Συσχέτιση ενδοκρινικών διαταρακτών και ακρυλαμιδίου του αμνιακού υγρού με την ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3382673 60 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-01-05
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Λούκας Νικόλαος
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Γεώργιος Μαστοράκος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Νικόλαος Βλάχος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πέτρος Δρακάκης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Γεώργιος Δασκαλάκης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Νικόλαος Βραχνής, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ (Επιβλέπων)
Ζωή Ηλιοδρομίτη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Σοφοκλής Σταύρος, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Συσχέτιση ενδοκρινικών διαταρακτών και ακρυλαμιδίου του αμνιακού υγρού με την ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Συσχέτιση ενδοκρινικών διαταρακτών και ακρυλαμιδίου του αμνιακού υγρού με την ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου
Περίληψη:
Η ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου αποτελεί συνισταμένη γενετικού δυναμικού και περιβαλλοντικών επιδράσεων. Διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στη βραχυπρόθεσμη όσο και στη μακροπρόθεσμη υγεία του νεογνού, καθώς μικρά και μεγάλα για την ηλικία κύησης νεογνά παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης περιγενητικών και μακροπρόθεσμων επιπλοκών για το έμβρυο. Η διατροφή, τα προϊόντα που χρησιμοποιεί η μητέρα και το ευρύτερο περιβάλλον της, επιδρούν σημαντικά στο περιγεννητικό αποτέλεσμα. Ουσίες τις οποίες καταναλώνει και στις οποίες εκτίθεται η μητέρα, όπως οι ενδοκρινικοί διαταράκτες και το ακρυλαμίδιο, και οι οποίες διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εμβρύου κι έχουν συσχετισθεί με διαταραχές ανάπτυξης.

Η Δισφαινόλη α (BPA) αποτελεί έναν από τους πιο ευρέως διαδεδομένους ενδοκρινικούς διαταράκτες, ουσίες δηλαδή οι οποίες μπορούν να μεταβάλλουν τη φυσιολογική ομοιόσταση των ορμονών, επηρεάζοντας τη δράση, την έκκριση, τη βιοσύνθεση, τη μεταφορά και το μεταβολισμό τους. Οι άνθρωποι μπορεί να εκτεθούν με διάφορους τρόπους, όπως μέσω καταναλωτικών προϊόντων, του περιβάλλοντος και της διατροφής. Η δισφαινόλη α διαθέτει οιστρογονομιμητικές ιδιότητες και ασκεί επιγενετικές και γονοτοξικές επιδράσεις. Το ακρυλαμίδιο είναι μια χημική ουσία που προσλαμβάνεται κυρίως μέσω φαγητών όπως τηγανιτές πατάτες, πατατάκια και μπισκότα και μέσω του καπνίσματος (εισπνοή). Μπορεί να ενωθεί με τμήματα πρωτεϊνών και DNA, όπως κι ο μεταβολίτης του γλυκιδαμίδιο, ο οποίος έχει και μεγαλύτερη δραστικότητα και να προκαλέσει βλάβη στο DNA και μεταλλάξεις, αποτελώντας πιθανό καρκινογόνο και νευροτοξικό παράγοντα.

Στην παρούσα μελέτη έγινε συλλογή δειγμάτων αμνιακού υγρού από γυναίκες που υποβλήθηκαν σε αμνιοπαρακέντηση νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο για ιατρικούς λόγους. Οι εγκυμοσύνες παρακολουθήθηκαν μέχρι τον τοκετό και το βάρος γέννησης των νεογνών καταγράφηκε. Τα δείγματα στη συνέχεια χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες με βάση το βάρος γέννησης του εμβρύου, ως εξής: σε αυτά που ανήκαν σε φυσιολογικά για την ηλικία κύησης νεογνά (AGA), σε αυτά που ανήκαν σε μικρά για την ηλικία κύησης νεογνά (SGA) και σε αυτά που ανήκαν σε μεγάλα για την ηλικία κύησης νεογνά (LGA). Συνολικά συλλέχθηκαν 35 δείγματα στα οποία μελετήθηκε η BPA και 40 στα οποία μελετήθηκε το ακρυλαμίδιο. Ο προσδιορισμός της BPA έγινε με αέρια χρωματογραφία και φασματομετρία μάζας (GC/MS), ενώ ο προσδιορισμός του ακρυλαμιδίου με υγρή χρωματογραφία και διαδοχική φασματομετρία μάζας (LC-MS/MS).

Η BPA ανιχνεύθηκε στο 80% (28/35) των δειγμάτων. Η διάμεση συγκέντρωσή της στα δείγματα στα οποία ανιχνεύθηκε ήταν 281,495 pg/mL και κυμαινόταν από 108,82 pg/mL έως 1605,36 pg/mL. Υψηλότερες συγκεντρώσεις BPA ανιχνεύθηκαν στην ομάδα των LGA εμβρύων σε σχέση με τα AGA, ενώ τα SGA εμφάνισαν τις μικρότερες συγκεντρώσεις. Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων δεν ήταν στατιστικά σημαντικές στο επίπεδο σημαντικότητας του 5%. Τα επίπεδα του BPA παρουσίασαν στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση με την εκατοστιαία θέση του βάρους γέννησης για την ηλικία κύησης (r = 0,351, p-value = 0,039) και συσχετίστηκαν αντιστρόφως με την ηλικία κύησης σε τελειόμηνες κυήσεις (μεταξύ 37 και 41 εβδομάδων) (r = -0,365, p-value = 0,031). Το ακρυλαμίδιο ανιχνεύθηκε στο 15% των δειγμάτων (6/40). Οι συγκεντρώσεις κυμαίνονταν από 7.1 ng/ml έως 1468 ng/ml και προέρχονταν από AGA νεογνά.

Συμπερασματικά, η ανίχνευση στο αμνιακό υγρό ουσιών όπως η δισφαινόλη α και το ακρυλαμίδιο αποδεικνύει ότι η έκθεση της μητέρας σε αυτούς τους περιβαλλοντικούς παράγοντες δύναται να επηρεάσει την υγεία του εμβρύου, αφού έχουν την ικανότητα να διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό. Η έκθεση σε δισφαινόλη α νωρίς στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης μπορεί να συμβάλει σε αυξημένες εκατοστιαίες θέσεις βάρους γέννησης. Δεδομένου ότι αυτές οι ουσίες αποτελούν ευρέως διαδεδομένους περιβαλλοντικούς ρύπους, απαιτείται ιδιαίτερή προσοχή για την αποφυγή της υψηλής έκθεσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η οποία αντιπροσωπεύει μια περίοδο αυξημένης ευαισθησίας για το έμβρυο.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Ενδοκρινικοί διαταράκτες, Δισφαινόλη Α, Ακρυλαμίδιο, Αμνιακό υγρό, Ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
149
Αριθμός σελίδων:
98
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2025-07-18.

Nikolaos_Loukas_PhD.pdf
1 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2025-07-18.