Βιοχημικός έλεγχος μυοσκελετικής λειτουργικότητας σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Συσχέτιση με σωματική δραστηριότητα

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3330503 66 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2023-06-02
Έτος εκπόνησης:
2023
Συγγραφέας:
Ευσταθίου Ανδρέας
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Γεώργιος Καπαρός ,Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ– Επιβλέπων
Ειρήνη Λαμπρινουδάκη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Σταυρούλα Μπάκα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Μακάριος Ελευθεριάδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κωνσταντίνος Πανουλής, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Θεόδωρος Καλαμποκάς, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ευστάθιος Χρονόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Βιοχημικός έλεγχος μυοσκελετικής λειτουργικότητας σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Συσχέτιση με σωματική δραστηριότητα
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Βιοχημικός έλεγχος μυοσκελετικής λειτουργικότητας σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Συσχέτιση με σωματική δραστηριότητα
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η εμμηνοπαυσιακή μετάβαση έχει συσχετιστεί με αλλαγή της σύστασης
του σώματος, απώλεια μυϊκής μάζας και συσσώρευση καρδιομεταβολικών
παραγόντων κινδύνου. Το επιβαρυμένο καρδιαγγειακό προφίλ φαίνεται να αυξάνει
τον κίνδυνο μεταβολικού συνδρόμου και ενδεχομένως οδηγεί στη εκδήλωση μη
αλκοολικής λιπώδης νόσου του ήπατος (NAFLD), αλλά και στη μείωση της δύναμης
λαβής χεριού (HGS) έως και σαρκοπενία. Μη επεμβατικοί δείκτες έχουν αποδειχτεί
χρήσιμοι στην αξιολόγηση της σαρκοπενίας, της σύστασης του σώματος αλλά και της
έκτασης NAFLD. Παράλληλα, συσχετίσεις έχουν περιγραφεί ανάμεσα στο μυικό και
λιπώδη ιστό με τη λειτουργικότητα των αγγείων, σχέση που φαίνεται να ορίζεται από
τη δράση μορίων όπως οι μυοκίνες. Στόχος αυτής της μελέτης ήταν να
αξιολογήσουμε την πιθανή συσχέτιση ανάμεσα στο καρδιομεταβολικό προφίλ και
βαθμολογίας Fib-4 και των NFS και HGS, με δείκτες σύστασης του σώματος και
εκτίμησης της μυϊκής ισχύος σε δείγμα μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Επίσης
προσπαθήσαμε να αξιολογήσουμε τη σχέση ανάμεσα στα επίπεδα μυοκίνης και την
έκταση της αρτηριακής σκληρίας.
Μέθοδοι:Διενεργήθηκε μια συγχρονική μελέτη αξιολόγησε 122
μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Ελήφθησαν δείγματα αίματος νηστείας
ορμονολογική/βιοχημική ανάλυση, και μέτρηση των επιπέδων ιρισίνης.
Υπολογίστηκαν οι βαθμολογίες Fibrosis-4 score (Fib-4) και η βαθμολογία ίνωσης
NAFLD (NFS), με στόχο τον αποκλεισμό προχωρημένης ίνωσης. Μετρήσαμε τις
τιμές HGS και ορίσαμε τη δυναπενία ως HGS < 16 kg. Επίσης, η πιθανή παρουσία
σαρκοπενίας εκτιμήθηκε με τη χρήση μη επεμβατικών μεθόδων όπως η περιφέρεια
μέσου βραχίονα (MUAC) και η περιφέρεια των μυών του μέσου βραχίονα (MAMC).
Υπερηχογραφική αξιολόγηση έλαβε χώρα αμέσως μετά για την εκτίμηση της
ταχύτητας σφυγμικού κύματος των καρωτίδων-μηριαίων αρτηριών.
Αποτελέσματα: Η μονομεταβλητή ανάλυση έδειξε ότι οι τιμές βαθμολογίας Fib-4
συσχετίστηκαν με τις τιμές HGS (r = -0,213, p = 0,034) και της παρουσία δυναπενία
(r = 0,232, p = 0,020). Το NFS συσχετίζεται επίσης με το HGS (r = -0,247, p = 0,015)
και τη δυναπενία (r = 0,219, p = 0,032). Και οι δύο βαθμολογίες συσχετίστηκαν με
την ηλικία, τον χρόνο έναρξης της εμμηνόπαυσης, τον δείκτη μάζας σώματος και τα
λιπίδια του αίματος. Επιπρόσθετα, οι τιμές ιρισίνης συσχετίστηκαν με ΜΑMC (r =
0,284, p = 0,016), MUAC (r = 0,382, p = 0,001), TSF (r = 0,238, p = 0,045).
Παράλληλα, οι τιμές PWV συσχετίστηκαν με τις τιμές MUAC (r = -0.233, p = 0.036).
Οι γυναίκες με τιμές ιρισίνης πάνω από το όριο αποκοπής (διάμεσος τιμή 18.4 ng/dL)
είχαν χαμηλότερα επίπεδα ανδρογόνων (p = 0,002) σε σύγκριση με γυναίκες με
χαμηλότερα επίπεδα ιρισίνης. Οι γυναίκες με δυναπενία έναντι εκείνων με
φυσιολογική μυϊκή ισχύ είχαν υψηλότερες τιμές Fib-4 (1,34±0,6 έναντι 1,1±0,37, p =
0,016 ANOVA). Η πολυμεταβλητή ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι οι τιμές Fib-4
συσχετίστηκαν γραμμικά με τη δυναπένια (συντελεστής β = 0,230, τιμή p=0,022). Τα
μοντέλα λογιστικής ανάλυσης έδειξαν ότι η δυναπενία συσχετίστηκε με μια αύξηση
στις τιμές Fib-4 (λόγος πιθανοτήτων = 5,580, p = 0,010). Επιπλέον πολυπαραγοντική
ανάλυση έδειξε ότι οι τιμέςε MAMC συσχετίστηκαν με PWV (b-coefficient =-0.450,
p = 0.039), ανεξάρτητα από τις τιμές ιρισίνης. Οι τιμές TSF συσχετίστηκαν με τα
επίπεδα ιρισίνης (b-coefficient = 0,534, p = 0,020), ανεξάρτητα από τα επίπεδα PWV.
Οι τιμές MUAC συσχετίστηκαν με την ιρισίνη (b-coefficient = 0,437, p-value =
0,030) σε ένα μοντέλο που επίπσης περιλάμβανε PWV. Όλα τα μοντέλα
προσαρμόστηκαν για την ηλικία και τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.
Συμπέρασμα: Οι μετρήσεις βαθμολογίας Fib-4 συνδέονται με τις μετρήσεις
δυναπενίας και HGS, κάιτ που δεν παρατηρείται για τις μετρήσεις βαθμολογίας NFS
σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Δείκτες μυικής ισχύος σχετίζονται τόσο με PWV
όσο και με τα επίπεδα ιρισίνης. Τέλος, γυναίκες με υψηλότερα επίπεδα ιρισίνης έχουν
χαμηλότερα επίπεδα ανδρογόνων. Απαιτούνται περαιτέρω διαχρονικές μελέτες για να
επιβεβαιωθεί η σημασία των ευρημάτων μας.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Εμμηνόπαυση, Βαθμολογία ίνωσης -4, Βαθμολογία ίνωσης μη αλκοολική λιπώδους διήθησης του ήπατος, Ίνωση, Δύναμη λαβής χειρός, Δυναπενία.
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
397
Αριθμός σελίδων:
201
Efstathiou_Andreas_PhD.pdf (3 MB) Άνοιγμα σε νέο παράθυρο