Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γεώργιος Πάλλης, Επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αναστασία Δρανδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ιωάννης Βαραλής, Αναπληρωτής καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Περίληψη:
Η μονή των Βλαχερνών, ευρισκόμενη πλησίον της μεσαιωνικής Γλαρέντζας και του κάστρου Χλεμούτσι, στο ακρωτήρι Χελωνάτας, στην βορειοδυτική Ηλεία, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες περιπτώσεις συνάντησης της βυζαντινής και της φραγκικής αρχιτεκτονικής στην Πελοπόννησο. Ιδρυμένη τον 13ο αι., λειτούργησε αρχικά ως φραγκισκανικό μοναστήρι, εξυπηρετώντας τις λειτουργικές ανάγκες των Φράγκων κατακτητών της Ηλείας, που κατέλαβαν την περιοχή το 1205. Μετά το 1431, έτος κατά το οποίο ο Κωνσταντίνος ΙΑ´ Παλαιολόγος κυρίευσε την Γλαρέντζα, το μοναστήρι παραχωρήθηκε σε ορθόδοξους μοναχούς και διατήρησε αυτήν την λειτουργία του μέχρι το γ´ τέταρτο του 20ου αι., οπότε και μετετράπη σε ευαγές ίδρυμα.
Το καθολικό της μονής, το οποίο ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής, είναι το μόνο ιστάμενο από τα κτίρια που απάρτιζαν κάποτε το μοναστήρι και διαθέτει πλούσιο και ποικίλο κεραμοπλαστικό και γλυπτό διάκοσμο. Ο γλυπτός διάκοσμος αποτελείται από έργα διαφόρων περιόδων, με κυρίαρχα, σε ποσότητα και ποιότητα, αυτά της βυζαντινής περιόδου. Συνολικά σώζονται εξήντα τρία γλυπτά, τα οποία χρονολογούνται από τον 5ο έως τον 13ο αι., τα οποία καθιστούν το καθολικό της Βλαχέρνας ως το πλουσιότερο σε γλυπτό διάκοσμο μεσαιωνικό μνημείο της Ηλείας.
Το υλικό αποτελείται από διάφορα είδη γλυπτών, τα οποία είναι φιλοτεχνημένα κυρίως σε λευκό μάρμαρο και βρίσκονται στην μονή σε β´ χρήση, με λίγες εξαιρέσεις. Πρόκειται για κιονόκρανα, επιθήματα κιονοκράνων, σταθμούς θυρωμάτων, επιθήματα αμφικιονίσκων παραθύρων, βάση φράγματος πρεσβυτερίου, πεσσίσκους, πεσσούς, θωράκια, κιονίσκους, επιστύλια, κοσμήτες και ψευδοσαρκοφάγους. Τα περισσότερα έχουν τοποθετηθεί στις εξωτερικές όψεις του ναού, με διακοσμητικές προθέσεις, ενώ λίγα είναι εκείνα που εξυπηρετούν δομικές ανάγκες. Στα γλυπτά της Βλαχέρνας απαντούν οι περισσότερες από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην βυζαντινή γλυπτική, ενώ τα θέματα αντλούνται από όλο σχεδόν το θεματολόγιο της τέχνης αυτής (απεικονίσεις ζωδίων, φυτικός και γεωμετρικός διάκοσμος, αρχιτεκτονικά κοσμήματα και σταυροί).
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη και η αποτίμηση του συνόλου των βυζαντινών γλυπτών της μονής των Βλαχερνών, πολλά από τα οποία είναι ατελώς γνωστά ή εντελώς άγνωστα στην βιβλιογραφία. Το σύνολο αυτό, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της βυζαντινής γλυπτικής στην Πελοπόννησο, στην οποία συνεισφέρει πολλά νέα στοιχεία. Επιπλέον η εξέταση των γλυπτών συμπληρώνει τις γνώσεις μας για την οικοδομική ιστορία του ναού της Βλαχέρνας και ρίχνει νέο φως στο κεφάλαιο της συνάντησης των Λατίνων και των γηγενών κατά τις πρώτες δεκαετίες της φραγκικής κυριαρχίας, στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των τεχνών.
Λέξεις-κλειδιά:
Βλαχέρνα, Βυζάντιο, Γλυπτική, Βυζαντινά Γλυπτά, Ηλεία, Μοναστήρι, Φραγκοκρατία