Συγκριτική μελέτη των ακαταλόγιστων ψυχιατρικών ασθενών με και χωρίς προηγούμενο ιστορικό ψύχωσης και διερεύνηση των ηθικών συναισθημάτων και κρίσεων τους

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2940740 165 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-04-06
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Μαρκοπούλου Μαρία
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Γαρύφαλλος Γεώργιος, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική σχολή, ΑΠΘ
Παπαγεωργίου Χαράλαμπος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Δουζένης Αθανάσιος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Γουρνέλλης Ρωσσέτος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Χριστοδούλου Χρήστος (επιβλέπων), τ.Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μιχόπουλος Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κουζούπης Αναστάσιος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Συγκριτική μελέτη των ακαταλόγιστων ψυχιατρικών ασθενών με και χωρίς προηγούμενο ιστορικό ψύχωσης και διερεύνηση των ηθικών συναισθημάτων και κρίσεων τους
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Συγκριτική μελέτη των ακαταλόγιστων ψυχιατρικών ασθενών με και χωρίς προηγούμενο ιστορικό ψύχωσης και διερεύνηση των ηθικών συναισθημάτων και κρίσεων τους
Περίληψη:
Εισαγωγή: Ψυχιατρική και δικαιοσύνη, ιατρική και νομική επιστήμη, καλούνται να αντιμετωπίσουν μια ειδική ομάδα ασθενών, αυτών που έχουν διαπράξει αδικήματα και έχουν κριθεί ακαταλόγιστοι λόγω της ψυχικής τους πάθησης. Η αντιμετώπιση των ασθενών αυτών από το ποινικό σύστημα ρυθμίζεται σήμερα από τον ν.4509/2017, ο οποίος εστιάζει στη ρύθμιση των ιατρικών αναγκών τους και την προστασία των δικαιωμάτων τους. Ποια όμως είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα (δημογραφικά, ψυχιατρικά, ψυχοπαθολογικά κλπ.) που χαρακτηρίζουν τους ασθενείς που διαπράττουν ένα αδίκημα, και πώς μπορεί να επιτευχθεί η πρόληψη των βίαιων συμπεριφορών; Τα ερωτήματα αυτά είναι στον πυρήνα της προβληματικής όσον αφορά την έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση των ψυχιατρικών ασθενών πριν τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων.
Υλικό και μέθοδοι: Η διατριβή αυτή έχει ως σκοπό να μελετήσει το σύνολο των ασθενών (N=78) που έχουν νοσηλευτεί στο Τμήμα Ψυχιατροδικαστικής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης από τον Ιανουάριο 2015 μέχρι τον Ιανουάριο 2020, το οποίο νοσηλεύει κατά αποκλειστικότητα το σύνολο των ακαταλόγιστων ψυχιατρικών ασθενών ολόκληρης της Βορείου Ελλάδας. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να συγκριθούν οι διάφορες κατηγορίες ασθενών ως προς τα δημογραφικά, κλινικά, νομικά και ψυχομετρικά τους χαρακτηριστικά για να εντοπιστούν τυχόν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Επίσης, η έρευνα στοχεύει στο να αναδείξει ομάδες ασθενών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από το ιστορικό τους ή από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων στις ψυχομετρικές δοκιμασίες, με απώτερο σκοπό την εκτίμηση του κινδύνου, αλλά και την εκτίμηση των αναγκών αυτών των ασθενών για θεραπεία. Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων διερευνήθηκε πρωτίστως αν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους ασθενείς που διαπράττουν τα αδίκημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο και σε αυτούς που το διαπράττουν στην πορεία της νόσου. Στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τέσσερεις διασταυρούμενες πηγές: ιατρικοί φάκελοι και δικαστικά έγγραφα των ασθενών, συνέντευξη, πληροφορίες που δόθηκαν από το προσωπικό του τμήματος και τους συγγενείς των ασθενών και συμπλήρωση ερωτηματολογίων (MINI, PANSS, HDHQ, Aggression Questionnaire, ZKPQ, SF36, HCR20, CAGE, ASI, GAF και ερωτηματολόγιο με μύθους του Αισώπου σε μορφή ppt).
Αποτελέσματα: Το δείγμα αποτελείται από 78 ασθενείς, 70 άνδρες και 8 γυναίκες. Πρόκειται κυρίως για Έλληνες (Ν=75), χριστιανούς ορθόδοξους (Ν=75), άγαμους (Ν=50, 64.1%), χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που διαπράττουν το αδίκημα στην ηλικία των 38.7 ετών κατά μέσο όρο (±12). Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς είχαν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια κατά την έναρξη της νόσου (52.6%), ενώ κατά την τέλεση του εγκλήματος σχεδόν δύο στους τρεις (73.1%). 55 ασθενείς είχαν ιστορικό νοσηλειών έως την τέλεση του εγκλήματος (70.5%) και το 56.4% των συμμετεχόντων στην έρευνα είχε ιστορικό κατάχρησης/εξάρτησης από ουσίες. 1 στους 3 δήλωσε ότι είχε κάνει χρήση πέριξ της τέλεσης του εγκλήματος (35.9%). Επιπλέον, στο 25.6% των περιπτώσεων το έγκλημα σχετιζόταν με τη χρήση ουσιών. Η πλειοψηφία λάμβανε ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή κατά την τέλεση του εγκλήματος (79.5%), αλλά μόνον το 11.3% αυτών ήταν συμμορφούμενοι. Το 42.3% (Ν=33) είχε συγγενείς με ιστορικό ψυχιατρικής νόσου, ενώ 1 στους 3 δήλωσε ότι είχε οικογενειακό ιστορικό κατάχρησης/εξάρτησης από ουσίες. Μόλις 6.4% (Ν=5) των μελών του δείγματος δήλωσε οικογενειακό ιστορικό εγκληματικής / παραβατικής συμπεριφοράς και το 11.5% του συνόλου είχε οικογενειακό ιστορικό αυτοκαταστροφικής ή ετεροκαταστροφικής συμπεριφοράς. Το 33.3% (Ν=26) παρουσίασε αυτοκτονικότητα έως την τέλεση του εγκλήματος και το 74,4% μετά από αυτό. 3 στους 4 είχαν ετεροκαταστροφική συμπεριφορά (74.4%) πριν τη διάπραξη του αδικήματος, ενώ αυτό το ποσοστό μειώνεται στο 17.9% μετά το αδίκημα. 31 ασθενείς (39.7%) υπήρξαν θύματα κακοποίησης ή σχολικού εκφοβισμού στο παρελθόν, ενώ 30 (38.5%) είχαν ιστορικό διαταραχής διαγωγής/συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία. Περισσότεροι από τους μισούς βίωσαν στρεσογόνα γεγονότα τα τελευταία δύο έτη πριν το αδίκημα (52.6%), συχνότερα θάνατο στενού οικογενειακού μέλους (41.5%) και απόλυση από την εργασία (24.4%). Τα αδικήματα αφορούσαν κατά κύριο λόγο σε ανθρωποκτονίες (42.3%), απόπειρες ανθρωποκτονίας (25.6%), σωματική βλάβη (12.8%) και εμπρησμό (11.5%). Διαπράχθηκαν κυρίως σε κοινό ιδιωτικό χώρο (45.1%) με μαχαίρι (46.2%), ενώ τα θύματα ήταν συνήθως μέλη της οικογένειας (71.8%). 25.6% είχαν προηγούμενο ιστορικό καταδικών (Ν=20), ενώ οι μισοί κρίθηκαν ακαταλόγιστοι με Βούλευμα, το 41% με απόφαση δικαστηρίου πρώτου βαθμού και μόνον 9% με απόφαση Εφετείου. Η συνολική βαθμολογία στην κλίμακα PANSS ήταν κατά τη διάπραξη του αδικήματος 109.69 (±19.48), ενώ στη θετική υποκλίμακα η μέση βαθμολογία ήταν 31.06 (±6.15). Η μέση βαθμολογία στην κλίμακα GAF ήταν 42.05 (±10.61). Τα συναισθήματα των 38 συμμετεχόντων, όπως αυτά καταγράφηκαν κατά δήλωσή τους στη δοκιμασία με τους μύθους του Αισώπου (εμπιστοσύνη, φόβος, θυμός, αηδία, θλίψη, αιφνιδιασμός, χαρά, προσμονή, τίποτα από τα παραπάνω), ήταν κυρίως η θλίψη (24%) και ακολούθως ο θυμός (17%).
