Μεταδοτικά νοσήματα σε εξαρτημένα άτομα υπό θεραπεία υποκατάστασης

Διπλωματική Εργασία uoadl:2956339 68 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Διαχείριση Κρίσεων στον Τομέα της Υγείας
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-07-21
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Βασιλείου Μαρία
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Ιωάννης Ελευσινιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΕΚΠΑ
Θεόδωρος Κατσούλας, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΕΚΠΑ
Θεόδωρος Μαριόλης Σαψάκος, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Νοσηλευτικής, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μεταδοτικά νοσήματα σε εξαρτημένα άτομα υπό θεραπεία υποκατάστασης
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μεταδοτικά νοσήματα σε εξαρτημένα άτομα υπό θεραπεία υποκατάστασης
Περίληψη:
Ιστορικό : Η θεραπεία υποκατάστασης οπιοειδών (OST) είναι ένας από τους κύριους πυλώνες της στρατηγικής για τη μείωση της βλάβης. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι όπου υπάρχει θεραπεία υποκατάστασης, η συχνότητα εμφάνισης ιών που μεταδίδονται αιματογενώς και διά της σεξουαλικής οδού μειώνεται. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις σχετικά με τον βαθμό επίδρασης του OST στις συμπεριφορές υψηλού κινδύνου. Τα δεδομένα για το θέμα είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της μείωσης της βλάβης. Ο στόχος της μελέτης ήταν να συγκρίνει υψηλού κινδύνου συμπεριφορές χρηστών ναρκωτικών, πριν και μετά την έναρξη της θεραπείας με βουπρενορφίνη σε μονάδα υποκατάστασης στην Ελλάδα.
Μέθοδοι: Όλοι οι ασθενείς που εισέρχονται στο κέντρο θεραπείας υποκατάστασης συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο στο πλαίσιο της αξιολόγησης του δείκτη ζήτησης θεραπείας (TDI). Η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου προτάθηκε σε όλα τα άτομα (N = 120) που λαμβάνουν βουπρενορφίνη σε μονάδα OST σε ένα γενικό νοσοκομείο της Αθήνας κατά την περίοδο από τον Ιούλιο του 2019 έως τον Φεβρουάριο του 2020. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, μόνο ο δημόσιος οργανισμός κατά των ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ) είναι εξουσιοδοτημένο να παρέχει θεραπεία υποκατάστασης. Σήμερα στην Ελλάδα περίπου 8000 ασθενείς υποβάλλονται σε θεραπεία υποκατάστασης σε 60 προγράμματα υποκατάστασης.
Αποτελέσματα: Τη χρονική περίοδο που διεξήχθη η μελέτη, 120 είκοσι ασθενείς λάμβαναν θεραπεία υποκατάστασης στη μονάδα. Ενενήντα τρία άτομα από αυτά (77,5%) συμφώνησαν και συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο (άνδρες 94,6%, μέση ηλικία 44 (27-45,9) ετών).Για τους 53 από τους 93 που συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο (57%) μπορέσαμε να αντιστοιχίσουμε το ερωτηματολόγιο TDI που είχε συμπληρωθεί κατά την είσοδο στη θεραπεία (Α) με αυτό που απαντήθηκε για τους σκοπούς της μελέτης (Β). Η μέση ηλικία κατά την πρώτη ενέσιμη χρήση ήταν 22,2 έτη και 22,7 έτη στα ερωτηματολόγια Α και Β αντίστοιχα (t = -0,491, df = 40, p = 0,494). Το εύρημα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σχετική επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των απαντήσεων των συμμετεχόντων.
Συμπεριφορές υψηλού κινδύνου που σχετίζονται με την ενέσιμη χρήση:
Η πλειονότητα των ερωτηθέντων δεν ανέφερε ενέσιμη χρήση τον τελευταίο μήνα και στις δύο στιγμές συμπλήρωσης ερωτηματολογίων (74,4% και 98,1% για το ερωτηματολόγιο Α και Β αντίστοιχα). Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το 1,9% παραδέχεται ότι κάνει ενέσιμη χρήση ενώ βρίσκεται υπό θεραπεία υποκατάστασης.
Η ενέσιμη χρήση κατά τους τελευταίους 12 μήνες αναφέρθηκε από 36,4% και 5,8% για ερωτηματολόγια Α και Β αντίστοιχα. Ο αριθμός των ημερών ενέσιμης χρήσης και ο αριθμός των ενέσεων ανά ημέρα δείχνουν στατιστικά σημαντική μείωση μετά την έναρξη της θεραπείας υποκατάστασης (t = 2,973, df = 31, p <0,006 για ημέρες ένεσης και t = 1,927, df = 31, p <0,060 για ενέσεις ανά ημέρα).Κανείς δεν ανέφερε κοινή χρήση βελόνας τον προηγούμενο μήνα πριν από την έρευνα και σχεδόν όλοι δήλωσαν το ίδιο για τον τελευταίο χρόνο (97,1% και 97,7% στα ερωτηματολόγια Α και Β αντίστοιχα).
Συμπεριφορές υψηλού κινδύνου που σχετίζονται με τη σεξουαλική ζωή.
Η αναφορά σεξουαλικής επαφής κατά το προηγούμενο έτος μειώθηκε (73,2% έναντι 58,1% για Α και Β αντίστοιχα), ενώ ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων αυξήθηκε (1,39 έναντι 2,22 συντρόφων για Α και Β αντίστοιχα) και η αύξηση ήταν στατιστικά σημαντική (t = -2,291, df = 17, p = 0,035). Μόνο οι μισοί από τους σεξουαλικά ενεργούς συμμετέχοντες, ανέφεραν χρήση προφυλακτικού κατά την τελευταία φορά σεξουαλικής συνεύρεσης και το ποσοστό παρέμεινε σταθερό μεταξύ των δύο χρονικών στιγμών συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων (51,3% και 50% για Α και Β αντίστοιχα).
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι η θεραπεία υποκατάστασης σχετίζεται με τη μείωση των συμπεριφορών υψηλού κινδύνου όσο αφορά την ένεση χρήση. Τόσο οι ημέρες ενέσιμης χρήσης όσο και οι φορές της ενέσιμης χρήσης ανά ημέρα μειώθηκαν μετά την έναρξη της βουπρενορφίνης. Αντιθέτως, οι συμπεριφορές υψηλού κινδύνου που σχετίζονται με τη σεξουαλική δεν δείχνουν καμία βελτίωση.
Τα προγράμματα υποκατάστασης θα πρέπει να συμπεριλάβουν στο θεραπευτικό τους πλαίσιο δράσεις ενημέρωσής στις καθημερινές τους δραστηριότητες ενημέρωσης των μελών τους σχετικά με τους τρόπους αποφυγής συμπεριφορών υψηλού κινδύνους σχετιζόμενους με την σεξουαλική ζωή, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων τους σχετικά με την πρόληψή, μόλυνση HIV, ηπατίτιδα και αλλά σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Οι κύριοι περιορισμοί της μελέτης μας είναι ο μικρό μέγεθος δείγματος της μελέτης και η αυτοαναφερόμενη φύση των δεδομένων.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Φάρμακα, Συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, Μεταδοτικές ασθένειες, OST
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
33
Αριθμός σελίδων:
87
ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΡΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (FIN).pdf (2 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο