Διάσωση του άνω άκρου σε ασθενείς με όγκους της ωμικής ζώνης

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3390842 26 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-02-28
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Τρικούπης Ιωάννης
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Παναγιώτης Παπαγγελόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ (Επιβλέπων)
Πηνελόπη Κορκολοπούλου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Όλγα Σαββίδου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ανδρέας Μαυρογένης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ευστάθιος Χρονόπουλος, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Βασίλειος Κοντογεωργάκος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Ολυμπία Παπακωνσταντίνου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Διάσωση του άνω άκρου σε ασθενείς με όγκους της ωμικής ζώνης
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Διάσωση του άνω άκρου σε ασθενείς με όγκους της ωμικής ζώνης
Περίληψη:
Εισαγωγή: Η ωμική ζώνη αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη θέση εντόπισης πρωτοπαθών όγκων του μυοσκελετικού. Επίσης, στην περιοχή συχνά εντοπίζονται δευτεροπαθείς μεταστατικές βλάβες. Η εξέλιξη της φαρμακευτικής θεραπείας των σαρκωμάτων σε συνδυασμό με την εξέλιξη των χειρουργικών τεχνικών εκτομής των όγκων της ωμικής ζώνης, έχουν βελτιώσει θεαματικά το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών. Οι ακρωτηριαστικές επεμβάσεις σταδιακά αντικαταστάθηκαν από επεμβάσεις διάσωσης μέλους. Σήμερα, το 95% των ασθενών με κακοήθεις όγκους του ώμου μπορούν να υποβληθούν σε επέμβαση διάσωσης μέλους. Ο ώμος αποτελεί μια εξαιρετικά πολύπλοκη άρθρωση με πολύ μεγάλο εύρος κίνησης. Συνεπώς, οι επεμβάσεις διάσωσης μέλους δε συνοδεύονται πάντα από πλήρη αποκατάσταση της κινητικότητας.
Σκοπός: Στη σύγχρονη ορθοπαιδική ογκολογία έχουν περιγραφεί πολυάριθμες επεμβάσεις διάσωσης μέλους σε ασθενείς με όγκους της ωμικής ζώνης. Σκοπός αυτής της διδακτορικής διατριβής αποτελεί η αξιολόγηση των ογκολογικών, κλινικών και λειτουργικών αποτελεσμάτων, των ασθενών, οι οποίοι υποβάλλονται σε επεμβάσεις διάσωσης μέλους, με χρήση ενδοπροθέσεων. Για το σκοπό αυτό οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε δύο υποομάδες: τους ασθενείς με όγκους εγγύς βραχιονίου και τους ασθενείς με όγκους της ωμογλήνης.
Ασθενείς και μέθοδοι: Για τους ασθενείς με κακοήθεις όγκους εγγύς βραχιονίου πραγματοποιήθηκε μια αναδρομική μελέτη σύγκρισης των κλινικών, λειτουργικών και ογκολογικών αποτελεσμάτων από τη χρήση δυο διαφορετικών τύπων ενδοπροθέσεων. Συνολικά, μελετήθηκαν 40 ασθενείς με κακοήθεις όγκους εγγύς βραχιονίου. Στους 21 χρησιμοποιήθηκε ενδοπρόθεση εγγύς βραχιονίου (proximal humerus endoprosthesis, PHE) για την αποκατάσταση μετά την εκτομή του όγκου, ενώ σε 19 ασθενείς χρησιμοποιήθηκε ενδοπρόθεση εγγύς βραχιονίου με ανάστροφη αρθροπλαστική ώμου (reverse shoulder arthroplasty, RSA). Διενεργήθηκε συγκριτική αξιολόγηση των κλινικών, ογκολογικών και λειτουργικών αποτελεσμάτων μεταξύ των δύο ομάδων ασθενών, καθώς και σύγκριση του ποσοστού επιπλοκών μεταξύ των δυο μεθόδων αποκατάστασης. Για την αξιολόγηση των λειτουργικών αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το MSTS score (Musculoskeletal Tumor Society score), η σύντομη εκδοχή του DASH score (Disabilities of the Hand Shoulder and Hand score). Για τη μελέτη και την κατηγοριοποίηση των επιπλοκών χρησιμοποιήθηκε η ταξινόμηση κατά Henderson.
Οι ασθενείς με όγκο στην ωμογλήνη, υπεβλήθησαν σε επέμβαση διάσωσης μέλους και αποκατάσταση με ειδική πρόθεση τρισδιάστατης εκτύπωσης με ανάστροφη αρθροπλαστική ώμου. Διενεργήθηκε αναδρομική μελέτη παρατήρησης, σε συνολικά 4 ασθενείς. Αξιολογήθηκε το κλινικό και ογκολογικό αποτέλεσμα, ενώ για την αξιολόγηση του λειτουργικού αποτελέσματος και των επιπλοκών χρησιμοποιήθηκε η ίδια μεθοδολογία.
Αποτελέσματα: Το μέσο διάστημα μετεγχειρητικής παρακολούθησης, στους ασθενείς με όγκο εγγύς βραχιονίου ανήλθε σε 62 ± 15 μήνες. Οκτώ ασθενείς με PHE και ένας με RSA (p=0.021) διαγνώστηκαν με εξάρθρημα ώμου. Σε ότι αφορά στις υπόλοιπες επιπλοκές το ποσοστό επιπλοκών ήταν παρόμοιο, χωρίς να παρουσιάζει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δυο ομάδων. Το MSTS score στους ασθενείς με PHE ομάδα με RSA εμφάνισε σημαντικά καλύτερο quick DASH score, το οποίο υπολογίστηκε σε 30 ± 4,8% (p=0,031). Επιπλέον, η απαγωγή του ώμου και η πρόσθια κάμψη ήταν σημαντικά καλύτερη στους ασθενείς με RSA (p=0,04 και p=0,03 αντίστοιχα). Τοπική υποτροπή διαγνώστηκε σε 5 ασθενείς συνολικά.
Στους ασθενείς με όγκο της ωμογλήνης, το μετεγχειρητικό διάστημα παρακολούθησης κυμαίνεται από 12-28 μήνες. Ευρεία εκτομή με ελεύθερα χειρουργικά όρια επιτεύχθηκε σε όλους τους ασθενείς. Το μέσο MSTS score υπολογίστηκε σε 80,5% και το QuickDASH σε 15,2%. Σύμφωνα με την ταξινόμηση του Henderson, δεν παρατηρήθηκαν μετεγχειρητικές επιπλοκές.
Συμπεράσματα: η αποκατάσταση του εγγύς βραχιονίου με ενδοπρόθεση μετά την εκτομή μυοσκελετικών όγκων αποτελεί αξιόπιστη επιλογή, η οποία όμως μπορεί να συνοδεύεται από επιπλοκές και περιορισμό της κινητικότητας του ώμου. Η ανάστροφη αρθροπλαστική φαίνεται να προσφέρει, στατιστικά σημαντικά, χαμηλότερο ποσοστό επιπλοκών και βελτιωμένο λειτουργικό αποτέλεσμα. Η αποκατάσταση του ώμου μετά την εκτομή όγκων της ωμογλήνης με πρόθεση τρισδιάστατης εκτύπωσης, φαίνεται να αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη μέθοδο, που προσφέρει ικανοποιητική αποκατάσταση της λειτουργικότητας της άρθρωσης και χαμηλό ποσοστό επιπλοκών.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Ορθοπαιδική, Μυοσκελετική ογκολογία, Διάσωση μέλους, Ωμική ζώνη
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
215
Αριθμός σελίδων:
119