Long-term outcome of oral health in uncooperative young patients with caries treated under general anaesthesia

Διπλωματική Εργασία uoadl:2957182 119 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Παιδοδοντιατρική (Κλινικές Ειδικεύσεις)
Βιβλιοθήκη Οδοντιατρικής
Ημερομηνία κατάθεσης:
2021-07-19
Έτος εκπόνησης:
2021
Συγγραφέας:
Λιάτση Αικατερίνη
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Γκιζάνη Σωτηρία, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΕΚΠΑ.
Αγουρόπουλος Ανδρέας, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΕΚΠΑ.
Βαδιάκας Γιώργος, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΕΚΠΑ.
Πρωτότυπος Τίτλος:
Long-term outcome of oral health in uncooperative young patients with caries treated under general anaesthesia
Γλώσσες εργασίας:
Αγγλικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μακροχρόνια αποτελέσματα πάνω στην στοματική υγεία μη συνεργάσιμων παιδιών με τερηδόνες που θεραπεύτηκαν υπό γενική αναισθησία
Περίληψη:
Εισαγωγή
Τα πολύ μικρά παιδιά και τα παιδιά με ειδικές ανάγκες με εκτεταμένες τερηδονικές βλάβες συχνά έχουν μειωμένη δυνατότητα συνεργασίας στον οδοντίατρο με αποτέλεσμα να μην λαμβάνουν ποιοτική οδοντιατρική θεραπεία. Πολύ συχνά η θεραπεία κάτω από γενική αναισθησία αποτελεί θεραπεία επιλογής γι’ αυτές τις ομάδες παιδιών (Vermeulen et al 1991). Δυστυχώς ένα πολύ συχνό εύρημα στα μικρά παιδιά τα οποια λεμβανουν οδοντιατριτρικη θεραπεια κάτω απο Γ.Α. είναι η επανεμφάνιση της τερηδόνας (Almeida et al 2000, Gizani et al 2001) παρόλες τις συχνές επανεξετάσεις και το προληπτικό πρόγραμμα (νέες τερηδονικές βλάβες: 37-52% των παιδιών, 6 μήνες μετά την Γ.Α., Graves et al. 2004, Berkowitz et al. 2011). Υπάρχουν πολύ λίγες μελέτες που αφορούν την αξιολόγηση της στοματικής κατάστασης των παιδιών μετά την Γ.Α. και ακόμα λιγότερες όσον αφορά την αξιολόγηση της κλινικής κατάστασης χρόνια μετά την Γ.Α. Έτσι οργανώσαμε μια μελέτη με σκοπό να καταγραφούν τα δεδομένα της στοματικής κατάστασης και της οδοντιατρικής συμπεριφοράς μη συνεργάσιμων παιδιών τόσο υγιών όσο και ατόμων με ειδικές ανάγκες αρκετά χρόνια μετά από οδοντιατρική θεραπεία κάτω από γενική αναισθησία. Επιπλέον καταγράψαμε τις δυσκολίες που προέκυψαν στην εκπόνηση μιας τέτοιας μελέτης.
Υλικά και Μέθοδος
Το δείγμα της μελέτης αρχικά αποτελούταν από 120 ασθενείς της Μεταπτυχιακής Κλινικής της Παιδοδοντιατρικής (ΕΚΠΑ) οι οποίοι υποβλήθησαν σε γενική αναισθησία για οδοντοθεραπεία από το 2005 μέχρι το 2017, στο νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία». Οι κύριοι λόγοι που η οδοντιατρική θεραπεία πραγματοποιήθηκε κάτω από γενική αναισθησία ήταν η μη συνεργασία των παιδιών σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες τερηδονικές βλάβες και τα προβλήματα υγείας των παιδιών. Τα παιδιά θα έπρεπε να είναι μικρότερα από 18 ετών την περίοδο της έρευνας. Το πρωτόκολο εγκρίθηκε από την επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών και έντυπο συγκατάθεση υπεγράφει τόσο από τα παιδιά όσο και από τον νόμιμο κηδεμόνα τους. Πληροφορίες αρχικά συλλέγθησαν από τα αρχεία του Πανεπιστημίου, που αφορούσαν την οδοντιατρική κατάσταση των ασθενών κατά την πρώτη τους επίσκεψη καθώς και την θεραπεία που έλαβαν κάτω από γενική αναισθησία. Η επαφή με τους γονείς έγινε τηλεφωνικώς από την γραμματεία της μεταπτυχιακής κλινικής της παιδοδοντιατρικής, μεταξύ Ιανουαρίου 2019 και Οκτωβρίου 2020. Όταν το νούμερο δεν ήταν διαθέσιμο ή δεν ήταν ενεργό, γινόταν αναζήτηση του τρέχοντος αριθμού στον τηλεφωνικό κατάλογο ή στο διαδίκτυο. Τέλος όταν η επιοινωνία ήταν αδύνατη ο ασθενής αποκλειόταν από την μελέτη. Όσοι ασθενείς κατάφεραν να εντοπιστούν, κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο και να προς΄λεθουν στο πανεπιστήμιο για κλινική εξέταση, καθαρισμό και φθορίωση. Χρησιμοποιώντας ένα ερωτηματολόγιο 44 ερωτήσεων, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες για τα δημογραφικά και κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά της οικογένειας, όπως και πληροφορίες που αφορούσαν το ιατρικό ιστορικό, τις συνήθειες στοματικής υγιεινής και τις διατροφικές συνήθειες των ασθενών. Τέλος μέσω του ίδιου ερωτηματολογίου συλλέχτηκαν στοιχεία που αφορούσαν την επισκεψιμότητα των ασθενών στον οδοντίατρο μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας κάτω από γενική αναισθησία. Στους ασθενείς που αρνήθηκαν να προσέλθουν στην μεταπτυχιακή κλινική, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τις ίδιες ερωτήσεις τηλεφωνικώς. Κατά τη διάρκεια του ραντεβού και πριν την κλινική εξέταση, κάθε ασθενής ερωτήθηκε να υποδείξει, με την βοήθεια των γονέων όποτε αυτό κρινόταν απαραίτητο, μια από τις πέντε εικόνες της κλίμακας the facial image scale που θεωρούταν η πιο αντιπροσωπευτική του άγχους του για τον οδοντίατρο την συγκεκριμένη στιγμή (Buchanan et al. 2002). Η στοματική υγιεινή καταγράφηκε με την βοήθεια το δείκτη καθαρότητας (Lindhe 1982), και στις τέσσερις επιφάνειες όλων των υπαρχώντων δοντιών χρησιμοποιώντας περιοδοντική μύλη και χωρίς αποκαλυπτικό διάλυμα. Στην συνέχεια πραγματοποιούταν καθαρισμός και καταγραφή της τερηδονικής εμπειρίας σε κάθε παιδί χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του ICDAS II (Ismail et al., 2007). Το DMF σκορ υπολογιζόταν στην συνέχεια για κάθε συμμετέχοντα, όπου η παράμετρος D αντιστοιχούσε στα ICDAS 3, 4, 5.
Αποτελέσματα
Δείγμα - Από τους 120 ασθενείς που πληρούσαν τα κριτήρια της μελέτης, 79 ασθενείς προσεγγίστηκαν τηλεφωνικώς. Από αυτούς, μόνο 10 αρνήθηκαν να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο κυρίως λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος για την μελέτη. Επομένως το τελικό δείγμα της μελέτης ήταν 69 ασθενείς [26 κορίτσια και 43 αγόρια με μέσο όρο ηλικίας 11.63 (SD 3.57)]. Από αυτούς, το 63.77% ήταν ειδικοί ασθενείς (SNP) ενώ το 36.23% ήταν υγιή παιδιά (HC). Τα πιο συχνά προβλήματα υγείας των ειδικών ασθενών ήταν: νοητική υστέρηση (50%), συνδρομικές/χρωμοσωμικές ανωμαλίες (41.91%) και αυτισμός (29.54%). Ο μέσος όρος ηλικίας των υγιών παιδιών την στιγμή της Γ.Α. ήταν 3.2 χρόνια (SD 0.8) και για τους ειδικούς ασθενείς ήταν 5.82 χρόνια (SD 2.43) εκείνη τη στιγμή. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς ήταν νεότεροι από 5 ετών την στιγμή της Γ.Α. 37 ασθενείς (19 αγόρια και 18 κορίτσια) από τους 69, με μέσο όρο ηλικίας 10.47 χρόνια (SD 3.43) συμφώνησαν να προσέλθουν στην μεταπτυχιακή κλινική. Όταν οι ασθενείς που δεν συμφώνησαν, ρωτήθηκαν για τον λόγο που δεν ήθελαν να προσέλθουν για κλινική εξέταση η πιο συχνή απάντηση ήταν λόγω απόστασης (28.12%) και λόγω της πανδημίας (28.12%). Ερωτηματολόγιο - Από τους 69 ασθενείς, οι 37 συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο από κοντά ενώ οι υπόλοιποι τηλεφωνικώς μέσω συνέντευξης. Μετά την Γ.Α., η πλειοψηφία των ασθενών (71.01%) ανέφεραν οτι βουρτσίζουν τουλάχιστον μια φορά την ημέρα (SNP: 72.73% και HC: 96%). Η χρήση φθοριούχου οδοντόκρεμας αναφέρθηκε από όλους τους ασθενείς. Όσον αφορά την διατροφή των παιδιών, οι μισοί συμμετέχοντες (50.72%) ανέφεραν καθημερινή κατανάλωση γλυκών. Η πλειοψηφία των συμμετεχώντων (82.61%) ανέφερε τουλάχιστον μια επίσκεψη στον οδοντίατρο τον χρόνο πριν την τωρινή έρευνα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι το 13.04% δεν πήγε στον οδοντίατρο καθόλου μετά την θεραπεία κάτω από Γ.Α. Σχεδόν οι μισοί από τους συμμετέχοντες (50.72%) είχαν επισκεφθεί τον οδοντίατρο για καθαρισμό και φθορίωση, ενώ το 18.84% λόγω πόνου. Among the rest of them which received dental treatment, extractions and/or restorations were most often provided. Κλινική εξέταση - Ο μέσος όρος του δείκτη καθαρότητας ήταν 32.93% (SD 0.2) (HC: μέσος όρος 34.29, SD 20.78 και SNP: μέσος όρος 32%, SD 19.78). Όσον αφορά την τερηδονική εμπειρία την στιγμή της μελέτης, ο μέσος όρος του DMFS ήταν 9.66 (SD 9.27) και του dmfs 29 (SD: 15.91). Μόνο 3 ασθενείς δεν είχαν καμία τερηδονική βλάβη. Ειδικότερα οι υγιείς ασθενείς είχαν ένα μέσο όρο DMFS 6.39 (SD 4.99) [FS: 1.54 (SD 3.27)] ενώ ο μέσος όρος του DMFS για τους ειδικούς ασθενείς ήταν σχεδόν διπλάσιος 12.95 (SD 13.29). Όταν οι παράμετροι του DMFS εξετάστηκαν ανεξάρτητα, την υψηλότερη τιμή είχε η παράμετρος DS για τους HC 4.92 (SD 5.08) και η παράμετρος FS ακολουθούμενη απο την DS, για τους SNP DS 5.41 (SD: 6.26), FS 6.18 (SD 6.17). Οι ασθενείς εξετάστηκαν σε χώρο κλινικής. Όταν εξετάστηκε ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της Γ.Α. και της κλινικής εξέτασης, οι ασθενείς που θεραπεύτηκαν πριν από 2-5 χρόνια είχαν μέσο όρο DMFS 6.64 (SD 9.33). Εκείνοι που θεραπεύτηκαν κάτω από γενική αναισθησία πριν από 5-10 χρόνια είχαν μέσο όρο DMFS 11.67 (SD9.27). Μόνο δύο ασθενείς δήλωσαν πολύ λυπημένοι για την επίσκεψή τους στην κλινικής μας ενώ 6 άτομα δεν μπόρεσαν να επιλέξουν κάποια εικόνα λόγω σοβαρής νοητικής υστέρησης..
Conclusion
Επιβεβαιώθηκε ότι είναι πολύ δύσκολη η επικοινωνία με την αυτή την κατηγορία των ασθενών. Ο υψηλός κίνδυνος για κακή στοματική υγιεινή και εμφάνιση τερηδονικών βλαβών παραμένει ένα πρόβλημα τόσο για τους υγιείς όσο και για τους ειδικούς ασθενείς μετά την γενική αναισθησία τόσο στα νεογιλά όσο και στα μόνιμα δόντια. Ο κίνδυνος αυτός είναι υψηλότερος μετά την πάρόδο 5 ετών από την διενέργεια της Γ.Α.. Επιπλέον είναι εμφανής η ανάγκη για μακροχρόνιες επανεξετάσεις στους ασθενείς που υποβάλλονται σε γενική αναισθησία οι οποίες θα είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κάθε ασθενή. Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα μεταξύ των επανεξετάσεων γι αυτούς τους ασθενείς τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης νέων τερηδονικών βλαβών και στις δύο ομάδες.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Οδοντιατρική γενική αναισθησία, Μη συνεργάσιμα μικρά παιδιά, Τερηδόνα βρεφικής και νηπιακής ηλικίας, Ειδικοί ασθενείς, Μακροχρόνια αποτελέσματα
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
159
Αριθμός σελίδων:
60
Master Thesis Liatsi final.pdf (1 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο