Μελέτη της ψυχοκοινωνικής κατάστασης εφήβων με σακχαρώδη τύπου 1

Διδακτορική Διατριβή uoadl:3399234 9 Αναγνώσεις

Μονάδα:
Τμήμα Ιατρικής
Βιβλιοθήκη Επιστημών Υγείας
Ημερομηνία κατάθεσης:
2024-05-24
Έτος εκπόνησης:
2024
Συγγραφέας:
Κάνδυλα Μπετίνα
Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Κυριακή-Αθηνά Καραβανάκη, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ
Δημήτριος Καφετζής, Ομότιμος Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Νικόλαος Τεντολούρης, Καθηγητής, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Φλώρα Μπακοπούλου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Αλεξάνδρα Σολδάτου, Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Άρτεμις Τσίτσικα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ
Λυδία Κόσσυβα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ
Πρωτότυπος Τίτλος:
Μελέτη της ψυχοκοινωνικής κατάστασης εφήβων με σακχαρώδη τύπου 1
Γλώσσες διατριβής:
Ελληνικά
Μεταφρασμένος τίτλος:
Μελέτη της ψυχοκοινωνικής κατάστασης εφήβων με σακχαρώδη τύπου 1
Περίληψη:
Εισαγωγή: Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 είναι μία απαιτητική χρόνια νόσος που αντιμετωπίζεται με ένα σύνθετο σχήμα ινσουλίνης, υγιεινής διατροφής και άσκησης και επηρεάζει σημαντικά τη ζωή του εφήβου και όλης της οικογένειας. Η επίτευξη της άριστης διαβητικής ρύθμισης δημιουργεί εντάσεις στις σχέσεις του εφήβου με τους γονείς του και με το άλλο φύλο, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές ή και σε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, καταστάσεις που μπορεί να προληφθούν με την σωστή σεξουαλική ενημέρωση.
Σκοποί: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση σε εφήβους με ΣΔ1 και σε σύγκριση με υγιείς συνομηλίκους τους, της σεξουαλικής δραστηριότητας, της σεξουαλικής ενημέρωσης και των πηγών αυτής, των γνώσεων για τα ΣΜΝ και την αντισύλληψη, της χρήσης αντισυλληπτικών μεθόδων και της ύπαρξης επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών και τους σχετικούς με αυτά παράγοντες στις 2 ομάδες. Επίσης έγινε μελέτη της λειτουργικότητας και της ψυχικής υγείας των εφήβων με διαβήτη, της ενδοοικογενειακής κατάστασης και των σχέσεων τους με τα άλλα μέλη της οικογένειας, καθώς και της ύπαρξης και της συχνότητας διατροφικών διατα¬ραχών.
Υλικό και μέθοδοι: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 174 έφηβοι με μέση ±SD ηλικία τα 15,9 έτη (±1,6 έτη). Από αυτούς, 58 έφηβοι έπασχαν από ΣΔ1, με μέση ±SD ηλικία τα 16,3 έτη (±2,0 έτη), διάρκεια νόσου 6,7±3,5 έτη, HbA1c: 8,0±1,3% και εξομοιώθηκαν με 116 υγιείς μάρτυρες, με μέση ηλικία 15.8.±1.4, (matching 1:2) ως προς το σχολείο και το φύλο. Καταγράφηκαν τα σωματομετρικά και δημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων και προσδιορίστηκε η ποιότητα του μεταβολικού ελέγ-χου των ασθενών (μέση τιμή HbA1c του τελευταίου έτους).
Για τη διερεύνηση των 4 τομέων της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν ειδικά εργαλεία - ερωτηματολόγια, τα οποία συμπλήρωσαν ανώνυμα οι συμμετέχοντες. Για την αξιο-λόγηση των σεξουαλικών συνηθειών των εφήβων χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορ-φωμένο ερωτηματολόγιο-εργαλείο 72 ερωτήσεων. Για τη λειτουργικότητα και την ψυχική υγεία των εφήβων χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο YSR (Youth Self-Report 11-18 ετών) (Achenbach). Για τη λειτουργικότητα της οικογένειας χρησιμο-ποιήθηκε το ερωτηματολόγιο Εκτίμησης της Οικογένειας FAD ( Family Assessment Device) και για την αξιολόγηση των διατροφικών συμπεριφορών χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο EAT 26 (Ερωτηματολόγιο Συνηθειών Διατροφής, Eating Attitudes Test-26).
