Στοιχεία επταμελούς επιτροπής:
Αραμπατζής Θόδωρος , Καθηγητής, Τμήμα Ι.Φ.Ε., Ε.Κ.Π.Α.
Αραποστάθης Στάθης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Ι.Φ.Ε., Ε.Κ.Π.Α.
Γαβρόγλου Κώστας, Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Ι.Φ.Ε., Ε.Κ.Π.Α.
Βλαχάκης Γεώργιος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Ε.Α.Π.
Νικολαΐδης Θύμιος, Ομότιμος Διευθυντής Ερευνών, Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών, E.I.E.
Ταμπάκης Κώστας, Κύριος Ερευνητής, Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών, E.I.E.
Τύμπας Αριστοτέλης, Καθηγητής, Ι.Φ.Ε., Ε.Κ.Π.Α.
Περίληψη:
Ο Lord Rayleigh (1842-1919) ήταν Βρετανός φυσικός, ο οποίος σε διάστημα περίπου πενήντα ετών ασχολήθηκε με ένα ευρύ φάσμα της κλασικής φυσικής όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην εποχή του, δημοσιεύοντας περισσότερα από 440 επιστημονικά άρθρα. Σε αυτή τη μακρά περίοδο, πέρα από τις έρευνες που διεξήγαγε, ο Rayleigh κατείχε παράλληλα υψηλόβαθμες και διευθυντικές θέσεις σε μια σειρά από ιδρύματα και θεσμούς. Υπήρξε ο δεύτερος διευθυντής του Cavendish Laboratory, ενώ, αργότερα, ήταν βασική η συμβολή του στην ίδρυση του National Physical Laboratory (NPL). Διατέλεσε, επίσης, πρόεδρος της Royal Society και της Βritish Association for the Advancement of Science. Εντούτοις, ένα μεγάλο μέρος των πειραμάτων του Rαyleigh πραγματοποιήθηκαν στο ιδιωτικό του εργαστήριο στο Τerling Place. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από μια μετάβαση για το πείραμα, το οποίο περνάει από τον ιδιωτικό χώρο των ευκατάστατων πειραματιστών στους δημόσιους χώρους των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων.
Το πείραμα είναι οργανικό στοιχείο στις έρευνες του Rayleigh, και οι ακριβείς μετρήσεις είναι στο επίκεντρο της πειραματικής του πρακτικής. Το τι συνιστά όμως ακρίβεια στις μετρήσεις του Rayleigh είναι ένα σύνθετο ζήτημα.
Η μέτρηση είναι μια δραστηριότητα και η ακρίβεια, πέρα από ένα κριτήριο της αξιοπιστίας της μέτρησης, είναι ένα χαρακτηριστικό που συνδέεται με μια διαδικασία διορθώσεων, επεξεργασίας και συζήτησης των δεδομένων που εντάσσεται στο ευρύτερο γνωστικό και κοινωνικό πλαίσιο. Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και στον 'τεχνικό πυρήνα' των μετρήσεων υπάρχουν ιστορικές, κοινωνικές και πολυτισμικές διαστάσεις. Συνεπώς ακόμα και στις μετρήσεις υπάρχουν εναλλακτικές επιστημονικές πρακτικές και ενδεχομένως να υπάρχουν διαφορετικά προσωπικά στυλ των επιστημόνων.
Έπειτα από το εισαγωγικό καφάλαιο όπου τίθεται το θέμα και τα ερευνητικά ερωτήματα της διατριβής, στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζονται ορισμένα ιστοριογραφικά και μεθοδολογικά στοιχεία σε σχέση με τη μέτρηση και την ακρίβεια στην ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης. Επίσης γίνεται μια σύντομη αναφορά στις ερευνητικές σχολές και τα επιστημονικά στυλ. Στη συνέχεια, στο επόμενο κεφάλαιο, αναφέρονται συνοπτικά στοιχεία της βιογραφίας του Rayleigh. Επιχειρείται μια αδρή σκιαγράφηση του κοινωνικού και επιστημονικού του προφίλ, εστιάζοντας στον αριστοκρατικό κύκλο που ανήκε και τις κοινές αξίες και πεποιθήσεις που μοιράζεται με τα μέλη αυτού του κύκλου, όπως επίσης και σε βασικά χαρακτηριστικά του επιστημονικού του έργου. Στη συνέχεια η διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρωτο μέρος αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο από αυτά, το τέταρτο της διατριβής, μελετώνται τα εργαστήρια φυσικής τα οποία εμφανίζονται στο τελευταίο τρίτο του δέκατου ένατου αιώνα. Συγκεκριμένα, η μελέτη εστιάζεται στα εργαστήρια της Βρετανίας και της Αμερικής. Η θέση της ακρίβειας και των ακριβών μετρήσεων είναι κεντρικό ζήτημα που πραγματεύεται αυτό το κεφάλαιο.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, η προσοχή στρέφεται στο Cavendish Laboratory, και στα χαρακτηριστικά που αυτό απέκτησε στα χρόνια της διεύθυνσης του Rayleigh, ως κέντρο έρευνας και διδασκαλίας. Ένα βασικό ερώτημα που πραγματεύεται αυτό το κεφάλαιο είναι η ύπαρξη ή μη ερευνητικής σχολής στο εργαστήριο την περίοδο του Rayleigh, όπως επίσης βασικό ζήτημα υπό μελέτη είναι και ο ρόλος των ακριβών μετρήσεων στο εργαστήριο την ίδια περίοδο.
Στο επόμενο κεφάλαιο, το έκτο, η διάκριση των εννοιών 'accuracy' και 'precision,' και η νοηματοδότηση των όρων αυτών ιχνηλατούνται μέσα από τα εγχειρίδια της πειραματικής φυσικής, ενώ στο έβδομο κεφάλαιο επιχειρείται μια αντίστοιχη ανάλυση για την αντιμετώπιση των τυχαιών και συστηματικών σφαλμάτων στην πειραματική πρακτική των φυσικών στο τελευταίο τρίτο του δέκατου ένατου αιώνα.
Το δεύτερο μέρος της διατριβής επικεντρώνεται σε δυο ερευνητικά προγράμματα, στο πλαίσιο των οποίων ο Rayleigh διεξήγαγε τις δικές του έρευνες: τον καθορισμότων ηλεκτρικών προτύπων και τον καθορισμό των πυκνοτήτων του υδρογόνου, του οξυγόνου και του αζώτου, όπως και στην ανακάλυψη του Αργού. Η επιλογή αυτών των προγραμματων γίνεται για τέσσερις κυρίως λόγους. Πρώτον, είναι δυο βασικές έρευνες που διεξήγαγε ο Rayleigh, όπως φαίνεται και από την περιοδολόγηση που δίνει ο συνάδελφος του, Α. Schuster. Δεύτερον, είναι αυτές οι έρευνες από τις οποίες απέκτησε τη φήμη του ως πειραματιστής και ιδιαίτερα για τις ακριβείς μετρήσεις του. Τρίτον είχαν βασικό στοιχείο την ακρίβεια, καθώς το πρώτο πρόγραμμα ήταν στο πλαίσιο προτυποποίησης μιας μονάδας, ενώ το δεύτερο εντασσόταν στο έλεγχο της υπόθεσης του Prout, ο οποίος με τη σειρά του απαιτούσε πολύ ακριβείς μετρήσεις. Τέλος, και τα δυο προγράμματα είχαν διεθνή χαρακτήρα και αυτό βοηθάει τη συγκριτική μελέτη των πειραματικών πρακτικών των επιστημόνων.
Συγκεκριμένα, το όγδοο και το ένατο κεφάλαιο αφορούν τον καθορισμό του προτύπου και της μονάδας της ηλεκτρικής αντίστασης, το δέκατο αφορά τις πυκνότητες του υδρογόνου και του οξυγόνου, ενώ το εντέκατο εστιάζει στις έρευνες σε σχέση με την πυκνότητα του αζώτου και την 'ανακάλυψη' του αργού. Σημείο εστίασης είναι το πείραμα και συγκεκριμένα η μέτρηση και η ακρίβεια της.
Μέσα από τη μελέτη αυτή προκύπτει ότι ο Rayleigh είχε ένα προσωπικό στυλ με το οποίο προσέγγισε τις μετρήσεις, την ακρίβεια και τα σφάλματα στην πειραματική του πρακτική. To στυλ του Rayleigh, το οποίο αναλύεται στη διατριβή, δεν αποτελούσε κοινό τόπο για τους φυσικούς ή τους χημικούς της εποχής. Στη διατριβή υποστηρίζεται ότι διαφορετικά εργαστήρια και διαφορετικοί επιστήμονες προσέγγιζαν διαφορετικά την ακρίβεια στην πράξη, τόσο στο επίπεδο της διδασκαλίας όσο και της έρευνας, ενώ ακόμα και η ίδια η έννοια της ακρίβειας διαφοροποιούνταν στο χώρο και το χρόνο.
Τέλος, στη διατριβή υποστηρίζεται ότι, και εντός των Βρετανών φυσικών, υπήρχε διαφοροποίηση στην προσέγγιση της μέτρησης, της ακρίβειας και της ανάλυσης των σφαλμάτων, και συνεπώς δεν υπήρχε ένα εθνικό στυλ όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Από την άλλη πλευρά, η συγκριτική μελέτη της προσέγγισης του Rayleigh σε σχέση με εκείνη των αμερικανών 'ακαδημαϊκών μηχανικών,' αυτού του υβριδικού τύπου φυσικού-μηχανικού, μπορεί να διαφωτίσει περισσότερο τις διαστάσεις της μέτρησης και της ακρίβειας.
Τόσο ο Rayleigh, όσο και 'ακαδημαϊκοί μηχανικοί' έθεσαν την ακρίβεια στο κέντρο της πειραματικής τους πρακτικής. Εντούτοις, δεν προσέγγισαν με τον ίδιο τρόπο τα σφάλματα και την ακρίβεια, ιδιαίτερα όσον αφορά τα τυχαία σφάλματα, τη μέθοδο ελαχίστων τετραγώνων και τον υπολογισμό του probable error. Η επαγγελματοποίηση της φυσικής και οι διαφορετικοί δρόμοι αυτής, οι σχέσεις με τη βιομηχανία ή/και την αστρονομία είχαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των προσεγγίσεων για την μέτρηση και την ακρίβεια.