Μεταβολές του τοιχώματος των καρωτίδων σε παιδιά με χρόνια νοσήματα

Διδακτορική Διατριβή uoadl:2974875 255 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2022-03-04
Έτος εκπόνησης:
2022
Συγγραφέας:
Καραποστολάκης Γεώργιος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Δημήτριος Γουργιώτης, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μαρία Τσολιά, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ευθυμία Αλεξοπούλου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή,ΕΚΠΑ
Αναστασία Γαρούφη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αχιλλέας Αττιλάκος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αλεξάνδρα Σολδάτου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μαριέττα Χαρακίδα, Λέκτορας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μεταβολές του τοιχώματος των καρωτίδων σε παιδιά με χρόνια νοσήματα
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μεταβολές του τοιχώματος των καρωτίδων σε παιδιά με χρόνια νοσήματα
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η αθηροσκλήρυνση ξεκινά από την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται στην ενήλικη ζωή. Η έγκαιρη ανίχνευσή της είναι σημαντική για την αποφυγή ή καθυστέρηση εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου. Η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μη επεμβατική μέθοδος για την εκτίμηση της αθηροσκλήρυνσης είναι η μέτρηση του πάχους του έσω-μέσου χιτώνα στην κοινή καρωτίδα (cIMT). Η μέτρηση του cIMT αποτελεί μια απλή, φθηνή και αναπαραγώγιμη μέθοδο για την εκτίμηση και παρακολούθηση των παιδιών και των εφήβων που είναι σε αυξημένο κίνδυνο πρώιμης αθηροσκληρωτικής νόσου όπως είναι αυτά με δυσλιπιδαιμία.
Σκοπός: Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση του cIMT με τη βοήθεια του Β-mode υπερηχογραφήματος σε παιδιά και εφήβους με δυσλιπιδαιμία και άλλα χρόνια νοσήματα και η συσχέτισή του με το δείκτη μάζας-σώματος, τη βασική νόσο και την αντιμετώπισή της.
Υλικό – Μέθοδος: Ο πληθυσμός της μελέτης αποτελείται από 1626 παιδιά και εφήβους (825 άρρενα), ηλικίας 4 - 18,3 ετών, 1149 με δυσλιπιδαιμία, 286 με φυσιολογικό λιπιδόγραμμα (μάρτυρες), 27 με οικογενή υπερχοληστερολαιμία που τέθηκαν σε αγωγή με ατορβαστατίνη, 33 έφηβες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS),50 με χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) και 77 με νεοπλασματική νόσο. Σε όλους τους συμμετέχοντες, το cIMT μετρήθηκε σε 6 σημεία σε κάθε πλευρά και υπολογίστηκε ο μέσος όρος με τη χειροκίνητη μέθοδο. Επιπλέον, ελήφθη ατομικό και οικογενειακό ιστορικό και έγινε λεπτομερής κλινική εξέταση. Ο εργαστηριακός έλεγχος περιελάμβανε πλήρες λιπιδόγραμμα νηστείας, έλεγχο νεφρικής, ηπατικής και θυρεοειδικής λειτουργίας και γενική αίματος. Στα παιδιά με ΧΝΝ, ο έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας ήταν πιο εκτεταμένος και στις έφηβες με PCOS έγινε έλεγχος για αντίσταση στην ινσουλίνη. Τα παιδιά που τέθηκαν σε φαρμακευτική αγωγή εκτιμήθηκαν πριν και μετά την αγωγή.
Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης ανά ομάδα πληθυσμού έχουν ως εξής:
1ον) Ομάδα ατόμων με και χωρίς δυσλιπιδαιμία: Το μέσο και διάμεσο cIMT δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων, ακόμη και στο ίδιο φύλο. Η ηλικία και το φύλο ήταν σημαντικοί ανεξάρτητοι προβλεπτικοί παράγοντες του cIMT και στις δύο ομάδες. Όσο μεγαλύτερη η ηλικία τόσο υψηλότερο το cIMT, ενώ τα κορίτσια είχαν σημαντικά χαμηλότερο cIMT από τα αγόρια, ανεξάρτητα από ηλικία και ΒΜΙ. Το ΒΜΙ ήταν σημαντικός ανεξάρτητος προβλεπτικός παράγοντας μόνο στην ομάδα με δυσλιπιδαιμία. Τα παχύσαρκα παιδιά, στο σύνολό τους, είχαν σημαντικά υψηλότερο cIMT σε σύγκριση με τα φυσιολογικού βάρους και τα υπέρβαρα. Το στάδιο ήβης κατά Tanner, μετά από διόρθωση για συγχυτικούς παράγοντες, δεν επιδρούσε στη διαμόρφωση του cIMT. Στην ομάδα της δυσλιπιδαιμίας, σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του cIMT είχαν οι: LDL ≥190 mg/dl, Non-HDL, ApoB, αθηρωματικοί δείκτες LDL/HDL & ApoB/ApoA1 (πολυπαραγοντική ανάλυση). Το 42,4% των ατόμων με δυσλιπιδαιμία είχαν επίσης αυξημένη Lp(a) (≥ 30 mg/L), η οποία δεν επιδρούσε στη διαμόρφωση του cIMT, ακόμη και όταν το cutoff) τίθετο σε ≥100 mg/dl. Το θετικό οικογενειακό ιστορικό δυσλιπιδαιμίας και πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου αποτελούσε σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα του cIMT των παιδιών.
2ον) Ομάδα δυσλιπιδαιμίας που έλαβαν αγωγή με ατορβαστατίνη: Τα αγόρια εμφάνισαν τάση μείωσης του cIMT μετά από 7-35 μήνες χορήγησης, αν και στο 65% δεν είχε επιτευχθεί ο στόχος μείωσης της LDL-C (<130 mg/dl). Το cIMT πριν την έναρξη της αγωγής, ήταν σημαντικά υψηλότερο από των αγοριών ανάλογης ηλικίας με φυσιολογικό λιπιδόγραμμα. Τα αγόρια είχαν σημαντικά υψηλότερο cIMT από τα κορίτσια.
3ον) Ομάδα εφήβων με PCOS: Το cIMT δεν διέφερε από το cIMT εφήβων, ανάλογης ηλικίας και σταδίου Tanner, χωρίς PCOS. Σημαντική θετική συσχέτιση με το cIMT είχαν η συστολική αρτηριακή πίεση και το ΒΜΙ z-score.
4ον) Ομάδα ατόμων με ΧΝΝ: Από τους 50 συμμετέχοντες, οι 11 ήταν υπό αιμοκάθαρση και οι 16 μεταμοσχευμένοι. Στο σύνολο των ασθενών, το cIMT ήταν σημαντικά υψηλότερο από αυτό των 50 υγιών μαρτύρων αναλόγου ηλικίας και φύλου και είχε σημαντική θετική συσχέτιση με τη σχέση περιμέτρου μέσης προς ύψος (ΠΜ/Ύψος). Στην ομάδα των ασθενών, τα αυξημένα επίπεδα κρεατινίνης αποτελούσαν σημαντικό ανεξάρτητο προβλεπτικό παράγοντα του cIMT.
5ον) Ομάδα ατόμων με νεοπλασματική νόσο: Το cIMT δεν διέφερε σημαντικά από αυτό των μαρτύρων, ανάλογης ηλικίας και φύλου. Στο σύνολο ασθενών – μαρτύρων, τα αγόρια είχαν σημαντικά υψηλότερο cIMT σε σύγκριση με τα κορίτσια, ενώ η ηλικία τους δεν διέφερε σημαντικά. Μόνο στα αγόρια, η ηλικία επιδρούσε σημαντικά στο cIMT.
Συμπεράσματα: Η απουσία σημαντικής διαφοράς στο cIMT των παιδιών και εφήβων με δυσλιπιδαιμία ή με νεοπλασματική νόσο και των εφήβων με PCOS από των υγιών παιδιών και εφήβων με φυσιολογικό λιπιδόγραμμα, δείχνει ότι η κατάλληλη παρέμβαση μπορεί να καθυστερήσει ή να προλάβει την εξέλιξη της αθηροσκληρωτικής νόσου. Η ηλικία και το φύλο αποτελούν τους πιο σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες του cIMT. Τα παχύσαρκα παιδιά με δυσλιπιδαιμία έχουν σημαντικά υψηλότερο cIMT από τα λεπτόσωμα. Μόνο τα πολύ υψηλά επίπεδα της LDL φαίνεται να επιδρούν στη διαμόρφωση του cIMT. Το θετικό οικογενειακό ιστορικό δυσλιπιδαιμίας και πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου είναι σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας του cIMT των παιδιών. Η αγωγή με ατορβαστατίνη φαίνεται ότι μειώνει τον ρυθμό εξέλιξης του cIMT στα αγόρια με οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Οι ασθενείς με ΧΝΝ, συμπεριλαμβανομένων των μεταμοσχευμένων, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο πρώιμης αθηροσκλήρωσης, όπως αυτό προκύπτει από το σημαντικά υψηλότερο cIMT σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Επιπλέον, σημαντική επίδραση στην αύξηση του cIMT έχει η κοιλιακή κατανομή του λίπους, όπως εκτιμήθηκε από τη σχέση της ΠΜ/Υψος και ο βαθμός έκπτωσης της νεφρικής τους λειτουργίας.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Πάχος έσω-μέσου χιτώνα καρωτίδας, Ατορβαστατίνη, Δυσλιπιδαιμία, Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, Παιδιά Χρόνια νεφρική νόσος, Νεοπλασματική νόσος
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
462
Αριθμός σελίδων:
281
KARAPOSTOLAKIS-PHD.pdf (9 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο