Διερεύνηση της ποιότητας ζωής κατά την εμμηνόπαυση γυναικών που κυοφόρησαν σε σχέση με τις άτοκες

Διπλωματική Εργασία uoadl:2939913 91 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Έρευνα στην Γυναικεία Αναπαραγωγή
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-03-22
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Παγκάκη Χριστίνα
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Δελτσίδου Άννα , Καθηγήτρια, Τμήμα Μαιευτικής, ΠΑΔΑ
Λυκερίδου Αικατερίνη ,Καθηγήτρια, Τμήμα Μαιευτικής, ΠΑΔΑ
Μακρυγιαννάκης Αντώνιος, Καθηγητής, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Πρωτότυπος Τίτλος:
Διερεύνηση της ποιότητας ζωής κατά την εμμηνόπαυση γυναικών που κυοφόρησαν σε σχέση με τις άτοκες
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Διερεύνηση της ποιότητας ζωής κατά την εμμηνόπαυση γυναικών που κυοφόρησαν σε σχέση με τις άτοκες
Περίληψη:
Εισαγωγή: Mε την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το ένα τρίτο της ζωής της γυναίκας αφορά τη ζωή της μετά την εμμηνόπαυση και ένα μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού αντιστοίχως δεν έχει ωοθηκική λειτουργία. Είναι γνωστό ότι μια στις τρεις Ελληνίδες γυναίκες έχει μέτρια έως σοβαρά κλιμακτηριακά συμπτώματα κατά τη διάρκεια της μετάβασης στην εμμηνόπαυση ή κατά τα πρώτα μετεμμηνοπαυσιακά έτη. Η ηλικία εμμηνόπαυσης καθώς και τα ενδογενή οιστρογόνα αναδείχθηκαν ως σημαντικοί προγνωστικοί δείκτες των κλιμακτηριακών συμπτωμάτων. Τα επίπεδα των στεροειδών του φύλου στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ενδογενή οιστρογόνα αυξάνονται παροδικά σε κατάσταση κύησης. Τα επίπεδα των ορμονών επίσης σε ένα χρόνο μετά τον τοκετό μειώνονται σε κατώτερα επίπεδα από αυτά του πρώτου τριμήνου και παρόμοια με αυτά πριν από την εγκυμοσύνη. Ωστόσο δεν έχει διερευνηθεί κατά πόσον η παροδική αυτή αύξηση έχει επίδραση στη μετέπειτα ποιότητα ζωής των γυναικών κατά την εμμηνόπαυση, δηλαδή κατά πόσον ο αριθμός του τόκου θα μπορούσε να επηρεάζει την ποιότητα ζωής στην εμμηνόπαυση.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της αυτοαξιολόγησης της ποιότητας ζωής των εμμηνοπαυσιακών / μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών και η συσχέτιση της με τον αριθμό του τόκου τους. Πιο συγκεκριμένα διερευνήθηκε κατά πόσον ο αριθμός του τόκου συσχετίζεται με τη συχνότητα εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων (σωματικά, ψυχολογικά, αγγειοκινητικά , σεξουαλικά) και του κατά πόσον ο χαμηλός ή υψηλός δείκτης μάζας σώματος αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα επιδείνωσης των συμπτωμάτων εμμηνόπαυσης.
Δείγμα και Μέθοδος: Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 120 περιεμμηνοπαυσιακών και μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών, σε διάστημα ενός έτους (Φεβρουάριος 2019 έως Μάρτιος 2020), στο Ιατρείο Εμμηνόπαυσης και το Γυναικολογικό Ιατρείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου Κρήτης και σε δύο ιδιωτικά ιατρεία στο Ν. Αττικής. Από τις γυναίκες αυτές οι 103 βρίσκονταν στην εμμηνόπαυση και είχαν ηλικία από 45 έως 62 ετών, ενώ οι 17 χρησιμοποιήθηκαν ως ομάδα ελέγχου καθώς δεν ήταν εμμηνοπαυσιακές και είχαν ηλικία από 40 έως 54 ετών. Οι 60 γυναίκες του δείγματος ήταν άτοκες, ενώ οι υπόλοιπες 60 είχαν κυοφορήσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους. Η συλλογή δεδομένων έγινε με τα ερωτηματολόγια: Menopause specific quality of life questionnaire (MENQOL) και την κλίμακα HFRS (Hot Flush Rating Scale) για την εκτίμηση των εξάψεων, σε συνδυασμό με ερωτήσεις για σωματομετρικά και κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία των γυναικών, στα οποία περιλαμβάνεται και ο αριθμός των τόκων. Η στατιστική επεξεργασία έγινε με το SPSS V.25.0 και το excel 2016.
Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των απαντήσεων του ερωτηματολογίου MENQOL προέκυψε ότι οι άτοκες γυναίκες που είναι σε εμμηνόπαυση έχουν πιο έντονα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα από τις γυναίκες που έχουν κυοφορήσει με στατιστικά σημαντική διαφορά (p=0.024). Επιπλέον, τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της συχνότητας των αγγειοκινητικών συμπτωμάτων, μέσω της κλίμακας HFRS, υποδεικνύουν πως όσο αυξάνονται οι τοκετοί, τόσο μειώνονται οι εξάψεις με στατιστικά σημαντική διαφορά (p=0.027). Αντίστοιχα, προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς τα ψυχολογικά (p=0.003) και τα σεξουαλικά (p=0.017) συμπτώματα μεταξύ των άτοκων γυναικών και αυτών που κυοφόρησαν, καθώς οι πρώτες φαίνεται να παρουσιάζουν εντονότερα ενοχλήματα. Αντίθετα δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς τα σωματικά συμπτώματα μεταξύ των δύο ομάδων. Τέλος, η παχυσαρκία αναδείχθηκε ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων, καθώς οι γυναίκες που ανήκαν στην κατηγορία 2ου και 1ου βαθμού παχυσαρκίας (ΔΜΣ:23,6 έως 40) συγκέντρωσαν μεγαλύτερο μέσο όρο συμπτωμάτων σε σχέση με τις γυναίκες με κανονικό βάρος (ΔΜΣ:18,5 έως 23,5).
Συμπεράσματα: Η τεκνοποίηση κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής μιας γυναίκας φαίνεται πως επιδρά θετικά στην μετέπειτα ποιότητα ζωής της κατά την εμμηνόπαυση, μειώνοντας τη δυσφορία που προκύπτει τόσο από τα αγγειοκινητικά, όσο και από τα ψυχολογικά και σεξουαλικά συμπτώματα που εμφανίζονται σε ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών κατά τη φάση αυτή.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Εμμηνόπαυση, Μετεμμηνόπαυση, Ποιότητα ζωής, Αγγειοκινητικά συμπτώματα, Άτοκες, Δείκτης μάζας σώματος, MENQUOL, HFRS
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
147
Αριθμός σελίδων:
94
πτυχιακή παγκάκη χριστινα εμμηνόπαυση-converted.pdf (935 KB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο