και να κινητοποιήσουν τους πολίτες, ώστε να συμμετέχουν στην αντιμετώπισή του. Παρουσιάζεται η Σύμβαση του Άαρχους, όπου κατοχυρώνονται τα δικαιώματα ενημέρωσης και συμμετοχής των πολιτών στην περιβαλλοντική διακυβέρνηση και οι διαδικασίες ενάσκησής τους. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην έννοια της περιβαλλοντικής πληροφορίας καθώς και στην υποχρέωση των φορέων για παροχή ψηφιοποιημένης περιβαλλοντικής πληροφορίας. Η ενημέρωση των πολιτών πρέπει να περιλαμβάνει τις απόψεις της επιστημονικής πλειοψηφίας αλλά και της μειοψηφίας.
Στο Μέρος ΙΙΙ, Κεφάλαιο 5, προσεγγίζεται η διαφύλαξη της προστασίας του περιβάλλοντος ως κανονιστικό και ηθικό αίτημα. Επιχειρείται μια επιλεκτική παρουσίαση απόψεων που έχουν υποστηριχτεί στο πεδίο της κριτικής κοινωνικής θεωρίας και της περιβαλλοντικής ηθικής, ιδίως κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Εκτίθενται οι θεωρητικές απόψεις δύο στοχαστών, του Herbert Marcuse και του Murray Bookchin. Παρουσιάζονται οι απόψεις του Αldo Leopold, Arne Naess, Peter Singer, Tom Regan, και John Rawls. Αναλύεται η έννοια της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Το κεφάλαιο καταλήγει με μια σύντομη αναφορά στις κοινωνικές διεκδικήσεις για το περιβάλλον.
Στo Κεφάλαιο 6 εξετάζεται η νομική θεωρία για την αναγνώριση της Φύσης ως Υποκείμενο Δικαίου. Αναλύονται οι βασικές συνιστώσες της θεωρίας του Christopher Stone. Η αναγνώριση δικαιωμάτων στη φύση γίνεται μέρος του νομικού πολιτισμού αυτοχθόνων πληθυσμών, μέσω της εφαρμογής του εθιμικού δικαίου, που χαρακτηρίζονται από μια οικοκεντρική κοσμοθεωρία για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αντίθετα με τη δυτική ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Το ζήτημα που διερευνάται είναι εάν πρέπει και μπορεί να γίνει αλλαγή παραδείγματος με σκοπό να αντιμετωπιστεί η ανεπάρκεια του ισχύοντος, να αναχαιτιστεί η περιβαλλοντική καταστροφή και οι κίνδυνοι για τον πλανήτη. Παρατίθενται σαν παραδείγματα νομολογίας και νομοθεσίας η περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας, όπου αναγνωρίστηκε ο ποταμός Whanganui ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ο ποταμός Vilcabamba στο Εκουαδόρ, Βολιβία, Μεξικό, κλπ
Αναφέρεται, τέλος, η κριτική που έχει δεχθεί η δικαιωματική θεωρία του Stone και παρουσιάζονται, στον αντίποδα, συνοπτικά η θεωρία του Holmes Rolston, της Christine Korsgaard, του Jörg Leimbacher, κ.α. Συμπερασματικά καταγράφονται τα όρια μιας δικαιωματικής προσέγγισης, η αβεβαιότητα, η μη εφαρμοσιμότητα και η δυσκολία της υπέρβασης της εγγενούς αντίφασης μεταξύ της εντεινόμενης οικονομικής εκμετάλλευσης και της προστασίας του περιβάλλοντος. Η φιλοσοφική και νομική συζήτηση παραμένει ανοιχτή.