Από τους ελέγχους διαφορών και ανεξαρτησίας με κριτήριο τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος (21 ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο και 57 ασθενείς στην πορεία της νόσου) προέκυψε πως οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο ήταν νεότεροι (33.2 ±11.9 έτη vs. 40.7±11.5 έτη, p=0.014), συχνότερα απασχολούμενοι (71% vs. 43.9%, p=0.031) και είχαν βιώσει στρεσογόνα γεγονότα τους τελευταίους 24 μήνες πριν το αδίκημα (81% vs. 42.1%, p=0.002). Διέπραξαν συχνότερα βίαια αδικήματα, κυρίως ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας (90.5% vs. 59.6%, p=0.010) και αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν μετά το αδίκημα (52.4% vs. 10.5%, p<0.001). Τα θύματά τους ήταν συχνότερα μέλη της οικογένειας (90.5% vs. 64%, p=0.024). Μετά τη διάπραξη του αδικήματος οι ασθενείς αυτοί έλαβαν συχνότερα αντικαταθλιπτική θεραπεία (47.6% vs. 19.3%, p=0.012). Οι δύο ομάδες διέφεραν στατιστικά σημαντικά στην υποκλίμακα Εχθρότητα του Aggression questionnaire (19.95±7.49 vs. 24.00±6.85, p=0.042), και στις υποκλίμακες Κριτική των άλλων (5.29±2.5 vs. 6.88±2.91, p=0.028) και Παραληρητική εχθρικότητα (3.67±2.46 vs. 4.95±2.51, p=0.048) του ερωτηματολογίου HDHQ, όπου οι ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είχαν χαμηλότερη βαθμολογία. Από την άλλη πλευρά, η μέση βαθμολογία στα λήμματα P1 (Παραληρητικές ιδέες), P4 (Διέγερση), P6 (Καχυποψία/ Ιδέες δίωξης) και P7 (Εχθρότητα) της θετικής υποκλίμακας της PANSS ήταν υψηλότερη στους ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο (τιμές p 0.004, 0.038, 0.015, 0.040 αντίστοιχα). Δεν βρέθηκαν διαφορές όσον αφορά την αρνητική υποκλίμακα. Στην υποκλίμακα Γενικής ψυχοπαθολογίας οι ασθενείς στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είχαν υψηλότερη βαθμολογία στα λήμματα G2 (Άγχος), G3 (Αισθήματα ενοχής), G4 (Ψυχική τάση), G12 (Έλλειψη κρίσης κι εναισθησίας), G14 (Διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων), G15 (Ενασχόληση) και στο σύνολο, αλλά χαμηλότερη βαθμολογία στα λήμματα G1 (Σωματική ενασχόληση) και G5 (Ιδιοτροπισμοί και λήψη παράξενων στάσεων). Δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά τη βαθμολογία τους στο ερωτηματολόγιο CAGE ή την κλίμακα GAF. Οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στην πορεία της νόσου είχαν μικρότερη ηλικία 1ης χρήσης αλκοόλ (15.62 vs. 14.04, p=0.023) και περισσότερα χρόνια χρήσης αλκοόλ (13.4 vs. 21.26, p=0.02). Τέλος, οι ασθενείς που διέπραξαν το έγκλημα κατά την πορεία της νόσου φαίνεται να εμφανίζουν μεγαλύτερη επικινδυνότητα για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς σε σχέση με αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο, όπως φαίνεται στην κλίμακα HCR-20 κατά τη διάπραξη του αδικήματος (22.9 vs. 26.79, p=0.003), αλλά και κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (20.48 vs. 25.74, p=0.001). Κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στην πορεία της νόσου είχαν υψηλότερη βαθμολογία στο λήμμα P2 (Εννοιολογική αποδιοργάνωση) και στο σύνολο της θετικής υποκλίμακας της PANSS (15.48 vs. 19.4, p=0.035), αλλά και στα λήμματα G1 (Σωματική ενασχόληση), G4 (Ψυχική τάση), G5 (Ιδιοτροπισμοί), G14 (Διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων), καθώς και στο σύνολο της υποκλίμακας Γενικής ψυχοπαθολογίας.
Από τον έλεγχο σημαντικών διαφορών στις συνολικές βαθμολογίες στις κλίμακες PANSS, GAF και HCR20 που σημείωσαν οι ασθενείς κατά τις δύο φάσεις της μελέτης, προέκυψε πως η εικόνα των ασθενών όσο αφορά τη λειτουργικότητα, τη θετική κλίμακα, την κλίμακα γενικής ψυχοπαθολογίας, και τις κλίμακες του ερωτηματολογίου HCR-20 είναι σημαντικά καλύτερη κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας σε σχέση με τον χρόνο κατά το αδίκημα. Αντίθετα, η εικόνα των ασθενών δεν παρουσιάζει σημαντική αλλαγή στην περίπτωση της αρνητικής υποκλίμακας.
Τέλος, αποκαλύφθηκε ότι οι διάφοροι τύποι ασθενών εμφάνιζαν σημαντική απόκλιση ως προς τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της έρευνας, με αποτέλεσμα να μην έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένοι τύποι ασθενών με διαφορές στα ίδια χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό το σκοπό εφαρμόστηκε ανάλυση συστάδων (cluster analysis) από την οποία προέκυψαν τρεις τύποι (ομάδες) παραβατικών ασθενών. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν ασθενείς που εμφάνιζαν ετεροκαταστροφικότητα, και όχι αυτοκτονικότητα μετά το αδίκημα, και είχαν ιστορικό διαταραχής διαγωγής/συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία. Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών αυτής της ομάδας επιλέγει το θύμα από το οικογενειακό περιβάλλον. Σε αυτή την ομάδα διακρίνονται οι πλέον επιθετικοί, παρορμητικοί, εχθρικοί, κοινωνικά μη λειτουργικοί ασθενείς. Τέλος σε αυτή την ομάδα διαπιστώνεται η πιο επιβαρυμένη εικόνα ως προς τη συναισθηματική απόσυρση, την έλλειψη συνεργασίας, την έλλειψη κρίσης και εναισθησίας, τη διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων και την ενεργητική κοινωνική αποφυγή.
Στη δεύτερη ομάδα, η συντριπτική πλειοψηφία είναι ασθενείς με σχιζοφρένεια που σε μεγάλο ποσοστό δεν είχαν ιστορικό αυτοκαταστροφικότητας ή ετεροκαταστροφικότητας μετά το αδίκημα ή ιστορικό διαταραχής διαγωγής/συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία. Διέπραξαν συχνότερα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας σε σχέση με τις άλλες ομάδες, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο στην επιλογή θύματος. Εμφανίζουν μέτρια βαθμολογία όσον αφορά την εχθρικότητα, παρορμητικότητα, ενδοστρεφή και εξωστρεφή επιθετικότητα και κοινωνική λειτουργικότητα. Επίσης, εμφανίζουν την χειρότερη εικόνα ως προς την στερεότυπη σκέψη τόσο πριν την τέλεση του εγκλήματος όσο και κατά την πορεία της νόσου, τις πρώιμες δυσκολίες προσαρμογής, την έλλειψη εναισθησίας κατά την πορεία της νόσου, την μη ανταπόκριση στη θεραπεία, τη συνολική κλινική κλίμακα της HCR-20 και την κλίμακα διαχείρισης κινδύνου πριν την τέλεση του εγκλήματος.
