Μελέτη της 24ωρης αορτικής πίεσης και της αρτηριακής σκληρίας σε λήπτες νεφρικού μοσχεύματος

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3236922 39 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2022-10-14
Έτος εκπόνησης:
2022
Συγγραφέας:
Κορογιάννου Μαρία
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Ιωάννης Ν. Μπολέτης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Τσιούφης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Χαράλαμπος Βλαχόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αθανάσιος Πρωτογέρου, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Παντελής Σαραφίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΑΠΘ
Σμαράγδη Μαρινάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Σοφία Λιονάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη της 24ωρης αορτικής πίεσης και της αρτηριακής σκληρίας σε λήπτες νεφρικού μοσχεύματος
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη της 24ωρης αορτικής πίεσης και της αρτηριακής σκληρίας σε λήπτες νεφρικού μοσχεύματος
Περίληψη:
Εισαγωγή-Σκοπός: Η μεταμόσχευση νεφρού αποτελεί τη θεραπεία εκλογής σε ό,τι αφορά την υποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών και αυξάνοντας το προσδόκιμο επιβίωσης συγκριτικά με τους ασθενείς σε αιμοκάθαρση (ΑΚ), σε μεγάλο βαθμό λόγω της επιβράδυνσης της εξέλιξης της καρδιαγγειακής νόσου μέσω της βελτίωσης της νεφρικής λειτουργίας. Παρ’ όλα αυτά οι λήπτες νεφρικού μοσχεύματος συνεχίζουν να έχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, κατά κύριο λόγο εξαιτίας του αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου. Η υπέρταση αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος. Η διάγνωση και θεραπεία της παραδοσιακά βασίζονταν σε μετρήσεις ΑΠ ιατρείου, ωστόσο αυτή παρουσιάζει αρκετούς περιορισμούς συγκριτικά με την περιπατητική καταγραφή της ΑΠ, η οποία αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τις μετρήσεις της ΑΠ και στη μεταμόσχευση νεφρού. Επιπλέον, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι μέρος του υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου των ασθενών αυτών αποδίδεται σε μη αναστρέψιμες βλάβες στο αγγειακό δέντρο, οι οποίες δημιουργούνται κατά την περίοδο πριν τη νεφρική μεταμόσχευση και οι οποίες δεν υποστρέφουν πλήρως μετά από αυτήν. Πράγματι, σε σημαντικό αριθμό μελετών έχει παρατηρηθεί ότι η αρτηριακή σκληρία αποτελεί ισχυρό και ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη για καρδιαγγειακά συμβάματα και συνολική θνητότητα σε λήπτες νεφρικού μοσχεύματος. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν: α) η μελέτη της 24ωρης περιπατητικής αορτικής πίεσης και της 24ωρης αρτηριακής σκληρίας, η ανίχνευση παραγόντων με τους οποίους αυτές συσχετίζονται και η πιθανή συσχέτιση με βλάβες σε όργανα-στόχους σε λήπτες νεφρικού μοσχεύματος, β) η μελέτη του επιπολασμού, της θεραπείας, του ελέγχου και των φαινότυπων της αρτηριακής υπέρτασης με βάση τα επίπεδα της ΑΠ ιατρείου και της περιπατητικής καταγραφής της ΑΠ σε λήπτες νεφρικού μοσχεύματος, γ) η συγκριτική μελέτη της περιπατητικής περιφερικής ΑΠ και των δεικτών βραχυπρόθεσμης μεταβλητότητας της ΑΠ σε λήπτες νεφρικού μοσχεύματος, ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1 – 4 και ασθενείς υπό ΑΚ.
Μέθοδοι: Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελεί μελέτη παρατήρησης εγκάρσιας τομής, στην οποία έλαβαν μέρος 205 διαδοχικοί λήπτες νεφρικού μοσχεύματος που πληρούσαν τα προκαθορισμένα κριτήρια εισόδου/αποκλεισμού. Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε 24ωρη καταγραφή της βραχιόνιας και αορτικής ΑΠ, καθώς και των λοιπών 24ωρων αιμοδυναμικών παραμέτρων της αορτής με τη συσκευή Mobil-O-Graph. Η βραχιόνιος και αορτική ΑΠ ιατρείου αξιολογήθηκαν με πιστοποιημένη ταλαντωσιμετρική συσκευή και εφαρμογή ανάλυσης σφυγμικού κύματος αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, οι ασθενείς εξετάζονταν με υπερηχογράφημα καρωτίδων B-mode υψηλής ευκρίνειας για τον υπολογισμό του IMT και την ανίχνευση αθηρωματικών πλακών. Για τον ορισμό της υπέρτασης χρησιμοποιήθηκαν τα όρια της ΑΠ ιατρείου και περιπατητικής ΑΠ, σύμφωνα με τις πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες των ESH/ESC και ACC/AHA, καθώς και βάσει των οδηγιών KDIGO 2021 για την υπέρταση στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος. Στις αναλύσεις των κεντρικών αιμοδυναμικών παραμέτρων, ο υπό μελέτη πληθυσμός χωρίστηκε στις εξής τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με το φαινότυπο της περιπατητικής ΣΑΠ: (1) φαινότυπος I: φυσιολογική περιπατητική βραχιόνιος και αορτική ΣΑΠ: 24ωρη βραχιόνια ΣΑΠ <130 mmHg και 24ωρη αορτική ΣΑΠ ΣΑΠ/ΔΑΠ(C1) < 120 mmHg ή αορτική ΣΑΠ ΜΑΠ/ΔΑΠ (C2) <135 mmHg, (2) φαινότυπος II: φυσιολογική περιπατητική βραχιόνιος και παθολογική περιπατητική αορτική ΣΑΠ: 24ωρη βραχιόνια ΣΑΠ <130 mmHg και 24ωρη αορτική ΣΑΠ ΣΑΠ/ΔΑΠ(C1) ≥ 120 mmHg ή αορτική ΣΑΠ ΜΑΠ/ΔΑΠ (C2) ≥135 mmHg, (3) φαινότυπος III: παθολογική περιπατητική βραχιόνιος και φυσιολογική περιπατητική αορτική ΣΑΠ: 24ωρη βραχιόνια ΣΑΠ ≥130 mmHg και 24ωρη αορτική ΣΑΠ ΣΑΠ/ΔΑΠ(C1) < 120 mmHg ή αορτική ΣΑΠ ΜΑΠ/ΔΑΠ (C2) <135 mmHg, (4) φαινότυπος IV: παθολογική περιπατητική βραχιόνιος και αορτική ΣΑΠ: 24ωρη βραχιόνια ΣΑΠ ≥130 mmHg και 24ωρη αορτική ΣΑΠ ΣΑΠ/ΔΑΠ(C1) ≥ 120 mmHg ή αορτική ΣΑΠ ΜΑΠ/ΔΑΠ (C2) ≥135 mmHg. Για τη συγκριτική αξιολόγηση των τιμών της 24ωρης περιφερικής ΑΠ και των δεικτών βραχυπρόθεσμης μεταβλητότητας της ΑΠ (Standard Deviation, weighted Standard Deviation και Average Real Variability) μεταξύ ληπτών νεφρικού μοσχεύματος και ασθενών με ΧΝΝ, έγινε σχεδιασμός μελέτης ασθενών- μαρτύρων. Έτσι, προστέθηκε ομάδα ελέγχου που αποτέλεσαν 93 ασθενείς με ΧΝΝ σταδίου 1-4 αντιστοιχισμένοι με αναλογία 1:1 ως προς το φύλο, την ηλικία και τον e GFR με 93 λήπτες νεφρικού μοσχεύματος. Αντίστοιχα, για τη συγκριτική μελέτη των τιμών της περιπατητικής καταγραφής και της μεταβλητότητας της περιφερικής ΑΠ μεταξύ ληπτών νεφρικού μοσχεύματος και ασθενών υπό ΑΚ έγινε σχεδιασμός μελέτης ασθενών-μαρτύρων, η οποία περιελάμβανε 204 μεταμοσχευμένοι ασθενείς που πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής που αντιστοιχίστηκαν με 102 ασθενείς υπό ΑΚ (με αναλογία 2:1) ως προς την ηλικία και το φύλο, με βάση τις αρχές του flexible matching. Για την αξιολόγηση της επίδρασης της μεθόδου και του χρόνου στο προφίλ της περιπατητικής ΑΠ στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος, τους ασθενείς με ΧΝΝ και τους ασθενείς υπό ΑΚ εφαρμόσθηκε το μοντέλο ANOVA επαναλαμβανόμενων μετρήσεων.
Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός της υπέρτασης σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες των ESC/ESH ήταν 88,3%, ενώ βάσει των τελευταίων κατευθυντήριων οδηγιών των ACC/AHA ήταν 92,7%. Ο επιπολασμός της υπέρτασης με βάση την περιπατητική καταγραφή της ΑΠ ήταν ακόμη υψηλότερος, με ποσοστά 94,1% και 98,5% για τα αντίστοιχα όρια. Τα ποσοστά ελέγχου μεταξύ των υπερτασικών ασθενών ήταν 69,6% και 43,7% σύμφωνα με τις μετρήσεις ιατρείου (ESC/ESH έναντι ACC/AHA αντίστοιχα) και 38,3% και 21,3% αντίστοιχα με βάση την περιπατητική καταγραφή της ΑΠ. Σε ό,τι αφορά τον επιπολασμό (κ-statistics=0.52, p<0.001 και 0.32, p<0.001) και τα ποσοστά ελέγχου της υπέρτασης (κ-statistics=0.21, p<0.001 και 0.22, p<0.001, αντίστοιχα) διαπιστώθηκε μέτρια ή αποδεκτή συμφωνία μεταξύ των δύο μεθόδων. Υπέρταση λευκής μπλούζας και συγκεκαλυμμένη υπέρταση παρατηρήθηκε σε 6.7% και 39.5% των ασθενών αντίστοιχα (ESC/ESH) και σε 5.9% και 31.7% των ασθενών αντίστοιχα (ACC/AHA). Η ΑΠ ιατρείου≥140/90 mmHg παρουσίαζε 35.3% ευαισθησία και 84.9% ειδικότητα για τη διάγνωση 24ωρης ΑΠ ≥130/80 mmHg. Η ΑΠ ιατρείου ≥130/80 mmHg παρουσίαζε 59.7% ευαισθησία και 73.9% ειδικότητα για τη διάγνωση 24ωρης ΑΠ≥125/75 mmHg. Η ανάλυση ROC επιβεβαίωσε αυτή την πτωχή διαγνωστική ικανότητα.
Στην ανάλυση των κεντρικών αιμοδυναμικών παραμέτρων, η πλειοψηφία των ληπτών νεφρικού μοσχεύματος κατατάσσονταν στον φαινότυπο I και με τις δύο βαθμονομήσεις (65,5% με τη βαθμονόμηση C1 και 59,4% με τη βαθμονόμηση C2), ενώ ακολουθούσε ο φαινότυπος IV με ποσοστά 26,9% και 27,4% αντίστοιχα. Επιπλέον, στο 7,6% του υπό μελέτη πληθυσμού σύμφωνα με τη βαθμονόμηση C1 και στο 13,2 % σύμφωνα με τη βαθμονόμηση C2, υπήρξε ασυμφωνία ως προς την κατάταξη σύμφωνα με την περιπατητική βραχιόνια και αορτική ΣΑΠ (φαινότυποι II και III). Σε ό,τι αφορά την περιφερική και κεντρική ΑΠ ιατρείου και την περιπατητική περιφερική και κεντρική ΑΠ, παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην περιφερική και κεντρική ΣΑΠ ιατρείου μεταξύ των φαινοτύπων και με τις δύο βαθμονομήσεις όπως αναμένονταν. Ενδιαφέρον εύρημα αποτελούσε η στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των φαινοτύπων ως προς την ΔΑΠ ιατρείου και περιπατητική ΔΑΠ και με τις δύο βαθμονομήσεις, ακόμα και έπειτα από στάθμιση ως προς την ηλικία και το φύλο. Η παρουσία αθηρωματικών πλακών δεν φάνηκε να σχετίζεται με τους διαφορετικούς φαινότυπους (p=0,584 και p=0,800 για τις βαθμονομήσεις C1 και C2 αντίστοιχα), ενώ οι ασθενείς που παρουσίαζαν τους φαινότυπους II και III εμφάνιζαν ενδιάμεσο κίνδυνο (μεταξύ του φαινότυπου I και του φαινότυπου IV) για παρουσία καρωτιδικής υπερτροφίας (p=0,011και p=0,011 σε πολυπαραγοντικό μοντέλο ανάλυσης γραμμικής παλινδρόμησης για τις βαθμονομήσεις C1 και C2 αντίστοιχα) και πρωτεϊνουρίας (p=0,019 για τη βαθμονόμηση C2). Επιπλέον, διαπιστώθηκε οριακά μη σημαντική συσχέτιση των φαινοτύπων με την c-f PWV με τη βαθμονόμηση C2, σε πολυπαραγοντικό μοντέλο ανάλυσης γραμμικής παλινδρόμησης (p=0,064) . Τέλος, τόσο η στατική όσο και η περιπατητική PWV δεν παρουσίαζαν συσχέτιση με την παρουσία αθηρωματικών πλακών (p=0,624 και p=0,229 αντίστοιχα), ωστόσο διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση της περιπατητικής PWV με το IMT (β=0,077, 95% CI: 0,026 έως 0,128, p=0,003), ακόμη και έπειτα από στάθμιση για την c-f PWV.
Μεταξύ ληπτών νεφρικού μοσχεύματος και ασθενών με ΧΝΝ δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στην 24ωρη-ΣΑΠ/ΔΑΠ (μεταμόσχευση:126.9±13.1/79.1±7.9 έναντι ΧΝΝ:128.1±11.2/77.9±8.1mmHg, p=0.522/0.293), καθώς και στη ΣΑΠ/ΔΑΠ την ημέρα και ΣΑΠ τη νύχτα. Η ΔΑΠ κατά τη νύχτα ήταν υψηλότερη στους μεταμοσχευμένους (μεταμόσχευση:76.5±8.8 έναντι ΧΝΝ:73.8±8.8mmHg,p=0.040). Σε ό,τι αφορά την περιπατητική ΣΑΠ/ΔΑΠ, η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων-ANOVA ανέδειξε στατιστικά σημαντική επίδραση του χρόνου (ΣΑΠ:F=[19,3002]=11.735,p<0.001,partial η2=0.069) αλλά όχι του status (μεταμόσχευση έναντι ΧΝΝ)(ΣΑΠ:F=[1,158]=0.668, p=0.415,partial η2=0.004). Οι δείκτες μεταβλητότητας της περιπατητικής ΣΑΠ/ΔΑΠ δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ μεταμοσχευμένων και ασθενών με ΧΝΝ, με εξαίρεση την SD της 24ωρης-ΔΑΠ, η οποία ήταν ηπίως υψηλότερη στους τελευταίους (μεταμόσχευση:10.2±2.2 έναντι ΧΝΝ:10.9±2.6mmHg, p=0.041). Δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο προφίλ εμβύθισης της ΑΠ μεταξύ των δύο ομάδων.
Οι λήπτες νεφρικού μοσχεύματος εμφάνιζαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ΣΑΠ και ΠΠ συγκριτικά με τους ασθενείς υπό ΑΚ (24ωρηΣΑΠ: μεταμόσχευση:126.5±12.1mmHg;ΑΚ:1ο24ωρο:132±18.1mmHg,p=0.006;2ο-24ωρο:134.3±17.7mmHg,p<0.001);δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στη ΔΑΠ, με εξαίρεση την περίοδο της νύχτας του 2ου-24ωρου. Η ανάλυση επαναλαμβανόμενων μετρήσεων-ANOVA για την περιπατητική ΣΑΠ ανέδειξε στατιστικά σημαντική επίδραση της μεθόδου και του χρόνου σε όλες τις περιόδους που μελετήθηκαν; η μεγαλύτερη διαφορά παρατηρήθηκε στο τέλος του 2ου-24ωρου (-13.9mmHg, 95%CI[-21.5,-6.2],p<0.001). Οι δείκτες μεταβλητότητας της περιπατητικής ΣΑΠ και ΔΑΠ ήταν σημαντικά χαμηλότεροι στους μεταμοσχευμένους συγκριτικά με τους αιμοκαθαιρόμενους σε όλες τις υπό μελέτη περιόδους(24ωρηΣΑΠ-ARV:μεταμόσχευση: 9.6±2.3mmHg;ΑΚ:1ο24ωρο:10.3±3.0mmHg,p=0.032;2ο24ωρο:11.5±3.0mmHg,p<0.001). Δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο προφίλ εμβύθισης της ΑΠ μεταξύ των δύο ομάδων.
Στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος, τα επίπεδα της ΣΑΠ/ΔΑΠ ιατρείου ήταν υψηλότερα στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά(130.3±16.3/77.3±9.4 έναντι 126.4±17.8/74.9±11.5mmHg;p=0.118/0.104), ενώ η ΣΑΠ/ΔΑΠ κατά την ημέρα ήταν σημαντικά υψηλότερες στους άνδρες(128.5±12.1/83.0±8.2 έναντι 124.6±11.9/80.3±9.3mmHg;p=0.032/p=0.044). Δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα ΑΠ κατά τη νύχτα. Ο επιπολασμός της υπέρτασης ήταν όμοιος με κριτήρια ΑΠ ιατρείου(93.4% έναντι 91.3%;p=0.589), ενώ ήταν υψηλότερος στους άνδρες με βάση την περιπατητική ΑΠ(100% έναντι 95.7%;p=0.014). Η ΑΠ ιατρείου δεν παρουσίαζε διαφορές(43.3% έναντι 44.4%,p=0.882), ενώ ο έλεγχος με βάση την 24ωρη καταγραφή ΑΠ ήταν σημαντικά χαμηλότερος στους άνδρες(16.9% έναντι 30.3%;p=0.029). Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στον επιπολασμό της υπέρτασης λευκής μπλούζας (5.1% έναντι 7.6%;p=0.493), ενώ η συγκεκαλυμμένη υπέρταση ήταν συχνότερη στους άνδρες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά(35.3% έναντι 24.2%;p=0.113). Σε ό,τι αφορά την τιμή της ΣΑΠ-SD του 24ώρου διαπιστώθηκαν μη σημαντικές διαφορές στις συγκρίσεις μεταξύ των δύο φύλων (άνδρες: 13,2 ± 3,4 mmHg, γυναίκες:13,8 ± 4 mmHg, p=0,368). Ομοίως, σε ό,τι αφορά τις τιμές ΣΑΠ-wSD και της ΣΑΠ-ARV, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των 2 ομάδων (ΣΑΠ-wSD: άνδρες: 12,3 ± 3,2 mmHg, γυναίκες: 12,9 ± 3,6 mmHg, p=0,287, ΣΑΠ-ARV: άνδρες 9,4 ± 2,2 mmHg, γυναίκες: 9,9 ± 2,5 mmHg, p=0,212). Σε ό,τι αφορά την τιμή της ΔΑΠ-SD του 24ώρου διαπιστώθηκαν μη σημαντικές διαφορές στις συγκρίσεις μεταξύ των δύο φύλων (άνδρες: 10,5 ± 2,3 mmHg, γυναίκες: 10,2 ± 2,2 mmHg, p=0,382). Ομοίως, σε ό,τι αφορά τις τιμές ΔΑΠ-wSD και της ΔΑΠ-ARV, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των 2 ομάδων (ΔΑΠ-wSD: άνδρες: 9,8 ± 2,2 mmHg, γυναίκες: 9,6 ± 2,1 mmHg, p=0,652, ΔΑΠ-ARV: άνδρες 7,6 ± 1,7 mmHg, γυναίκες: 7,7 ± 1,7 mmHg, p=0,661).
Συμπεράσματα: Η περιπατητική καταγραφή της ΑΠ αποκαλύπτει ιδιαίτερα υψηλό επιπολασμό και πτωχό έλεγχο της υπέρτασης στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος. Οι λήπτες νεφρικού μοσχεύματος συχνά ταξινομούνται λανθασμένα ως προς τον έλεγχο της ΑΠ με βάση τις μετρήσεις ιατρείου, κυρίως λόγω του υψηλού επιπολασμού συγκεκαλυμμένης υπέρτασης. Η διαγνωστική ικανότητα της ΑΠ ιατρείου να προβλέπει υψηλά επίπεδα περιπατητική ΑΠ είναι ιδιαιτέρως πτωχή. Τα ευρήματα αυτά προτείνουν ευρύτερη χρήση της ABPM στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος.
Η κατάταξη των ληπτών νεφρικού μοσχεύματος ανά φαινότυπο περιπατητικής ΣΑΠ με βάση τα πρόσφατα προτεινόμενα όρια για την 24ωρη περιπατητική αορτική ΣΑΠ, αποκαλύπτει επίσης ενδιάμεσους φαινότυπους σε ό,τι αφορά την αγγειακή βλάβη, όπως αυτή προσδιορίστηκε από το IMT, την παρουσία πρωτεϊνουρίας και την c-f PWV, ενώ δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση με την παρουσία αθηρωματικών πλακών. Επιπλέον, στην παρούσα μελέτη φάνηκε για πρώτη φορά ότι η 24ωρη αρτηριακή σκληρία σχετίζεται με το IMT και μάλιστα η συσχέτιση αυτή είναι ανεξάρτητη από την στατική αρτηριακή σκληρία. Τα ευρήματα αυτά προτείνουν ότι η εκτίμηση τόσο της περιπατητικής βραχιόνιας όσο και της αορτικής ΣΑΠ, καθώς και η περιπατητική PWV, θα μπορούσαν να επαναπροσδιορίσουν τη διαστρωμάτωση του καρδιαγγειακού κινδύνου στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος.
Τα επίπεδα της 24ωρης ΑΠ, οι τάσεις της περιπατητικής ΑΠ και οι δείκτες βραχυπρόθεσμης μεταβλητότητας της ΑΠ, δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ ληπτών νεφρικού μοσχεύματος και ασθενών με ΧΝΝ, ευρήματα που υποδηλώνουν ότι οι λήπτες νεφρικού μοσχεύματος έχουν παρόμοιο προφίλ περιπατητικής ΑΠ με τους ασθενείς με ΧΝΝ.
Τα επίπεδα της ΣΑΠ και της ΠΠ, καθώς και οι δείκτες μεταβλητότητας της ΑΠ, ήταν σημαντικά χαμηλότερα στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος συγκριτικά με τους ασθενείς υπό ΑΚ σε όλες τις περιόδους που μελετήθηκαν. Επιπλέον, η μέθοδος υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας επηρεάζει τα επίπεδα της περιπατητικής ΣΑΠ. Τα ευρήματα αυτά, σε αντίθεση με προηγούμενες παρατηρήσεις, υποδηλώνουν πιο ευνοϊκό προφίλ περιπατητικής ΑΠ στους λήπτες νεφρικού μοσχεύματος συγκριτικά με τους ασθενείς υπό ΑΚ.
Τέλος, τα επίπεδα της ΑΠ, ο επιπολασμός και ο έλεγχος της υπέρτασης δεν παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων με κριτήρια ΑΠ ιατρείου, ενώ διαφέρουν σημαντικά με κριτήρια περιπατητικής καταγραφής ΑΠ. Επιπλέον, οι δείκτες μεταβλητότητας της ΑΠ δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των δύο φύλων. Ο ανεπαρκέστερος έλεγχος της ΑΠ στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες πιθανά σχετίζεται με την καρδιαγγειακή και νεφρική έκβαση.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Αορτική πίεση, Αρτηριακή σκληρία, Περιπατητική καταγραφή αρτηριακής πίεσης, Συγκεκαλυμμένη υπέρταση, Λήπτες νεφρικού μοσχεύματος
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
395
Αριθμός σελίδων:
352
Korogiannou Maria PhD.pdf (5 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο