Η μελέτη ενδοθηλιακών βιοδεικτών σε ασθενείς με COVID-19

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3394791 20 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-04-03
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Κεσκινίδου Χρυσή
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Ορφανός Στυλιανός, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Λάγιου Παγώνα, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κοτανίδου Αναστασία, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Δημοπούλου Ιωάννα-Μαρία, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Βασιλειάδης Ιωάννης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Κατσαούνου Παρασκευή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Σιέμπος Ηλίας, Επίκουρος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Η μελέτη ενδοθηλιακών βιοδεικτών σε ασθενείς με COVID-19
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Η μελέτη ενδοθηλιακών βιοδεικτών σε ασθενείς με COVID-19
Περίληψη:
Εισαγωγή. Ο κορωνοϊός που προκαλεί το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο τύπου 2 (severe acute respiratory syndrome coronavirus 2, SARS-CoV-2) ταυτοποιήθηκε ως ο αιτιώδης μολυσματικός παράγοντας υπεύθυνος για τη νόσο COVID-19 (coronavirus disease 19), η οποία ανακηρύχθηκε σε παγκόσμια πανδημία τον Μάρτιο του 2020 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Η νόσος COVID-19 χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία στην εκδήλωση των συμπτωμάτων και της σοβαρότητας της νόσου, όπου σε ασθενείς με σοβαρή νόσο είναι αναγκαία η νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, η παρουσία πήξης και φλεγμονής φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της λοίμωξης COVID-19, ενώ είναι πιθανή η σύνδεση με τη σοβαρότητα των κλινικών εκδηλώσεων που παρουσιάζουν οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με νόσο COVID-19.
Σκοπός. Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να εξεταστεί ο ρόλος διάφορων σχετιζόμενων με το ενδοθήλιο μορίων, που στο παρελθόν έχουν χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικοί και προγνωστικοί βιοδείκτες στη σήψη και το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας (acute respiratory distress syndrome, ARDS), σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19.
Μέθοδοι. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματοποιήθηκε η μέτρηση 23 διαφορετικών δεικτών που αντικατοπτρίζουν την ενεργοποίηση/ δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19, βαρέως πάσχοντες ασθενείς και ασθενείς που νοσηλεύθηκαν στην ειδικά διαμορφωμένη κλινική COVID του νοσοκομείου, καθώς και σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη νόσο που ωστόσο δεν κρίθηκε αναγκαία η νοσηλεία τους. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε κατά το πρώτο εικοσιτετράωρο νοσηλείας στη ΜΕΘ ή στην κλινική, είτε κατά την άφιξη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου «Ο Ευαγγελισμός». Οι ενδοθηλιακοί βιοδείκτες μετρήθηκαν σε δείγματα ορού ή πλάσματος μέσω της ανοσοενζυμικής μεθόδου ELISA (Enzyme Linked Immuno Sorbent Assay).
Αποτελέσματα. Από το σύνολο των 124 COVID-19 ασθενών που εισήχθησαν στη μελέτη, οι 37 ήταν βαρέως πάσχοντες ασθενείς και ανήκαν στο «πρώτο κύμα» ασθενών, δηλαδή ασθενείς που δεν έλαβαν δεξαμεθαζόνη ως θεραπεία. Σύμφωνα με τα ευρήματά μας, οι βαρέως πάσχοντες ασθενείς που κατέληξαν είχαν υψηλότερα επίπεδα Ε-σελεκτίνης, Ρ-σελεκτίνης, αγγειοποιητίνης 2, διαλυτού ICAM-1, vWf, TREM-1, πρεσεψίνης, ΤΜΕΜ173, πλασμινογόνου, διαλυτού VCAM-1, suPAR, και EphA2 σε σχέση με τους ασθενείς που επιβίωσαν. Από τους παραπάνω βιοδείκτες, η Ε-σελεκτίνη, η αγγειοποιητίνη 2, το διαλυτό ICAM-1, το διαλυτό VCAM-1, και το suPAR είχαν καλή προγνωστική ακρίβεια ως προς την πρόγνωση των βαρέως πασχόντων ασθενών. Επίσης, στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν και 29 βαρέως πάσχοντες ασθενείς με COVID-19 που έλαβαν μια δόση δεξαμεθαζόνης (6mg) πριν από τη δειγματοληψία. Παρατηρήθηκε πως η χορήγηση δεξαμεθαζόνης επηρέασε τα επίπεδα ορισμένων από τους ενδοθηλιακούς βιοδείκτες. Στους βαρέως πάσχοντες ασθενείς που έλαβαν δεξαμεθαζόνη και κατέληξαν παρατηρήθηκαν υψηλότερα επίπεδα πρεσεψίνης, διαλυτού VCAM-1, και suPAR σε σχέση με τους ασθενείς που επιβίωσαν, ενώ οι παραπάνω βιοδείκτες παρουσίασαν επίσης καλή προγωστική ικανότητα. Φαίνεται πως οι ενδοθηλιακοί βιοδείκτες πρεσεψίνη, διαλυτό VCAM-1, και suPAR μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες πρόγνωσης βαρέως πασχόντων ασθενών με COVID-19, ασχέτως της χορήγησης δεξαμεθαζόνης. Τέλος, τα επίπεδα διαλυτού EPCR μετρήθηκαν κατά την εισαγωγή 84 COVID-19 ασθενών στο νοσοκομείο και 11 εξωτερικών ασθενών με επιβεβαιωμένη λοίμωξη SARS-CoV-2. Παρατηρήθηκε πως οι ασθενείς που νοσηλεύθηκαν είχαν υψηλότερα επίπεδα sEPCR, ενώ το sEPCR σε συνδυασμό με δείκτες όπως το BMI, η ηλικία και τα δ-διμερή παρουσίασαν υψηλή προγνωστική ικανότητα ως προς την ανάγκη νοσηλείας των ασθενών.
Συμπεράσματα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, βρέθηκε σύνδεση μεταξύ της φλεγμονώδους ενεργοποίησης και της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας στην εκδήλωση της νόσου COVID-19. Αρκετοί από τους επιλεγμένους βιοδείκτες που εξετάστηκαν επέδειξαν καλή προγνωστική ικανότητα ασχέτως της θεραπείας που έλαβαν οι ασθενείς και παρείχαν σημαντικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην κλινική πράξη. Η πλήρης κατανόηση των μηχανισμών που εμπλέκονται πίσω από την ενεργοποίηση της έκκρισης των παραπάνω ενδοθηλιακών βιοδεικτών θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαλογή των ασθενών και την αξιολόγηση του κινδύνου για κάθε ασθενή ξεχωριστά.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
COVID-19, Ενδοθηλιοπάθεια, Πήξη, Φλεγμονή, ΜΕΘ
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
524
Αριθμός σελίδων:
200
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2025-04-03.

Keskinidou_Chrysi_PhD.pdf
4 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2025-04-03.