Στο Μέρος ΙV, Κεφάλαιο 7, παρουσιάζεται αρχικά η εμπειρική έρευνα που διεξήχθη κατά την περίοδο 2007-2008, δηλαδή λίγο πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε στις μικρές Ανατολικές Κυκλάδες και στο κέντρο της Αθήνας με αυτοπρόσωπη παρουσία. Το τελικό δείγμα της έρευνας της ήταν 758 έγκυρα ερωτηματολόγια. Παρουσιάζονται οι θεωρητικές υποθέσεις και η μεθοδολογία της έρευνας. Διατυπώνονται οι θεωρητικές εικασίες και τα ερευνητικά ερωτήματα. Ορίζονται οι έννοιες του περιβαλλοντικού εγγραμματισμού, και παρουσιάζονται τα συμπεράσματα πρόσφατων ερευνών (σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο) για τις περιβαλλοντικές αντιλήψεις, προκειμένου να εντοπιστούν ποιες μεταβλητές έχουν συσχετιστεί για την ερμηνεία τους. Τα ερευνητικά ερωτήματα αφορούν: α) την ενημέρωση και τη γνώση των πολιτών για τα περιβαλλοντικά προβλήματα, β) την αξιολόγηση του περιβαλλοντικού κινδύνου και των επιπτώσεών του στην ανθρώπινη υγεία καθώς και την ιεράρχηση του περιβαλλοντικού αγαθού σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, γ) τη γνώση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και νομική συνείδηση των πολιτών για την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και δ) στις αντιλήψεις των πολιτών για τον ρόλο της πολιτικής, της επιστήμης και την δική τους ατομική, ηθική ευθύνη. Όλες οι ενότητες του ερωτηματολογίου συμπληρώνονται με ερωτήσεις αντίστιξης απόψεων για το τι ισχύει τοπικά/παγκόσμια και ατομικά/συλλογικά.
Στο Κεφάλαιο 8 παρουσιάζονται, ερμηνεύονται και σχολιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας. Παρατηρούμε μεταξύ άλλων σχετικά με την ηλικία, ότι οι πρώτες ηλικιακές κατηγορίες (νέοι-έφηβοι, νέοι-ενήλικοι) εμφανίζουν μεγαλύτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον και πιο φιλικές περιβαλλοντικές συμπεριφορές και προτιμήσεις σε σχέση με τους μεγαλύτερους, το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης αυξάνει το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, ο τόπος διαμονής ασκεί σημαντική επίδραση στην αξιολόγηση των περιβαλλοντικών βλαβών, ο παράγοντας του φύλου φαίνεται να επηρεάζει την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων κλπ. Ο οικολογικός ακτιβισμός δεν καταγράφεται ως σημαντική παράμετρος διαφοροποίησης στις απαντήσεις. Στην ερώτηση «περιβάλλον ή ανάπτυξη» το σύνολο σχεδόν των ερωτωμένων προκρίνει την περιβαλλοντική προστασία έναντι της ανάπτυξης ενώ πιστεύουν ότι οι συμπολίτες τους θα προτιμούσαν το αντίστροφο. Αναφορικά με τη γνώση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, στη συντριπτική πλειονότητά τους οι ερωτηθέντες απαντούν ότι δεν θεωρούν τον εαυτό τους ενημερωμένο επαρκώς. Σχετικά με το ρόλο της Επιστήμης στην επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, το φύλο και ο τόπος κατοικίας διαφοροποιεί τις απαντήσεις των ερωτωμένων. Οι άνδρες εμπιστεύονται πολύ περισσότερο από τις γυναίκες τις δυνατότητες της επιστήμης και επίσης οι κάτοικοι της Αττικής πολύ περισσότερο από εκείνους των Κυκλάδων. Το επάγγελμα, επιπλέον, επηρεάζει τον βαθμό εμπιστοσύνης. Τέλος ως προς ποια θεωρούνται τα πιο κατάλληλα πράσινα μέτρα, η ανάπτυξη των ΜΜΜ, ο έλεγχος εκπομπής των ρύπων από τα αυτοκίνητα και η εξοικονόμηση ενέργειας από το κράτος κρίθηκαν απολύτως θετικά από τη συντριπτική πλειονότητα των ερωτωμένων. Επίσης, κατάλληλο πράσινο μέτρο θεωρούν οι ερωτώμενοι την επιβολή ενός φόρου σε παγκόσμια κλίμακα, υιοθετώντας μια στάση υπέρ της παγκόσμιας περιβαλλοντικής διακυβέρνησης.
Συμπερασματικά, στο Κεφάλαιο 9, η μελέτη καταλήγει ότι η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει έχει εντυπωθεί στη συνείδηση των πολιτών. Βασικές συνιστώσες της αρχής διατρέχουν σχεδόν το σύνολο της παραγόμενης νομοθεσίας, όπως και των εργαλείων αξιολόγησης των περιβαλλοντικών κινδύνων. Ωστόσο πολλοί διερωτώνται εάν τελικά η αρχή πέτυχε τον στόχο της. Μεταξύ άλλων φάνηκε ότι, στο μέτρο που η γνώση και η ευαισθητοποίηση καθώς και ο περιβαλλοντικός εγγραμματισμός του πολίτη θεωρούνται αναγκαία προϋπόθεση για την ενεργή πολιτειότητα, το έλλειμμα που καταγράφει η έρευνα είναι κρίσιμο. Η περιβαλλοντική συνειδητοποίηση και η ανάληψη περιβαλλοντικής δράσης συνδέονται αναπόδραστα. Ωστόσο, η σύνδεση των περιβαλλοντικών προβλημάτων με τη διακινδύνευση της υγείας έχει εμπεδωθεί στους πολίτες. Το γεγονός αυτό έχει σημασία, διότι η κινητοποίηση των πολιτών επέρχεται μόνο όταν αισθανθούν ότι ο κίνδυνος είναι εγγύς και απειλεί ένα πολύτιμο έννομο αγαθό, όπως η υγεία. Επίσης, η διακύμανση του βαθμού εμπιστοσύνης των πολιτών στην Επιστήμη καταδεικνύει ότι οι πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει τη σχετικότητα της επιστήμης και δεν της αναγνωρίζεται πια το «αλάθητο». Επαληθεύεται, τέλος, ότι οι πολίτες αναγνωρίζουν ότι η οικονομική μεγέθυνση και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν θεωρούνται απόλυτα συμβατές. Τέλος, η έννοια της Περιβαλλοντικής Δικαιοσύνης φαίνεται να τους έχει ευαισθητοποιήσει, καθώς έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται την παγκόσμια διάσταση του περιβαλλοντικού προβλήματος.
Στον Επίλογο της μελέτης παρουσιάζεται συνοπτικά η πολύπλοκη σχέση της οικονομίας, της πολιτικής, της επιστήμης και του δικαίου, όσον αφορά το περιβάλλον. Θεωρείται ότι το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης, που προϋποθέτει την υπερεκμετάλλευση του περιβάλλοντος δεν είναι πια συμβατό με τη φέρουσα ικανότητα της φύσης. Η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων έχει ήδη αρχίσει. Χρειάζεται μεγάλη μεταστροφή στον τρόπο σκέψης και πίστη στη δύναμη της κοινότητας, η ενδυνάμωση της οποίας θα έρθει κυρίως μέσα από την άσκηση πολιτικής. Η ραγδαία εξέλιξη της Τεχνοεπιστήμης γεννά και νέες διακινδυνεύσεις, ενώ ταυτόχρονα εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ανακύπτει, λοιπόν, εμφατικά το ζήτημα του εκδημοκρατισμού τους. Πρέπει να γίνει ευρέως αντιληπτό ότι η Επιστήμη πλέον είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη λήψη αποφάσεων. Έτσι, κρίνεται αναγκαίο να καταστήσουμε προσβάσιμη αυτή τη λήψη αποφάσεων, εκδημοκρατίζοντάς την. Η εμπλοκή και η θεσμική κατοχύρωση μικρότερων διεπιστημονικών ομάδων για την έρευνα γύρω από τις διακινδυνεύσεις συγκεκριμένων θεμάτων και σχεδίων είναι καίριας σημασίας. Θεωρείται αμφίβολο εάν η περιβαλλοντική κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα νομικο-πολιτικό οπλοστάσιο που φτιάχτηκε σε παρελθούσα εποχή. Επιπλέον, απαιτείται συνδυασμός λύσεων διότι το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Το πολιτισμικό αφήγημα που ξεκίνησε από τη διατύπωση μιας επιστημονικής υπόθεσης προς απόδειξη για την έλευση της Ανθρωποκαίνου εποχής ωθεί προς την ανατροπή του ανθρωποκεντρικού τρόπου αντίληψης των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Προκρίνεται η δύναμη της αφήγησης και της φαντασίας στη συγκρότηση μιας νέας πλανητικής ταυτότητας, μιας κοσμοπολιτικής κοινότητας. Υπό μια μεταμοντέρνα οπτική, συνολικά το δίκαιο, όσον αφορά το περιβάλλον, καλείται να μετασχηματίσει ριζικά τη μεθοδολογία, τη γλώσσα και την προοπτική του, προς ένα μέλλον ειρηνικής συνύπαρξης των έμβιων οντοτήτων. Σε κάθε περίπτωση το πρόταγμα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης συμβάλλει προς την ίδια κατεύθυνση.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Δίκαιο – Νομοθεσία
Λοιπές θεματικές κατηγορίες:
Κοινωνιολογία του δικαίου
Λέξεις-κλειδιά:
η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει, νομικός πολιτισμός, Σύμβαση του Άαρχους , περιβαλλοντικός κίνδυνος, Kοινωνιολογια του Δικαίου
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Όχι
Αριθμός σελίδων:
553
XΚΑΠΑΡΤΖΙΑΝΗ.didaktoriko.pdf (5 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο