Ρομά και υγεία στην Ελλάδα: Χρήση και πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και αιματογενώς μεταδιδόμενα νοσήματα (Ιογενείς Ηπατίτιδες B, C και HIV Λοίμωξη)

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3246121 126 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2022-11-16
Έτος εκπόνησης:
2022
Συγγραφέας:
Πετράκη Ιωάννα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Βασιλική-Αναστασία Σύψα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ (επιβλέπουσα)
Γιώτα Τουλούμη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Χαράλαμπος Οικονόμου, Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημήτρης Παρασκευής, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μανόλης Τζανάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Νίκος Πανταζής, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Ρομά και υγεία στην Ελλάδα: Χρήση και πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και αιματογενώς μεταδιδόμενα νοσήματα (Ιογενείς Ηπατίτιδες B, C και HIV Λοίμωξη)
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Ρομά και υγεία στην Ελλάδα: Χρήση και πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και αιματογενώς μεταδιδόμενα νοσήματα (Ιογενείς Ηπατίτιδες B, C και HIV Λοίμωξη)
Περίληψη:
ΥΠΟΒΑΘΡΟ: Οι συστηματικές διακρίσεις στις οποίες υπόκεινται οι Ρομά διαχρονικά, έχουν επιδράσει σημαντικά στην κατάσταση της υγείας τους, η οποία βρίσκεται σε πολύ δυσμενέστερη θέση συγκριτικά με αυτή των μη-Ρομά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Σημαντικό τμήμα της νοσηρότητας των Ρομά αποτελούν τα λοιμώδη νοσήματα. Εξ αυτών, τα αιματογενώς και σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, ειδικότερα οι ηπατίτιδες B (HBV) και C (HCV) και η HIV λοίμωξη, επιβαρύνουν ιδιαίτερα τη δημόσια υγεία. Η έλλειψη έγκυρων δεδομένων σχετικά με τον επιπολασμό των λοιμωδών νοσημάτων αναγνωρίζεται διεθνώς ως σημαντικός φραγμός στην ανάπτυξη αποτελεσματικών προγραμμάτων πρόληψης και ελέγχου της εξάπλωσής τους.
ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της διατριβής, η οποία αφορά στον ενήλικο πληθυσμό των Ρομά που διαμένουν σε οικισμούς στην Ελλάδα, είναι η εκτίμηση:
1. των συνθηκών διαβίωσης και των παραγόντων που επηρεάζουν την κατάσταση της υγείας τους
2. σχετικά με τις ιογενείς HBV και HCV και την HIV λοίμωξη:
α. του καταρράκτη θεραπείας,
β. του ποσοστού εμβολιαστικής κάλυψης έναντι της HBV,
γ. των γνώσεων και των στάσεων σε σχέση με τα παραπάνω νοσήματα και η αξιολόγηση σχετικών δράσεων ευαισθητοποίησης,
3. της αυτοαξιολόγησης της υγείας τους και των αυτοαναφερόμενων διαγνωσμένων χρόνιων νοσημάτων τους και
4. της χρήσης υπηρεσιών υγείας και των πιθανών φραγμών στην πρόσβαση σε αυτές στην Ελλάδα.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Τα δεδομένα προέρχονται από την Πανελλαδική Έρευνα Υγείας Hprolipsis, η οποία συνέλεξε δεδομένα για τους Ρομά που διαμένουν σε κοινότητες από τον Δεκέμβριο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2016 και το δείγμα βασίστηκε σε τυχαία δειγματοληψία ποσοστώσεων με πληθυσμό-στόχο περίπου 500 ενήλικες. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από τέσσερις περιφέρειες της Ελλάδας, στην καθεμία από τις οποίες επιλέχθηκαν οικισμοί Ρομά,
αντιπροσωπευτικοί τριών τύπων οικισμών: α. Τύπου 1 (σπίτια), β. Τύπου 2 (σπίτια και παράγκες/μικτός) και γ. Τύπου 3 (παράγκες). Όλοι οι ενήλικες Ρομά κλήθηκαν να συμμετάσχουν στη μελέτη, διατηρώντας την επιθυμητή και προκαθορισμένη κατανομή ανά φύλο και ηλικία. Έπειτα από σχετική ενημέρωση και έντυπη συγκατάθεση, συμπληρώθηκε ερωτηματολόγιο και έγινε αιμοληψία για έλεγχο ορολογικών δεικτών HBV και HCV και την HIV λοίμωξη. Για τη στατιστική ανάλυση, εκτός των περιγραφικών στατιστικών, χρησιμοποιήθηκαν μοντέλα πολλαπλής λογαριθμιστικής ή διαβαθμισμένης λογαριθμιστικής εξάρτησης ή μοντέλα μικτών επιδράσεων ανάλογα με τη φύση της μεταβλητής απόκρισης.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 534 Ρομά (287 γυναίκες και 247 άνδρες), με διάμεση ηλικία τα (ενδοτεταρτομοριακό εύρος) 35 (25, 48) έτη. Περισσότεροι από τους μισούς (50,7%) δεν είχαν πάει ποτέ στο σχολείο, λιγότεροι από 30% εργάζονταν μόνιμα ή προσωρινά και μόλις 35,8% δήλωσαν ότι δεν είχαν ποτέ θέμα διατροφικής ανασφάλειας. Μόνο το 4,1% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι διαθέτουν στο νοικοκυριό τους και τις τέσσερις βασικές οικιακές εγκαταστάσεις (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση και τουαλέτα μέσα στο σπίτι). Ο επιπολασμός της HBV εκτιμήθηκε σε 7,5% με 95% ΔΕ (5,50-10,07), και αναφορικά με τον καταρράκτη θεραπείας για την HBV, από τους 39 συμμετέχοντες με HBsAg(+), 9 (23,1%) δήλωσαν ότι είχαν διαγνωστεί κατά το παρελθόν και 2 (5,1%) ότι είχαν ακολουθήσει κάποια θεραπεία. Ο επιπολασμός των anti-HCV στους άνδρες (καμία γυναίκα δε βρέθηκε θετική) εκτιμήθηκε σε 2,9% με 95% ΔΕ (1,40-5,90). Αναφορικά με τον καταρράκτη θεραπείας της HCV, εκ των 7 συμμετεχόντων με anti-HCV(+), 1 (14,3%) δήλωσε ότι είχε ήδη διαγνωστεί και ακολουθήσει κάποια θεραπεία. Κανένας από τους συμμετέχοντες δε βρέθηκε θετικός στον ιό του HIV.
Το 26% των συμμετεχόντων απάντησαν «Δεν ξέρω» στις ερωτήσεις γνώσεων για την HΒV, την HCV και την HIV λοίμωξη και περίπου 40% είχαν χαμηλό γενικό επίπεδο γνώσεων. Κατά προσέγγιση 50% δήλωσαν ότι είχαν τρύπημα/τατουάζ, 80% ότι δε χρησιμοποιούσαν προφυλακτικά όταν συνευρίσκονταν με την/τον σύντροφό τους και ότι δεν είχαν κάνει ποτέ εξέταση για τα εν λόγω νοσήματα και 5% ότι είχαν διαγνωστεί στο παρελθόν με Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενο Νόσημα (ΣΜΝ). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αξιολόγησης των δράσεων ευαισθητοποίησης από υποσύνολο των συμμετεχόντων (Ν=94), το υψηλό γενικό επίπεδο γνώσεων αυξήθηκε από 7,9% σε 42,6% και για τα τρία νοσήματα συνολικά.
Περίπου το 62% των συμμετεχόντων απάντησαν ότι είχαν καλή/πολύ καλή υγεία, το 26% ότι είχαν μέτρια και το 12% ότι είχαν κακή/πολύ κακή. Κατά προσέγγιση, οι μισοί από τους συμμετέχοντες συνολικά και το 29% εκείνων με καλή/πολύ καλή αυτοαξιολόγηση υγείας ανέφεραν ότι είχαν τουλάχιστον ένα χρόνιο νόσημα. Η υψηλή αρτηριακή πίεση (15,7%), η υψηλή χοληστερόλη (11,8%), η κατάθλιψη (10,1%) και τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (9,2%), ήταν τα συχνότερα αυτοαναφερόμενα ως διαγνωσμένα χρόνια νοσήματα.
Τον τελευταίο χρόνο, περίπου 65% των συμμετεχόντων είχαν επισκεφτεί γιατρό και 10% χρειάστηκε να νοσηλευτούν. Κατά προσέγγιση 50% των συμμετεχόντων ήταν ανασφάλιστοι και 37% χρειάστηκαν πρόσβαση στο σύστημα υγείας αλλά δεν είχαν. Το οικονομικό κόστος (74,4%) και η απόσταση από τη δομή υγείας/απουσία μεταφορικού μέσου (18,6%) ήταν οι δύο συχνότερα αναφερόμενες αιτίες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα από την πολυπαραγοντική ανάλυση, πλήθος δημογραφικών και κοινωνικο-οικονομικών μεταβλητών που συγκαταλέγονται στους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας φάνηκε να σχετίζονται σημαντικά με τους παραπάνω δείκτες υγείας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: Τα δεδομένα που προκύπτουν από τη μελέτη Hprolipsis μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στον αρτιότερο σχεδιασμό πολιτικών δημόσιας υγείας για τους Ρομά που διαμένουν σε οικισμούς στην Ελλάδα και παράλληλα να αποτελέσουν τη βάση για την παρακολούθηση της κατάστασης και την αξιολόγηση των προγραμμάτων που εφαρμόζονται. Η χρήση του εννοιολογικού πλαισίου δράσης για τους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας και οι προσεγγίσεις που στηρίζονται στην άμεση εμπλοκή των κοινοτήτων Ρομά, οφείλουν να αποτελέσουν κεντρικούς πυλώνες των μελλοντικών πολιτικών υγείας και των προγραμμάτων που θα σχεδιαστούν για την εν λόγω ομάδα.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Ρομά, HBV, HCV, HIV, Αυτοαναφορά κατάστασης υγείας, Πρόσβαση στο σύστημα υγείας
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
436
Αριθμός σελίδων:
413
Ioanna_Petraki_PhD.pdf (3 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο