Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Βαλαβάνης Παναγιώτης, Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή
Παλαιοκρασσά Λυδία, Ομότιμη Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή
Πέππα-Παπαϊωάννου Ειρήνη, Ομότιμη Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή
Κατάκης Στυλιανός, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή
Ψωμά Σελήνη, Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή
Ανεζίρη Σοφία, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή
Μπαρτζώκα Αλεξάνδρα, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Περίληψη:
Η παρούσα διατριβή εξετάζει τη θρησκευτική δραστηριότητα στα Βουλευτήρια των αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών, σε έναν τοπικό ορίζοντα που περιλαμβάνει την κυρίως Ελλάδα και τη Μ. Ασία, από τους αρχαϊκούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους. Στοιχεία, όπως τα επίθετα των λατρευομένων θεών και το ιδιαίτερο τυπικό των ιεροπραξιών, που μαρτυρούνται από τις πηγές και τα υλικά κατάλοιπα των Βουλευτηρίων και του περιβάλλοντος χώρου τους, χρησιμοποιούνται για τη διευκρίνιση του χαρακτήρα των λατρειών αλλά και για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων σχετικά με τη φύση της θρησκευτικής δραστηριότητας στα Βουλευτήρια. Παράλληλα διερευνάται η εξέλιξη της δραστηριότητας αυτής μέσα στους αιώνες, είτε πρόκειται για συγκροτημένες λατρείες είτε πρόκειται για μεμονωμένες λατρευτικές πράξεις που συνοδεύουν την πολιτική δραστηριότητα εντός των ιδρυμάτων, ενώ επισημαίνονται και παράγοντες που συντελούν στην εξέλιξη αυτή. Τέλος, και όπου αυτό είναι εφικτό, επιχειρείται να αποσαφηνισθεί η σχέση της θρησκευτικής δραστηριότητας που διαπιστώνεται στα Βουλευτήρια, με τη γενικότερη θρησκευτική δραστηριότητα στις Αγορές και να εξαχθούν συμπεράσματα για το συγκεκριμένο χαρακτήρα των λατρειών, που απαντώνται στα πολιτικά και διοικητικά κέντρα των πόλεων. Στόχος είναι να διευκρινιστεί η ιδιαίτερη διασύνδεση μεταξύ επίσημης θρησκείας, διοίκησης και πολιτικής, όπως αυτή καταδεικνύεται από τη λειτουργία των Βουλευτηρίων, μέσα στα οριζόμενα τοπικά και χρονικά πλαίσια, και να ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων των φορέων αυτών στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο.
Η διάρθρωση της εργασίας ακολουθεί ένα βασικό τετραμερές σχήμα και η παράθεση του εξεταζόμενου υλικού γίνεται κατά χρονολογική σειρά. Στην πρώτη ενότητα αναλύεται η θρησκευτική δραστηριότητα που εντοπίζεται σε Βουλευτήρια αρχαϊκών και κλασικών πόλεων, ενώ στη δεύτερη αυτή που ανιχνεύεται σε Βουλευτήρια ελληνιστικών πόλεων. Το εξεταζόμενο σε κάθε ενότητα υλικό κατανέμεται δε σε τρία βασικά κεφάλαια, που παρουσιάζουν: 1) τη θρησκευτική δραστηριότητα σε Βουλευτήρια που έχουν εντοπιστεί, 2) τη θρησκευτική δραστηριότητα σε Βουλευτήρια γνωστά από τις πηγές και 3) τις αμφισβητούμενες περιπτώσεις (Dubia). Στην τρίτη ενότητα αναλύονται συνολικά οι λατρείες και οι ιεροπραξίες που συνδέονται με τα ιδρύματα από τους αρχαϊκούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους, στην τέταρτη ενότητα, τέλος, παρατίθενται τα πορίσματα της έρευνας και γίνεται μια γενική και συνοπτική σύγκριση των λατρειών που απαντώνται στα Βουλευτήρια, με αυτές που διαπιστώνονται στις Αγορές των πόλεων-κρατών.
Εν κατακλείδι συμπεραίνεται ο αναμενόμενος συσχετισμός των ιδρυμάτων με τη λατρεία της Εστίας, που φέρει συνήθως το προσωνύμιο Βουλαία, δεδομένης και της προέλευσής τους από τα πρόδρομα εκείνα κτήρια των πρώιμων ιστορικών χρόνων (Βασίλεια/Πρυτανεία), που αποτελούσαν τα θρησκευτικά και πολιτικά κέντρα των φυλετικών και των πόλεων-κρατών, γύρω από την κοινή εστία των οποίων συνεδρίαζε αρχικά το συμβούλιο των γερόντων και μετέπειτα η Βουλή, μετά την τέλεση θυσιών και σπονδών. Καταδεικνύεται, επίσης, η σύνδεση των Βουλευτηρίων και με άλλες θεότητες, οι ιδιότητες των οποίων συνάδουν με τις αρμοδιότητες της Βουλής, κυρίως το Δία Βουλαίο, ή Ευβουλέα, αλλά και την Αθηνά Βουλαία και το Δία Όρκιο, ο συσχετισμός τους με λατρείες του Απόλλωνος, ως κατεξοχήν θεού-συμβούλου, αλλά και με κυρίαρχες ή σημαντικές λατρείες των πόλεων για μια ποικιλία αιτίων, η σύνδεσή τους με τη λατρεία των ηρώων, τη λατρεία προσωποποιημένων εννοιών και τη λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων. Οι ιεροπραξίες που συνδέονται με τα Βουλευτήρια, είναι δε κυρίως θυσίες, σπονδές, προσευχές και ορκωμοσίες, συνοδεία θυσίας ή μη, με την προσφορά απαρχών και θυμιάματος, τη στεφάνωση και το στολισμό λατρευτικών αγαλμάτων να προστίθενται κατά την ελληνιστική περίοδο. Λαμβάνουν χώρα κατά την αρχή του έτους ή την έναρξη της θητείας της Βουλής, πριν από τις τακτικές συνεδριάσεις του πολιτικού οργάνου ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους διαπιστώνεται αύξηση και εμπλουτισμός των σχετικών με τα ιδρύματα λατρειών και ιεροπραξιών αλλά και μια ενίσχυση της σημασίας των Βουλευτηρίων, που εξελίσσονται σε κτήρια-σύμβολα των πόλεων κρατών, στο εσωτερικό των οποίων πραγματοποιείται μια ποικιλία θρησκευτικών τελετουργιών, που δεν σχετίζονται απαραίτητα με τη δραστηριότητα της Βουλής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα Βουλευτήρια, πέραν από κορυφαία πολιτικά ιδρύματα, ανάγονται σε σημαντικά κέντρα της επίσημης θρησκείας των πόλεων, αποκτώντας το διττό πολιτικό-θρησκευτικό χαρακτήρα που αποτελεί έως τότε ίδιον των Πρυτανείων, τα οποία και ανταγωνίζονται ως προς το συμβολικό για τις πολιτικές κοινότητες ρόλο τους. Σε πόλεις, μάλιστα, όπως η Πριήνη, η Κύμη και η Πέργαμος των ύστερων ελληνιστικών χρόνων, η εξέταση της σχετικής με τα ιδρύματα θρησκευτικής δραστηριότητας υποδεικνύει το ιδιαίτερο κύρος που αποκτά η ακόμα δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή, προαναγγέλλοντας αλλαγές που ολοκληρώνονται κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, με την ολιγαρχοποίηση του πολιτικού οργάνου.
Οι λατρείες που επιχωριάζουν στα Βουλευτήρια, αντιστοιχούν εν πολλοίς σε αυτές που απαντώνται γενικότερα στις Αγορές, στο εσωτερικό ή τις παρυφές των οποίων και τα ίδια εντάσσονται, ενώ και ο ιδιαίτερος συμβολικός, για τις πόλεις, χαρακτήρας που τα ιδρύματα έχουν, κυρίως κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, αναλογεί στην αντίστοιχη λειτουργία που οι Αγορές συνολικά παρουσιάζουν, τουλάχιστον από τους αρχαϊκούς χρόνους, καθώς σταδιακά συγκεντρώνουν όλες τις βασικές δραστηριότητες των πόλεων, εάν όχι ήδη από την πρώτη διαμόρφωσή τους. Σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις η θρησκεία αποτελεί το μέσο, με το οποίο οι πολιτικές κοινότητες επιζητούν να εξασφαλίσουν την ευημερία τους, να συσφίξουν τις σχέσεις των μελών τους αλλά και να αποκρυσταλλώσουν την ίδια τους την ταυτότητα, συνιστώντας επιπλέον τον φορέα μηνυμάτων που οι ίδιες θέλουν να προβάλλουν προς το εξωτερικό ή το εσωτερικό τους.