ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ ΑΡΙΘΜΟΥ ΓΟΝΙΔΙΑΚΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ (CNVs, COPY NUMBER VARIATIONS) ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ

Διπλωματική Εργασία uoadl:3398464 22 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Κατεύθυνση Κλινική Βιοχημεία - Μοριακή Διαγνωστική
Βιβλιοθήκη Σχολής Θετικών Επιστημών
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-05-13
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Μπιρζαμάνη Θεοδώρα
Στοιχεία επιβλεπόντων καθηγητών:
Μαργαρίτης Αυγέρης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιατρική Σχολής ΕΚΠΑ (Επιβλέπων),
Ανδρέας Σκορίλας, Καθηγητής Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ,
Διαμάντης Σίδερης, Καθηγητής Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ ΑΡΙΘΜΟΥ ΓΟΝΙΔΙΑΚΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ (CNVs, COPY NUMBER VARIATIONS) ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ
Γλώσσες εργασίας:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ ΑΡΙΘΜΟΥ ΓΟΝΙΔΙΑΚΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ (CNVs, COPY NUMBER VARIATIONS) ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ
Περίληψη:
Η Οξεία Λεμφοβλαστική Λευχαιμία (ΟΛΛ) αποτελεί την συχνότερα εμφανιζόμενη μορφή καρκίνου στα παιδιά αντιπροσωπεύοντας το 28% των περιπτώσεων παγκοσμίως84. Η εμφάνιση της οφείλεται στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό πρόδρομων λεμφοκυττάρων Β και Τ κυτταρικής σε διάφορα στάδια της ωρίμανσης τους και είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης γενετικών και επιγενετικών παραγόντων. Η διάγνωση της νόσου έγκειται στην ανίχνευση λεμφοβλαστών άνω του 25% στον μυελό και στον ανοσοφαινοτυπικό, μορφολογικό και κυτταρογενετικό χαρακτηρισμό τους, προκειμένου να ταξινομηθούν οι ασθενείς σε ομάδες κινδύνου σύμφωνα με το μοριακό προφίλ της νόσου και να χορηγηθεί το κατάλληλο σχήμα θεραπείας54. Μεταξύ των διαφόρων μορφών ΟΛΛ, ο επικρατέστερος φαινότυπος είναι η Β-ΟΛΛ που προσβάλει πρόδρομες μορφές Β λεμφοκυττάρων και τα ποσοστά πενταετούς επιβίωσης ξεπερνούν το 90%177. Η θετική πρόγνωση των ασθενών της συγκεκριμένης ομάδας είναι απόρροια της βελτιστοποίησης των θεραπευτικών σχημάτων σε συνδυασμό με την κατανόηση της μοριακής βάσης της νόσου και του ενδελεχούς γενετικού χαρακτηρισμού των καρκινικών κυττάρων και τον προσδιορισμό του φαινοτύπου. Ωστόσο, τα ποσοστά επιβίωσης εμφανίζουν διακυμάνσεις σύμφωνα με την ηλικία των ασθενών, την παρουσία γενετικών ανωμαλιών και των κυττάρων που προσβάλλονται καθώς οι ασθενείς με Τ-ΟΛΛ παρουσιάζουν μια δυσμενή πρόγνωση83.
Με σκοπό να αποτραπεί η παρουσία ελάχιστης υπολειπόμενης νόσου, να αξιολογηθεί η απόκριση των ασθενών στα θεραπευτικά σχήματα και η εκτίμηση της πρόγνωσης τους να είναι όσον το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική κρίνεται αναγκαία η ανεύρεση νέων βιοδεικτών που αντανακλούν το καρκινικό φορτίο με υψηλή ειδικότητα και ευαισθησία178. Με γνώμονα τις συγκεκριμένες παραμέτρους επιλέχθηκαν γονίδια που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αιμοποίηση και τον κυτταρικό κύκλο όπως το IKZF1,ETV6, GATA-3 και CDKN2A, προκειμένου να μελετηθεί η πιθανή επίδραση που έχει παρουσία παραλλαγών στον αριθμό αντιγράφων τους στην εξέλιξη των ασθενών. Για την συγκριτική μελέτη της παρουσίας CNV στα εξεταζόμενα γονίδια επιλέχθηκε ως γονίδιο αναφοράς η λεπτίνη η οποία αναμένεται να παρουσιάζει σταθερή έκφραση μεταξύ φυσιολογικών και παθολογικών περιπτώσεων διατηρώντας τα ποσοστά διπλοειδίας179,180. Πιο συγκεκριμένα, σε δείγματα γενωμικού DNA που απομονώθηκαν από κύτταρα του μυελού των οστών ασθενών με ΟΛΛ που χορηγήθηκαν από το Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» όπου ακολουθείται το BMF-ALL πρωτόκολλο θεραπείας και έλαβε χώρα η ποσοτικοποίηση του αριθμού αντιγράφων των υπό μελέτη γονιδίων αξιοποιώντας την ποσοτική αντίδραση PCR μέσω σχετικού ποσοτικού προσδιορισμού.
Αφότου οι τιμές των κύκλων ενίσχυσης για τα γονίδια κανονικοποιήθηκαν ως προς το γονίδιο αναφοράς και το θετικό πρότυπο HeLa, οι τιμές που προέκυψαν συσχετίστηκαν μέσω του λογισμικού SPSS της IBM με τις κλινικοπαθολογικές παραμέτρους για την εκτίμηση της κλινικής τους σημασίας. Η συσχέτιση των τιμών υλοποιήθηκε μέσω κατηγορικής ανάλυσης όπου οι ασθενείς κατηγοριοποιήθηκαν στις ομάδες απώλειας και διπλοειδίας με ενισχύσεις, ενώ κατά την συνεχή μελέτη συγκρίθηκαν αυτούσιες οι τιμές RQ του σχετικού προσδιορισμού. Σύμφωνα με την δοκιμασία αξιολόγησης Kruskal-Wallis, κατά την συνεχή συσχέτιση αναδείχθηκε ο χαμηλός κίνδυνος υποτροπής των ασθενών που σημειώνουν απώλειες για τα γονίδια ETV6 και GATA-3. Ειδικότερα, το ETV6 υπέδειξε στατιστική σημαντικότητα ως προς την συσχέτιση του με την απάντηση του μυελού την 15 μέρα (p=0.017) και την απόκριση στην θεραπεία βάσει του αριθμού των λεμφοβλαστών ((p=0.031), όπου οι χαμηλότερες τιμές RQ ταυτίστηκαν με την ομάδα χαμηλού κινδύνου με απάντηση μυελού Μ1 και θετική απόκριση στην θεραπεία (<1000 βλάστες). Ομοίως, το GATA-3 έφερε στατιστική σημαντικότητα κατά την συσχέτιση του με την απάντηση του μυελού κατά την 15η μέρα, όπου οι χαμηλότερες τιμές RQ παρατηρήθηκαν για τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου με απάντηση μυελού Μ1 (p=0.027).
Από την άλλη πλευρά, η κατηγορική ανάλυση υποστηρίζει πως οι ασθενείς που σημειώνουν απώλεια των γονιδίων IKZF1 και CDKN2A ενέχουν υψηλό κίνδυνο υποτροπής με στατιστική σημαντικότητα. Πιο συγκεκριμένα, οι διαγραφές στο IKZF1 κυριαρχούν για τους ασθενείς υψηλού κινδύνου με απάντηση μυελού Μ3 κατά την 15η μέρα (p<0.001) και με ανιχνεύσιμη MRD κατά την 33η μέρα (p=0.017), καταδεικνύοντας την αρνητική προγνωστική ισχύ που επιφέρει η απώλεια του συγκεκριμένου γονιδίου. Στον αντίποδα το CDKN2A υπέδειξε διφορούμενα αποτελέσματα ως προς την παρουσία CNV, καθώς τόσο κατά την συνεχή μελέτη (p=0.039) όσο και κατά την κατηγορική ανάλυση (p=0.036) παρουσίασε στατιστικώς σημαντικά αποτελέσματα, με την ύπαρξη διαγραφών να είναι εντοπισμένη στους ασθενείς χαμηλού κινδύνου με απάντηση μυελού Μ1. H συγκεκριμένη διαπίστωση ενδεχομένως απορρέει από την επιλογή εξωνίου για το οποίο σχεδιάστηκαν οι εκκινητές καθώς και την αναστολή της έκφρασης του ογκοκατασταλτικού γονιδίου μέσω ενός εναλλακτικού μηχανισμού που εμπίπτει σε επιγενετικούς παράγοντες. Τέλος, αν και οι καμπύλες επιβίωσης δεν συνιστούν την ανεξάρτητη και μεμονωμένη αξιολόγηση των CNVs λόγω περιορισμένης στατιστικής ισχύος, το γονίδιο ΕΤV6 παρουσιάζει μια έντονη τάση για διαχωρισμό των ασθενών σύμφωνα με τον αριθμό αντιγράφων τους τόσο στην καμπύλη ολικής επιβίωσης ολικής επιβίωσης OS (HR:30,332; 95% CI: 0.041-22,690.968;p=0.099, long-rank: p=0.099) και όσο και στην καμπύλη άνευ εξέλιξης της νόσου PFS (HR:30.636; 95%CI:0.060-15,582.910; p=0.079,long-rank p=0.078). Επιπλέον, παρατηρείται τάση διαχωρισμού χωρίς στατιστικώς σημαντικό αποτέλεσμα για την καμπύλη ολικής επιβίωσης στο GATA3 (HR:2.661; 95%CI: 0.333-21.280;p=0.337;long-rank p=0.336), χωρίς την αντίστοιχη εικόνα να παρατηρείται στην καμπύλη PFS(HR:1.358; 95%CI:0.288-6.395;p=0.698; long-rank p=0.697).
Εκ κατακλείδι, αναμένεται πως η αύξηση του υπό εξέταση πληθυσμού θα ενισχύσει τα παρόντα δεδομένα και θα τροποποιήσει την στατιστική σημαντικότητα τους, ενώ η μεμονωμένη αξιολόγηση της παρουσίας διαγραφών σε ομόγυζη και ετερόζυγη διπλοειδία ίσως αξιοποιηθεί για την ταξινόμηση των ασθενών χαμηλού κινδύνου λόγω του υψηλού επιπολασμού που παρουσιάζει ο φαινότυπος με το υβριδικό μόριο ETV6-RUNX1 ο οποίος είναι συνυφασμένος με την παρουσία διαγραφών στο ETV6.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Θετικές Επιστήμες
Λοιπές θεματικές κατηγορίες:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Παιδική Οξεια Λεμφοβλαστική Λευχαιμία, Παραλλαγές αριθμού γονιδιακών αντιγράφων, IKZF1, ETV6, GATA-3, CDKN2A,
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
180
Αριθμός σελίδων:
143
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-05-17.

«ΚΛΙΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΩΝ ΑΡΙΘΜΟΥ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ (CNVs, COPY NUMBER VARIATIONS) ΣΤΟ ΜΥΕΛΟ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΟΞΕΙΑ ΛΕΜΦΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ».pdf
4 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-05-17.