Αποτελέσματα: Το ποσοστό εφήβων με ΣΔ1 που είχε σεξουαλική εμπειρία ήταν σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με τους υγιείς συνομηλίκους τους (74,1% έναντι 87,4%, p=0,033). Αντίθετα, σεξουαλική επαφή αναφέρθηκε σε παρόμοιο ποσοστό και στις δύο ομάδες (45,1% για την ομάδα ΣΔ1 και 49,5% για τους μάρτυρες, p=0,600). Η μέση ηλικία της πρώτης σεξουαλικής εμπειρίας ήταν παρόμοια και για τις δύο ομάδες (14,7± 1,5 έτη για τους μάρτυρες και 14,5 ±2,3 έτη για την ομάδα με ΣΔ1). Η μέση ηλικία της πρώτης σεξουαλικής επαφής ήταν επίσης παρόμοια και για τις δύο ομάδες (p=0,133) (15,2±1,5 έτη για τους μάρτυρες και 15,9±1,8 έτη για τους εφήβους με ΣΔ1). Οι έφηβοι με ΣΔ1 θεωρούσαν ότι ενημερώνονται επαρκώς για θέματα σεξουαλικής αγωγής και αντισύλληψης σε μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με τους μάρτυρες. Οι κυριότερες πηγές ενημέρωσης σχετικά με τις μεθόδους αντισύλληψης ήταν οι γονείς και οι φίλοι του ίδιου φύλου και για τις δύο ομάδες μελέτης, ενώ οι έφηβοι με ΣΔ1 ενημερώνονταν πιό συχνά από φίλους αντίθετου φύλου σε σύγκριση με τους μάρτυρες (p=0,026). Το ποσοστό των ΣΔ1 εφήβων που είχαν καταναλώσει έστω μία φορά αλκοόλ πριν από οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή ήταν υψηλότερο σε εκείνους που ενημερώνονταν συχνά από φίλους αντίθετου φύλου (p=0,039), καθώς και σε εκείνους που ενημερώνονταν σπάνια από ιατρό (p=0,025). Αντίθετα το ποσοστό των ΣΔ1 εφή¬βων που είχαν πιει αλκοόλ πριν από οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή ήταν σημαντικά χαμηλότερο όταν ενημερώνονταν πολύ συχνά από τους γονείς τους (p=0,013).
Η συχνότερα χρησιμοποιούμενη αντισυλληπτική μέθοδος στην τελευταία επαφή ήταν το προφυλακτικό (ΣΔ1:71,4%, μάρτυρες: 73,1%), το αντισυλληπτικό χάπι ανα-φέρθηκε από το 11,8% των ΣΔ1 εφήβων και από το 8,3% των μαρτύρων, η απόσυρση πριν την εκσπερμάτωση από το 33,3% των ΣΔ1 εφήβων και από το 24% των μαρτύρων, καμία προστασία από το 23,5% των ΣΔ1 εφήβων και από το 10,2% των μαρτύρων, ενώ διπλή προστασία (≥2 μέθοδοι) αναφέρθηκε από το 35% των ασθενών και από το 27,7% των μαρτύρων. Η συχνότερη αντισυλληπτική μέθοδος και για τις 2 ομάδες ήταν το προφυλακτικό (ΣΔ1 έναντι μάρτυρες: 47,8% έναντι 51,9%). Ενδια-φέρον είναι ότι αντισυλληπτικό χάπι δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ το 61.9% των ΣΔ1 εφήβων και το 52% των μαρτύρων και ότι το 23,8% των ΣΔ1 εφήβων και το 17,6% των μαρτύρων μερικές φορές δεν χρησιμοποιούσαν καμία προστασία. Χωρίζοντας τους ασθενείς σε 3 υπο¬μάδες ανάλογα με τη χρήση αντισύλληψης, η ομάδα διπλής προστασίας χαρακτηρι¬ζόταν από πιο νεαρή ηλικία ασθενών (16,5 vs 17,0 έτη, p=0,023) και από μεγαλύτερη ηλικία στην 1η σεξουαλική επαφή (16,4 vs 15,8 έτη, p=0,010) και η ομάδα χαμηλής προστασίας από μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς (p=0,023) και από νεότερους σε ηλικία πατέρες (p=0,046) σε σύγκριση με την ομάδα συνήθους προστασίας. Μεταξύ των μαρτύρων, η χρήση διπλής προστα¬σίας ήταν πιο συχνή στην ομάδα της οποίας οι γονείς ήταν παντρεμένοι έναντι αυτής με διαζευγμένους γονείς (34,3% έναντι 10%, p=0,042). Οι ΣΔ1 έφηβοι με ≥2 επι¬κίνδυνες συμπεριφορές ήταν όλοι αγόρια, μεγαλύτερης ηλι¬κίας (17.8 έναντι 16.2έτη, p=0.031), νεαρότεροι κατά την πρώτη ολοκληρωμένη σε¬ξουαλική επαφή (14.8 έναντι 16.3έτη,p=0.031) και είχαν μητέρες με υψηλότερο μορ¬φωτικό επίπεδο (p=0.039). Οι μάρτυρες που είχαν ≥2 επικίνδυνες σεξουαλικές συμπε¬ριφορές ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, κυρίως αγόρια. Παράγοντες που σχετίζονταν με την πρώιμη έναρξη σεξουα-λικής δραστηριότητας στους ΣΔ1 εφήβους ήταν το υψηλό μορφωτικό επίπεδο της μητέρας (p=0.014) και η πτωχή διαβητική ρύθμιση (p=0.049). Όσον αφορά τη λειτουργικότητα των εφήβων, η ομάδα των ΣΔ1 εφήβων είχε χαμηλό¬τερη βαθμολογία ως προς τη λειτουργικότητα (45,1) συγκριτικά με τους μάρτυρες (53,9) συνολικά κα-θώς και στους επιμέρους τομείς. Η ύπαρξη του σακχαρώδους διαβήτη σχετιζόταν με στατιστικά σημαντικά λιγότερα προβλήματα σκέψης (p=0,043), λιγότερο επιθετική συμπεριφορά (p=0,040), λιγότερα εξωτερικευμένα προβλήματα (p=0,025) και συγκεντρωτικά λιγότερα συνολικά προβλήματα (p=0,021), ενώ στους υπόλοιπους άξονες λειτουργικότητας, οι έφηβοι με ΣΔ1 ανέφεραν παρόμοια επίπεδα δυσκολιών με τους υγιής μάρτυρες. Ως προς τη λειτουργικότητα της οικογένειας, στον τομέα της επίλυσης προβλημάτων και της συμπεριφορικής εμπλοκής οι έφηβοι με ΣΔ1 είχαν παρόμοιες βαθμολογίες σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες, ενώ στους υπόλοιπους τομείς η ομάδα του ΣΔ1 είχε χαμηλότερες βαθμολογίες από τους υγιείς μάρτυρες, υποδηλώνοντας καλύτερη οικογενειακή λειτουργία. Όσον αφορά τις διατρο¬φικές διαταραχές, οι έφηβοι με ΣΔ1 ήταν ευχαριστημένοι με το σώμα τους σε σημαντι¬κά υψηλότερο ποσοστό (76,4%) σε σύγκριση με τους μάρτυρες (55,8%) (p=0,020), ενώ η επίπτωση διατροφικών προβλημάτων δεν βρέθηκε να είναι διαφορετική μεταξύ των δυο ομάδων της μελέτης.
Συμπεράσματα: Οι έφηβοι με ΣΔ1 είχαν σεξουαλική εμπειρία σε σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό από τους υγιείς συνομηλίκους τους. Οι έφηβοι με ΣΔ1 και τα κορίτσια συνολικά ήταν πιο προσεκτικά στη σεξουαλική συμπεριφορά. Παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών σε ΣΔ1 εφήβους ήταν το άρρεν φύλο, η μεγαλύτερη ηλικία, η νεαρότερη ηλικία κατά την έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας και το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο της μητέρας, οι οποίοι πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω για την βελτίωση της συμβουλευτικής και κλινικής διαδι¬κασίας. Η πιο κοινή μέθοδος αντισύλληψης και για τις δύο ομάδες ήταν το προφυ¬λακτικό, ενώ είναι ανησυχητικό ότι το 23,5% των ασθενών και το 10,2% των μαρτύρων δεν χρησιμοποιούσαν καμία προστασία. Η ανωτέρω διαπίστωση επισημαίνει την ανά¬γκη καλύτερης σεξουαλικής ενημέρωσης από το διδακτικό προσωπικό και από τους Επαγγελματίες Υγείας σχετικά με τα θέματα αντισύλληψης και ΣΜΝ. Είναι ενθαρρυ¬ντικό ότι στους ασθενείς της μελέτης μας η ύπαρξη του σακχαρώδους διαβήτη σχετιζόταν με στατιστικά σημαντικά λιγότερα προβλήματα σκέψης, λιγότερο επιθετική συμπεριφορά, λιγότερα εξωτερικευμένα προβλήματα και συγκεντρωτικά λιγότερα συνολικά προβλήματα σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες. Η ομάδα του ΣΔ1 ανέφερε καλύτερη οικογενειακή λειτουργία, ενώ δεν αναφέρθηκε η παρουσία διατροφικών διαταραχών στις δύο ομάδες εφήβων της μελέτης.
Κύρια θεματική κατηγορία:
Επιστήμες Υγείας
Λέξεις-κλειδιά:
Έφηβοι με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, Επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές και αντισύλληψη, Πηγές σεξουαλικής ενημέρωσης, Λειτουργικότητα εφήβου και οικογένειας, Διατροφικές διαταραχές
Ευρετήριο:
Όχι
Αρ. σελίδων ευρετηρίου:
0
Εικονογραφημένη:
Ναι
Αρ. βιβλιογραφικών αναφορών:
388
Αριθμός σελίδων:
345
Αρχείο:
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-06-03.

Kandyla_Betina_PhD.pdf
12 MB
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο αρχείο έως 2026-06-03.