Τέλος, στην τρίτη ομάδα σχεδόν όλοι οι ασθενείς έπασχαν από σχιζοφρένεια ή ψύχωση, αρκετοί είχαν παρουσιάσει αυτοκαταστροφική συμπεριφορά μετά την τέλεση του εγκλήματος, όμως κανείς δεν παρουσίασε ετεροκαταστροφική συμπεριφορά. Επίσης, το ποσοστό ατόμων που παρουσίασαν διαταραχές διαγωγής / συμπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία σε αυτή την ομάδα είναι το μικρότερο σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες. Κανείς από αυτούς δε φαίνεται να έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, ενώ η πλειονότητα έχει διαπράξει εγκλήματα κατά της ζωής. Επίσης, οι περισσότεροι έχουν στραφεί εναντίον κάποιου μέλους της οικογένειάς τους. Οι ασθενείς αυτοί έχουν τη μικρότερη βαθμολογία όσον αφορά την εχθρικότητα, την ενδοστρεφή και εξωστρεφή επιθετικότητα και την παρορμητικότητα, αλλά καλύτερη κοινωνική λειτουργικότητα. Ωστόσο, σε αυτή την ομάδα διαπιστώνεται η πιο επιβαρυμένη εικόνα όσον αφορά τις παραληρητικές ιδέες, την καχυποψία και τις ιδέες δίωξης, το άγχος, τα αισθήματα ενοχής και την προηγούμενη βίαιη συμπεριφορά πριν το αδίκημα, αλλά η μικρότερη επικινδυνότητα για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς κατά την έρευνα.
Τέλος, από τη λογιστική παλινδρόμηση με την μέθοδο “Forward LR” που τελέστηκε στο τελευταίο μέρος των αποτελεσμάτων, φαίνεται ότι η διάπραξη του εγκλήματος στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο ή στην πορεία της νόσου μπορεί να προβλεφθεί σε μεγάλο βαθμό από το ιστορικό νοσηλειών πριν το αδίκημα και την Εχθρικότητα των ασθενών, όπως αξιολογείται από το Aggression Questionnaire. Επιπλέον με τη μέθοδο “Enter” φάνηκε πως οι μόνες μεταβλητές που επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος είναι η ηλικία, η λήψη ψυχιατρικής φαρμακευτικής αγωγής κατά την τέλεση του εγκλήματος, το ιστορικό στρεσογόνων γεγονότων τα τελευταία δύο έτη ηλικία, και η σχέση του θύτη με το θύμα. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα να διαπραχθεί το έγκλημα κατά την πορεία της νόσου σε σχέση με τη διάπραξη κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είναι μεγαλύτερη για όσους είναι μεγαλύτερης ηλικίας και βρίσκονται σε ψυχιατρική/φαρμακευτική παρακολούθηση κατά την τέλεση του εγκλήματος. Επίσης, όσοι έχουν βιώσει στρεσογόνα γεγονότα τα τελευταία δύο χρόνια πριν το έγκλημα έχουν περισσότερο από 7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα διάπραξης του εγκλήματος κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο σε σχέση με όσους δεν βίωσαν τέτοια γεγονότα. Τέλος, όσοι επιλέγουν το θύμα εντός της οικογένειας έχουν περίπου 9 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να δράσουν κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο παρά κατά την πορεία της νόσου, σε σχέση με αυτούς που επέλεξαν το θύμα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Συμπεράσματα: Τα ευρήματά μας έδειξαν σαφείς διαφορές μεταξύ ψυχωτικών ασθενών που διαπράττουν εγκλήματα κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο και ασθενών που διαπράττουν εγκλήματα κατά την πορεία της ασθένειάς τους και είναι συνεπείς με τη διεθνή βιβλιογραφία. Από τη μελέτη μας προκύπτει πως:
• 26,9% των ακαταλόγιστων ασθενών στη Βόρεια Ελλάδα βρίσκονται στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο. Συνήθως είναι άνδρες στα 30 τους, οι οποίοι διαπράττουν ανθρωποκτονία ή απόπειρα ανθρωποκτονίας. Οι μισοί από αυτούς αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν μετά το έγκλημα. Φαίνονται να οδηγούνται από παραληρητικές ιδέες και ιδέες δίωξης, ενώ επιτίθενται κυρίως εναντίον μελών της οικογένειάς τους
• Οι ακαταλόγιστοι ασθενείς που διαπράττουν το έγκλημα κατά την πορεία της νόσου είναι συνήθως άνδρες στα 40 τους, που ήταν συχνά βίαιοι πριν από το έγκλημα, είχαν προηγούμενες καταδίκες, είχαν νοσηλευτεί, αλλά δεν συμμορφώθηκαν με τη συνταγογραφούμενη θεραπεία
• Οι ασθενείς που διέπραξαν το αδίκημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο ήταν νεότεροι. Η ψυχοπαθολογία τους σχετικά με τις παραληρητικές ιδέες και την καχυποψία/ιδέες δίωξης είναι πιο σοβαρή, αλλά οι βαθμολογίες τους στην Εχθρότητα είναι χαμηλότερες
• Το 56,4% του συνόλου του δείγματος είχε ιστορικό κατάχρησης/εξάρτησης από αλκοόλ ή άλλες ψυχοδραστικές ουσίες. Στο 25,6% των περιπτώσεων η διάπραξη του εγκλήματος σχετιζόταν με την κατάχρηση / χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών
Τα ευρήματα από την ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης επισημαίνουν ότι οι ασθενείς που έχουν υψηλή βαθμολογία στην υποκλίμακα Εχθρότητα του Aggression Questionnaire παραμένουν σε κίνδυνο να διαπράξουν έγκλημα κατά τη διάρκεια της ασθένειας. Επιπλέον, η πιθανότητα διάπραξης του εγκλήματος στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο είναι μεγαλύτερη για όσους είναι νεότεροι. Επίσης, όσοι έχουν βιώσει στρεσογόνα γεγονότα τα τελευταία δύο χρόνια πριν από το έγκλημα έχουν 7,69 φορές περισσότερες πιθανότητες να διαπράξουν το έγκλημα στο πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο από ό, τι αργότερα, σε σύγκριση με εκείνους χωρίς παρόμοιο ιστορικό. Τέλος, όσοι επιλέγουν το θύμα εντός της οικογένειας έχουν περίπου 9 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να δράσουν κατά το πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο παρά κατά την πορεία της νόσου, σε σχέση με αυτούς που επέλεξαν το θύμα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Είναι επιτακτική ανάγκη να σχεδιάσουμε και να αναπτύξουμε υπηρεσίες ψυχικής υγείας προκειμένου να εντοπίσουμε και να θεραπεύσουμε ασθενείς που εμπλέκονται σε αντικοινωνικές και εγκληματικές ενέργειες εγκαίρως και αποτελεσματικά, προκειμένου να αποτραπούν αυτές οι συμπεριφορές και να μειωθεί το στίγμα της ψυχικής ασθένειας. Η έγκαιρη παρέμβαση για τον έλεγχο των συμπτωμάτων και την ευόδωση της αποκατάστασης μαζί με παρεμβάσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση ιατρικών παθήσεων που συνυπάρχουν συχνότερα με ψυχιατρικές διαταραχές θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν τον κίνδυνο αναπηρίας σε όλη τη ζωή. Οι υπηρεσίες που θα αναλάβουν τη θεραπεία αυτών των ασθενών μετά τη διάπραξη του αδικήματος θα πρέπει να είναι εξειδικευμένες και να στοχεύουν στην επανένταξη αυτών των διπλά στιγματισμένων ψυχιατρικών ασθενών.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Ακαταλόγιστοι, Σχιζοφρένεια, Ανθρωποκτονία, Πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο, Επιθετικότητα
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
480
Αριθμός σελίδων:
533
Markopoulou pergamos.pdf (10 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο