Μελέτη της πλειοτροπικής δράσης της αντιπηκτικής αγωγής σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3251442 81 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2022-11-28
Έτος εκπόνησης:
2022
Συγγραφέας:
Βαγιωνάς Δημήτριος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Αναστασία Κοτανίδου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Χριστίνα Ρούτση, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αντωνία Κουτσούκου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Μαριάννα Πολίτου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ιωάννης Βασιλειάδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Νικολέττα Ροβίνα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ελένη Μάγειρα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη της πλειοτροπικής δράσης της αντιπηκτικής αγωγής σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς
Γλώσσες διατριβής:
Αγγλικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη της πλειοτροπικής δράσης της αντιπηκτικής αγωγής σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς
Περίληψη:
Υπόβαθρο: Παρά την πρόοδο στα πρωτόκολλα μηχανικού αερισμού, ενυδάτωσης και στην αντιβιοτική αγωγή, τα ποσοστά επιβίωσης στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας παραμένουν απαράδεκτα χαμηλά. Η σήψη παραμένει ένα μείζον αίτιο υψηλής θνητότητας μεταξύ των βαρέως πασχόντων ασθενών. Η βασική παθοφυσιολογία της σήψης χαρακτηρίζεται από αλληλεπίδραση μεταξύ πηκτικότητας και φλεγμονής. Οπότε, παράγοντες που μετριάζουν και τα δύο πιθανόν να βελτιώνουν τα αποτελέσματα. Η ηπαρίνη είναι ένας τέτοιος παράγοντας, αφού, πέρα από την ευρύτατα γνωστή αντιπηκτική της ιδιότητα, επίσης ασκεί ανοσοτροποποιητική δράση και προστατεύει το γλυκοκάλυκα. Για την ακρίβεια, το εύρος της πλειοτροπικής δράσης των ηπαρινών είναι τόσο εκτεταμένο, που ο χαρακτηρισμός τους αποκλειστικά ως αντιπηκτικά είναι υποτίμηση, καθώς κατέχουν ιστο-προστατευτικές, νευρο-προστατευτικές, νεφρο-προστατευτικές, καρδιο-προσταευτικές ιδιότητες και επιπλέον ασκούν αντι-καρκινική, αντι-μεταστατική, αντι-αθηρωτική και τέλος, αντι-φλεγμονώδη και anti-hepcidin δράση. Η ισχυρή anti-hepcidin ιδιότητα της ηπαρίνης είναι ένα αντικείμενο μελέτης το οποίο μόλις πρόσφατα έχει ερευνηθεί κατά την τελευταία δεκαετία, μολονότι όχι επαρκώς σε ανθρώπους, πόσο δε μάλλον σε βαρέως πάσχοντες. Η hepcidin είναι ο βασικός ρυθμιστής της ομοιόστασης του σιδήρου. Οι τρεις κύριες πηγές διαθεσιμότητας σιδήρου είναι η διαιτητική πρόσληψη, η ανακύκλωση ερυθροκυττάρων και οι σωματικές αποθήκες σιδήρου και παρότι ο σίδηρος είναι ουσιώδης για τη ζωή, είναι επίσης δυνητικά τοξικός. Η περίσσεια της hepcidin οδηγεί σε μείωση των επιπέδων σιδήρου, όπως παρατηρείται στη Σιδηροπενική Αναιμία την Ανθεκτικη στη Θεραπεία με Σίδηρο (IRIDA), καθώς και στην Αναιμία της Φλεγμονής (ή Αναιμία της Χρόνιας Νόσου), κοινές σε έναν αξιοσημείωτο αριθμό εκφυλιστικών νόσων. H anti-hepcidin δράση της ηπαρίνης φαίνεται να εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό από ένα υψηλό μοριακό βάρος. Υποθέσαμε λοιπόν ότι η μη – κλασματοποιημένη ηπαρίνη, με το μεγάλο μοριακό της βάρος, θα μείωνε αποτελεσματικά την έκφραση της hepcidin μεταξύ των βαρέως πασχόντων ασθενών. Από όσο γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που διεξήχθη σε ανθρώπους.
Σκοπός: Να διευκρινιστεί αν η μη – κλασματοποιημένη ηπαρίνη επιφέρει μείωση των επιπέδων της hepcidin στους βαρέως πάσχοντες ασθενείς.
Σχεδιασμός: Προοπτική, μη – επεμβατική μελέτη παρατήρησης, διεξαχθείσα κατά την περίοδο του Οκτωβρίου 2017 μέχρι Δεκέμβριο 2019.
Περιβάλλον: Μονάδα Εντατικής Θεραπείας 10 κλινών της Α’ Πανεπιστημιακής Πνευμονολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Νοσημάτων Θώρακος «Η Σωτηρία».
Συμμετέχοντες: 22 βαρέως πάσχοντες ασθενείς, εκ των οποίων οι 16 ήταν σηπτικοί. Κριτήρια εκλογής ήταν νοσηλεία διάρκειας τουλάχιστον πέντε ημερών και χορήγηση μη – κλασματοποιημένης ηπαρίνης, χορηγηθείσας μόνο κατά την κρίση του θεράποντος ιατρού για οποιονδήποτε λόγο.
Έκθεση: Χορήγηση μη – κλασματοποιημένης ηπαρίνης στην 1η, 2η και 5η ημέρα νοσηλείας.
Κύριο Αποτέλεσμα και Μετρήσεις: Τα μέσα επίπεδα της hepcidin ήταν σημαντικά μειωμένα σε σχέση με τα επίπεδα πριν την έναρξη θεραπείας έπειτα ήδη από την 1η ημέρα χορήγησης ηπαρίνης (p=0.003).
Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των ασθενών (SD) ήταν 72.6 (9,6) έτη και το BMI ήταν 30,1 (6,7) kg/m². Η μέση διάρκεια νοσηλείας στη ΜΕΘ ήταν 13 (5,8 – 26,8) ημέρες (διατερταμοριακό εύρος). Η θνητότητα εντός της ΜΕΘ ήταν 27,3% (95% confidence interval 17,1 – 47,5) και το μέσο APACHE II σκορ κατά την εισαγωγή ήταν 24,5 (9,8). Η ηπαρίνη επέδειξε μια ισχυρή ανεξάρτητη αρνητική συσχέτιση με τη hepcidin (p<0,001). Μια εκτιμώμενη μείωση των επιπέδων της hepcidin κατά 375 έως 539 pg/ml αναμένεται για κάθε 1000 IU αύξηση στη δόση της χορηγούμενης ηπαρίνης. Ένα επιπρόσθετο εύρημα ήταν η ανεξάρτητη θετική συσχέτιση της κρεατινίνης με τη hepcidin (μια εκτιμώμενη αύξηση των επιπέδων της hepcidin κατά 3645 έως 4783 pg/ml αναμένεται για κάθε αύξηση των επιπέδων κρεατινίνης κατά 1 mg/dl).
Συμπεράσματα και Σχετικότητα: Η αντι – hepcidin ιδίοτητα των ηπαρινών, η οποία έχει δείξει ότι συναρτάται με το μοριακό τους βάρος, επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά σε ένα δείγμα ασθενών αποτελούμενο αποκλειστικά από ανθρώπους. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε μελλοντικές θεραπευτικές μεθόδους τύπων αναιμίας που χαρακτηρίζονται από περίσσεια hepcidin, κοινές μεταξύ των βαρέως πασχόντων.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Ηπαρίνη, Ανοσοθρόμβωση, Σήψη, Hepcidin, Βαρέως πάσχοντες
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
467
Αριθμός σελίδων:
164
Vagionas Dimitrios PhD.pdf (1 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο